Η αλλαγή της ελληνικής πολιτικής όσον αφορά την Τουρκία στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ξεκίνησε ουσιαστικά, και με τρόπο ευφυή, κατά την εποχή Σημίτη/ Παπανδρέου, για να συνεχιστεί εξίσου συνετά κατά την περίοδο Καραμανλή / Μολυβιάτη/ Μπακογιάννη. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι κατά πόσον πρέπει να συνεχιστεί η ίδια πολιτική χωρίς τροποποιήσεις, εφόσον αυξάνονται οι εντάσεις με την Τουρκία.
Οδηγούμαστε έτσι και πάλι στο θέμα των συμφερόντων μας ως κράτους-μέλους της ΕΕ και όχι απλώς ως Ελλήνων. Θα μπορούσε να λειτουργήσει η Τουρκία στο εσωτερικό της ΕΕ ή θα συνέβαλε στην περαιτέρω αποσάθρωσή της;
Ειδικότερα, πρώτον, το ήδη περίπλοκο σύστημα ψηφοφορίας δεν θα περιπλεκόταν άραγε ακόμη περισσότερο λόγω της εισδοχής μιας χώρας 70 εκατομμυρίων κατοίκων; Δεύτερον, μια ενισχυμένη παρουσία της Τουρκίας στην Ευρώπη δεν θα αποδυνάμωνε περαιτέρω το ευρωπαϊκό/χριστιανικό στοιχείο της ηπείρου μας; Βεβαίως, τα ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι θα μειωνόταν η παραδοσιακή ευρωπαϊκή ανεκτικότητα προς τις διάφορες φυλές και θρησκείες. Σημαίνουν απλώς, κατά τη γνώμη μου, ότι η Τουρκία θα αναλάμβανε de facto ηγετικό ρόλο μέσα στην Ευρώπη ως προστάτιδα του συνεχώς ογκούμενου μουσουλμανικού στοιχείου.
Τρίτον, αν υποθέσουμε ότι οι προαναφερθέντες λόγοι ανησυχίας δεν είναι αρκετά σοβαροί, ας αναλογιστούμε τα προβλήματα μετανάστευσης που θα προκύψουν από μια πλήρη ένταξη.
Πιο συγκεκριμένα, πώς θα αποφεύγαμε την αιφνίδια και ακατάσχετη εισροή πενόμενων Τούρκων ή Κούρδων; Το κοινωνικό κόστος της φιλοξενίας τους; Τον αντίκτυπο που θα είχε η άφιξή τους στον κοινωνικό ιστό της Ευρώπης, η οποία έχει ήδη αρχίσει να μοιάζει με πολύχρωμο συνονθύλευμα;
Οι «σταθερές»
Τα προβλήματα που ανέφερα είναι αλληλένδετα.
Ευτυχώς, όμως, άμεσα συνδεδεμένη είναι και η βασική απάντηση. Ακολουθήστε το παράδειγμα της Τουρκίας και αρχίστε να παίζετε σε όσο το δυνατόν περισσότερα ταμπλό.
Ας μη σπεύσει κανείς να απαντήσει ότι η Τουρκία, λόγω μεγέθους και θέσης, μπορεί όντως να παίζει σε διάφορα ταμπλό ενώ εμείς δεν μπορούμε.
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να απαντήσουμε σε κάποια άλλα: έχουμε π.χ. προσπαθήσει να γίνουμε πολιτικώς «πολυγαμικοί» και αποτύχαμε; Εχουμε δραστηριοποιήσει τους κατά παράδοση καλούς δεσμούς μας με τον αραβικό κόσμο; Εχουμε φλερτάρει περισσότερο με τη Ρωσία ή οδηγηθεί σε κάποιας μορφής δράση έπειτα από την οργισμένη αντίδραση της Αμερικής για τη διαπραγμάτευση του South Stream;
Σε πολλά άρθρα μου στο «Βήμα» και στον «Guardian» έχω τονίσει κατ΄ επανάληψη την πίστη μου στη σύγχρονη Ρωσία. Η πίστη αυτή δεν με κάνει να εθελοτυφλώ απέναντι στις φρικαλεότητες της Σοβιετικής Ενωσης· και ούτε είναι δυνατόν, ακόμη και με την πιο αχαλίνωτη φαντασία, να με θεωρήσει κάποιος κομμουνιστή· τέλος, η προτροπή μου για στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία διόλου δεν με κάνει να ξεχνώ ότι ο κ. Πούτιν (όπως άλλωστε και ο κ. Γκορμπατσόφ) εκπαιδεύτηκε αρχικά ως πράκτορας της ΚGΒ.
