Τους τελευταίους μήνες το πολιτικό σκηνικό της χώρας κινδυνεύει να μετατραπεί σε σκηνικό θεάτρου του παραλόγου. Η απουσία ουσιαστικού πολιτικού λόγου, ο θρίαμβος της παραπολιτικής και το έλλειμμα κοινής λογικής θα θύμιζαν κακογραμμένη επιθεώρηση εάν δεν ελάμβαναν χώρα εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Οσοι αναλώνονται σε δημοσκοπικούς καιροσκοπισμούς δείχνουν να αγνοούν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και τον τραγικό αντίκτυπο που θα έχει η διεθνής κρίση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία εάν δεν υπάρξει σύντομα ένα συγκροτημένο σχέδιο ανάκαμψης.
Στον απόηχο των γεγονότων του Δεκεμβρίου παρατηρούμε την ανησυχητική επανεμφάνιση της εγχώριας τρομοκρατίας και την αυξημένη δραστηριότητα του (ολοένα και πιο) οργανωμένου εγκλήματος. Η συνεχής εκλογολογία και η σκανδαλολογία δημιουργούν εικόνα ακυβερνησίας, ενώ τα ενδεχόμενα επιτήρησης ή και χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας συντελούν σε ένα γενικευμένο αίσθημα ανομίας στο εσωτερικό και στην αποδόμηση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή για τον τουρισμό και την πιστοληπτική ικανότητά της.
Ο Πρωθυπουργός, ο οποίος μόλις πριν από ενάμιση χρόνο κατέφυγε σε πρόωρες εκλογές με το αιτιολογικό της κατάρτισης του προϋπολογισμού, ετοιμάζεται- κατά τα φαινόμενα- να οδηγήσει τη χώρα εκ νέου σε πρόωρες εκλογές, εξαιτίας ίσως της αδυναμίας κατάρτισης και εκτέλεσης ενός βιώσιμου προϋπολογισμού.
Σε αυτά τα πλαίσια, το γεγονός ότι ο κ. Καραμανλής εξακολουθεί ύστερα από πέντε χρόνια εκλογικών αναμετρήσεων και διακυβέρνησης να προηγείται στις δημοσκοπήσεις (ως καταλληλότερος για πρωθυπουργός) του κ. Παπανδρέου αναδεικνύει, εν μέρει, τη συνεχιζόμενη αδυναμία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτή η δημοσκοπική εικόνα οφείλεται σε επικοινωνιακά προβλήματα. Ωστόσο η δημοκρατία βασίζεται στον λόγο και στον διάλογο. Στην πολιτική τα όρια μεταξύ επικοινωνίας και ουσίας είναι δυσδιάκριτα. Η ικανότητα άρθρωσης ουσιαστικού πολιτικού λόγου και διαμόρφωσης πλειοψηφικών κινημάτων δεν είναι επικοινωνιακό τρικ- αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο πολιτικής ηγεσίας.
Είναι επίσης βέβαιο ότι το πραγματικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν είναι ο ισχύων εκλογικός νόμος και οι ισχνές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Η επίσπευση του νόμου Παυλόπουλου ίσως αντιμετωπίσει το σύμπτωμα (αδυναμία συγκρότησης αυτοδύναμης κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές), όχι όμως και την αιτία του προβλήματος (αδυναμία συγκρότησης ενός πλειοψηφικού ρεύματος στην κοινωνία το οποίο θα διεκδικήσει την εξουσία με πειστικό σχέδιο).
Το αίτημα για διάλογο και συναίνεση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την απουσία συγκεκριμένου σχεδίου ή την αδυναμία ανάληψης του πολιτικού κόστους. Η ευθύνη των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την έλλειψη συγκεκριμένης, ενημερωμένης και βιώσιμης εναλλακτικής πρότασης είναι μεγάλη- ίσως μεγαλύτερη και από αυτήν του Πρωθυπουργού.
Υγιείς δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ξαναβάλουν την ελληνική κοινωνία σε τροχιά ορθολογισμού, ανάπτυξης και εξευρωπαϊσμού, αναμφίβολα υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και εκτός των ολοένα και πιο συρρικνωμένων κομματικών μηχανισμών – στην ευρύτερη κοινωνία. Ωστόσο η συνεχιζόμενη σιωπή των δυνάμεων αυτών (πλην ολίγων εξαιρέσεων) και η ηγεμονία του λαϊκισμού προκαλούν απόγνωση.
Η αποφυγή της σύγκρουσης με πολιτικά, ιδεολογικά και ηθικά επιχειρήματα όταν το σύστημα βρίσκεται σε τέτοιο τέλμα δεν αποτελεί ούτε ένδειξη κομματικής νομιμοφροσύνης, ούτε πολιτικό ρεαλισμό, αλλά επικίνδυνη ανευθυνότητα που εν τέλει απονομιμοποιεί τη δημοκρατική διαδικασία. Η απαξίωση του συστήματος δεν παράγει νικητές και ηττημένους- μόνο ηττημένους.
Ο κ. Ρωμανός Γεροδήμος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βournemouth και πρόεδρος του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης (Greek Ρolitics Specialist Group) της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών.