Ξαναπιάνω το θέμα από εκεί που το άφησα την περασμένη Κυριακή, επιμένοντας ότι οι όροι παιδεία και εκπαίδευση δεν είναι ούτε ετυμολογικά και σημασιολογικά συνώνυμοι ούτε λειτουργικά ισοδύναμοι. Πράγμα που σημαίνει ότι η ευκαιριακή (μπορεί και σκόπιμη) εναλλαγή τους στη θεωρία και στην πράξη δημιουργεί σύγχυση εις βάρος και των δύο συντελεστών της κρίσιμης αυτής συζυγίας. Ζητούμενο επομένως παραμένει ο νηφαλιότερος έλεγχος, προκειμένου να διαφανούν τόσο τα κοινά όσο και τα διαφορετικά τους σημεία, που επιτρέπουν συγχρόνως τη σύγκριση και τη διάκρισή τους.

Που πάει να πει ότι: παιδεία και εκπαίδευση βρίσκονται εξ ορισμού σε συμμαχική και συνάμα σε αντίπαλη σχέση. Κοινός τους παρονομαστής παραμένει η διαβαθμισμένη γνώση ως μάθηση, ασκημένη κυρίως εντός θεσμοθετημένων θυλάκων της πολιτείας, χωρίς να αποκλείεται και η ιδιωτική τους κηδεμονία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνει τη μορφή ταξικής και οικονομικής υπεροχής. Από εκεί και πέρα αρχίζουν προφανείς και λανθάνουσες διαφορές, οι οποίες, ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο, αυξομειώνονται, χωρίς όμως να καταργούνται. Οι διαφορές αυτές μοιράζονται σε θεμιτές και αθέμιτες.

Οι θεμιτές προκύπτουν από τη διαφορετική τους φύση και τον αποκλίνοντα προορισμό τους. Δηλαδή: Η παιδεία είναι περισσότερο μέθοδος· η εκπαίδευση κυρίως πράξη. Η παιδεία είναι (πρέπει να είναι, για να μη παραβαίνει τον εαυτό της) λειτουργία λίγο πολύ ελεύθερη, κάποτε και ελευθέρια- επιλογή που αναγνωρίζεται στις προδρομικές κυρίως εφαρμογές των γραμμάτων και των τεχνών. Αντίθετα η εκπαίδευση ελέγχεται εκ προθέσεως εντεταλμένη. Η παιδεία είναι (οφείλει να είναι) προαιρετική· η εκπαίδευση θεωρείται, και σωστά, υποχρεωτική. Γενικότερα: Η παιδεία είναι σύστημα ανοιχτό, που αντιστέκεται (οφείλει να αντιστέκεται) στον άμεσο έλεγχο της πολιτείας αλλά και των ιδιωτικών φορέων, τουλάχιστον σε θέματα αρχής. Η εκπαίδευση προγραμματίζεται και περιορίζεται, κάποτε σε εκβιαστικό βαθμό, από τις μεταβαλλόμενες συχνά προθέσεις και ορέξεις της κυβερνητικής εξουσίας και του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο επιμένει να ονομάζεται στη χώρα μας «Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Τέλος, η παιδεία υπόσχεται έρευνα και παραγωγή νέας γνώσης, που συμπληρώνει, διορθώνει ή και ακυρώνει την προηγούμενη. Η εκπαίδευση αντίθετα εκπροσωπεί και μεταδίδει την κεκτημένη γνώση, δυσφορώντας συνήθως με τις πειραματικές μετατροπές και ανατροπές.

Αυτά στη θεωρία, γιατί στην πράξη γίνονται πολλές και αυθαίρετες επιμειξίες (μιλώ περισσότερο για τα καθ΄ ημάς, αλλά όχι μόνον) με μεταφορά αμαρτωλών προτύπων της εκπαίδευσης στον χώρο της ανώτατης (και ανώτερης πρόσφατα) παιδείας, αλλά και αντιστρόφως· χωρίς μάλιστα να προκαλούνται οι αναμενόμενες αντιδράσεις της πανεπιστημιακής ή εκπαιδευτικής κοινότητας, αντιστοίχως. Πρόχειρο και επιδημικό παράδειγμα ο δικτατορικής έμπνευσης και επιβολής θεσμός του ενός και αποκλειστικού διδακτικού συγγράμματος (του διδάσκοντος κατά κανόνα) στα πανεπιστήμια, που ισχύει εδώ και σαράντα χρόνια-μόλις πρόσφατα έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, με τους φοιτητές πάντως να δυσφορούν για την προτεινόμενη αλλαγή και τους περισσότερους καθηγητές σιωπηρώς να επιφυλάσσονται. Ομότροπος θεσμός ισχύει βέβαια και στον χώρο της Γενικής Εκπαίδευσης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας-εκεί μάλιστα θεωρείται αυτονόητος και κρίνεται αμετάβλητος.

Συμπέρασμα: αντί να δημιουργούνται δίαυλοι γόνιμης και ωφέλιμης επικοινωνίας μεταξύ πανεπιστημιακής παιδείας και μέσης εκπαίδευσης, οι δύο περιοχές, φανερά ή κρυφά, ανταλλάσσουν μάλλον τις ανυποχώρητες αμαρτίες τους. Το ζητούμενο δεν είναι σίγουρα η άλωση του εκπαιδευτικού χώρου από την ακαδημαϊκή «αυθεντία», προτού μάλιστα η πανεπιστημιακή κοινότητα θεραπεύσει τις δικές της, εγγενείς και επίκτητες, αδυναμίες. Η οποιαδήποτε συνεργασία προϋποθέτει την αρχή της διαλογικής αμοιβαιότητας, και θα πρέπει να εντοπίζεται καταρχήν σε νευραλγικά σημεία της παιδευτικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ενα από αυτά (μπορεί και το σημαντικότερο) είναι ο τύπος των σχολικών εγχειριδίων, τα οποία στον τόπο μας εξαρτώνται απολύτως από τα εντεταλμένα αναλυτικά προγράμματα, ευνοώντας τη γνωστή, διδακτική και εξεταστική, μηχανή της αποστήθισης και της αντιγραφής. Επ΄ αυτού όμως στο τρίτο ομότιτλο μονοτονικό της επόμενης Κυριακής, εν αναμονή των εαρινών, προβλεπτών και απρόβλεπτων, παθών.

Υ.Σ. Η λέξη παιδία, που σημαίνει παιδαριώδη ανοησία, διορθώθηκε, ως μη όφειλε, στο προηγούμενο μονοτονικό σε παιδεία , καθιστώντας ανόητο το νόημα της φράσης.