Αν σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο, είναι επειδή η τελευταία δεκαπενταετία έχει επίσης αναδείξει όψεις της Αμερικής τις οποίες ούτε ξέραμε ούτε και μπορούσαμε να πιστέψουμε.
Ως σχολιαστής διεθνών υποθέσεων και μελετητής της ιστορίας, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν άγγελοι και δαίμονες στη διεθνή πολιτική. Πιστεύω σε μια κοινότητα συμφερόντων· στο είδος εκείνο της κοινότητας συμφερόντων που, ενίοτε περισσότερο και από τον έρωτα, εξασφαλίζει μακροχρόνιους γάμους και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, λειτουργικές διεθνείς συμμαχίες. Ετσι, βλέπω τη Ρωσία ως χώρα που θα μπορούσε να προστατεύσει την εδαφική μου ακεραιότητα πολύ περισσότερο από ό,τι η Αμερική, κυρίως δε αν έδειχνα πρόθυμος να στηρίξω κάποιες (θεμιτές) αξιώσεις της- όπως, λ.χ., να διατηρήσει τα συμφέροντά της στον Καύκασο. Διότι, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω ποιος ο λόγος να παρεμβαίνουμε εμείς στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Θα διερωτόμουν μάλιστα αν, δίνοντάς της πρόσβαση σε θερμότερα νερά, δεν θα μπορούσα και εγώ να αποκτήσω μεγαλύτερες εγγυήσεις για την εδαφική μου ακεραιότητα. Πρέπει άραγε να τα απορρίψουμε διαρρήδην όλα αυτά, όταν, εν δυνάμει, διακυβεύονται τόσο πολλά και τόσο σημαντικά πράγματα;
Θεωρώ επίσης ότι η Ρωσία μπορεί να βοηθήσει τη χώρα μου να γίνει σημαντικό ενεργειακό κέντρο, εφόσον υλοποιηθεί κάποτε ο αγωγός South Stream. Και γνωρίζω, τόσο από την ιστορία όσο και από συζητήσεις με ανώτερα στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών, ότι η Ρωσία δεν παραβαίνει τα συμβόλαια παροχής, παρά τις πρόσφατες, άκρως παραποιημένες περιγραφές του ρόλου της (και όχι της Ουκρανίας) στη διακοπή τροφοδότησης της Δύσης με φυσικό αέριο. Η κοινή γνώμη
Η πλάγια σκέψη είναι πάντα δύσκολη· πολύ δύσκολη, μάλιστα, για τους δημόσιους υπαλλήλους, που έχουν συνηθίσει να σκέφτονται με παγιωμένους τρόπους καθ΄ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους· ακόμη πιο δύσκολη όμως είναι για τους πολιτικούς, οι οποίοι έχουν συνεχώς την προσοχή τους στραμμένη στις δημοσκοπήσεις και όχι στην εξέταση σοβαρών επιλογών, ιδίως δε όταν αυτές είναι σχετικά ριψοκίνδυνες. Ο κατάλογος των εμποδίων είναι, επομένως, μακρύς, αλλά το εμπόδιο που προσωπικά θεωρώ ως το πλέον ανυπέρβλητο είναι η εσωτερική κοινή γνώμη.
Οι Ελληνες μιλούν πολύ και μεγαλόφωνα. Συχνά δίνουν την εντύπωση πως είναι απίστευτα μοντέρνοι και φιλελεύθεροι. Το πρώτο μπορεί να ισχύει· το δεύτερο, όμως, όχι.
Πράγματι, οι Ελληνες είναι εξαιρετικά συντηρητικοί σε πολυάριθμα ζητήματα, τα οποία κυμαίνονται από ανθρώπινα δικαιώματα όπως η ομοφυλοφιλία ως τις φυλετικές διακρίσεις.
Και από πολιτική άποψη, όμως, παρά την εντυπωσιακή δεξιοτεχνία των λόγων τους, είναι εξίσου συντηρητικοί. (Κατά τη γνώμη μου, τα σημερινά εκλογικά προβλήματα του ΠαΣοΚ απορρέουν από τη συντηρητική στάση των περισσότερων από τους υποστηρικτές που πρέπει να αποσπάσει από τη Νέα Δημοκρατία προκειμένου να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές.)
Αυτήν ακριβώς την εσωτερική κοινή γνώμη πρέπει να πάρει κανείς με το μέρος του προτού ξεκινήσει να σκέφτεται με τον τρόπο που προτείνω. Προς το παρόν, αυτό το καθήκον θα ήταν μάλλον δυσχερές. Τονίζω τη φράση προς το παρόν για τέσσερις λόγους:
Πρώτον, διότι, όπως δήλωσα στην αρχή, δεν είναι εύκολος ο νέος τρόπος σκέψης.
Δεύτερον, διότι, αν ο νέος τρόπος σκέψης έδειχνε να κερδίζει έστω και ελάχιστο έδαφος, θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη συνδυασμένη εναντίωση Αμερικής και Ευρώπης.
Τρίτον, επειδή ο νέος τρόπος σκέψης προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρής κυβέρνησης, την οποία εμείς ούτε διαθέτουμε ούτε, δυστυχώς, είναι πιθανόν να αποκτήσουμε στο εγγύς μέλλον.
Τέλος, τα επακόλουθα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως αισθητά σε εσωτερικό επίπεδο. Οταν συμβεί αυτό, θα βυθιστούμε στον κοινωνικό αναβρασμό και θα γίνουμε ακόμη πιο ευάλωτοι σε εξωτερικό επίπεδο. Σε αυτό το στάδιο, η κοινή γνώμη μπορεί να έχει φοβηθεί αρκετά και να φτάσει να διανοηθεί αυτό που μέχρι πρότινος της ήταν αδιανόητο. Μήπως όμως θα είναι πολύ αργά;
Ο τελευταίος αυτός φόβος έχει πολύ πραγματική υπόσταση, διότι αντικατοπτρίζει τον τρόπο που σκέφτονται και ενεργούν οι Ελληνες. Οντως, η ξένοιαστη στάση των Ελλήνων απέναντι στη ζωή δεν τους αφήνει να ενεργούν καίρια και ενθαρρύνει τις αντιδράσεις της τελευταίας στιγμής. Και αν θέλετε παράδειγμα, δείτε πώς αντιμετωπίσαμε ως τώρα την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Νέα στρατηγική
Θα έλεγε άραγε κανείς ότι ο τρόπος σκέψης μου υπεραπλουστεύει ένα ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα; Οσοι δεν τον ασπάζονται θα απαντήσουν ότι συνεπάγεται μια μείζονος κλίμακας αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής. Προσωπικά, όμως, βλέπω διαφορετικά τα πράγματα.
Η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει κάποιες «σταθερές» που δεν αλλάζουν, καθώς και «μεθόδους» που αλλάζουν ανάλογα με τις μεταβολές των γεωπολιτικών περιστάσεων.
Η θρησκεία μας, η πίστη μας στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς, η πεποίθησή μας ότι ανήκουμε στην Ευρώπη: αυτές είναι οι σταθερές μας. Κορυφαία δε θέση σε αυτόν τον κατάλογο έχει η εδαφική ακεραιότητά μας, εφόσον, απουσία του κράτους μας, καμία από τις άλλες σταθερές δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ακριβώς επειδή φοβάμαι για όλα αυτά, επειδή βλέπω τον κίνδυνο να πλησιάζει από την τουρκική πλευρά και επειδή δεν προβλέπω να έρχεται ουσιαστική βοήθεια από τους φίλους μας αν τυχόν βρεθούμε σε σύγκρουση με την Τουρκία, προτείνω όχι την αλλαγή ενός σταθερού παράγοντα στην εξωτερική πολιτική μας,αλλά τη διαφοροποίηση του τρόπου με τον οποίο επιδιώκουμε αυτόν τον παράγοντα.
Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός
Υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορώ μόνο να συνεχίσω να ωθώ τους συμπατριώτες μου προς την κατεύθυνση του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Δείτε τις πρόσφατες προσπάθειες της Τουρκίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της ακόμη και με την Αρμενία, να αποφύγει την καταδίκη για τις (παλιές) σφαγές της και να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στην περιοχή του Καυκάσου, παίζοντας το σύνηθες, το δικό της παιχνίδι απέναντι στους Αμερικανούς και τους Ρώσους.
Μπροστά σε τόσο έξυπνες κινήσεις, διόλου δεν αρκούν οι προτροπές για αυτοσυγκράτηση. Και ούτε επίσης αρκεί η συναισθηματική προσήλωση στις παραδοσιακές συμμαχίες. Αν χρειαζόμαστε κάτι, είναι η ουσιαστική, έμπρακτη δημιουργία νέων συμμαχιών. Οσοι εμπνέονται από την έξοχη φαουστική παράφραση της γνωστής βιβλικής ρήσης- « εν αρχή ην η πράξις » (και όχι « ο λόγος »)- θα συμφωνήσουν. Οσους όμως αδρανήσουν, οι ψηφοφόροι μπορεί να μην τους συγχωρέσουν, ιδίως μάλιστα αν αυτά που διαβλέπω πραγματοποιηθούν.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο του σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας. Το πρώτο μέρος του άρθρου δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής.