Δεν ήταν εύκολο το θέμα της σημερινής επιφυλλίδας να απαγκιστρωθεί από το εορταστικό πνεύμα της ημέρας. Με αφορμή λοιπόν την Ανάσταση του Χριστού θα θυμηθούμε μια θεότητα του αρχαίου κόσμου, ο πρόωρος θάνατος της οποίας και η ανάστασή της γιορτάζονταν με έναν τρόπο που έχει κοινά στοιχεία με τον τρόπο που οι χριστιανοί γιορτάζουμε τα Πάθη και την Ανάσταση του δικού μας Θεού. Πρόκειται για τον Αδωνη, έναν σημιτικό θεό που έγινε δεκτός από τους Ελληνες από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ., αν όχι και παλιότερα.
Το όνομα Αδωνις στη δυτική σημιτική γλώσσα σημαίνει «Κύριέ μου», αλλά δεν σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός αυτός υπήρξε καρπός μιας άνομης συνεύρεσης πατέρα και κόρης, αλλά γεννήθηκε τόσο ωραίος ώστε η ίδια η Αφροδίτη, που προκάλεσε την ειδεχθή αιμομιξία, τον ερωτεύθηκε παράφορα. Για να τον έχει αποκλειστικά δικό της και ώσπου να μεγαλώσει, τον έδωσε προς φύλαξη στην Περσεφόνη, τη θεά του Κάτω Κόσμου. Γρήγορα όμως τον ερωτεύθηκε και η θεά αυτή και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αποχωρισθεί. Ολες οι προσπάθειες της Αφροδίτης να τον φέρει κοντά της απέτυχαν. Τέλος στη διαμάχη των δυο θεαινών έβαλε ο Δίας. Πρόσταξε ένα τρίτο του χρόνου ο Αδωνις να μένει με την Αφροδίτη, ένα άλλο τρίτο με την Περσεφόνη και το τελευταίο να το περνά με εκείνη που θα επέλεγε ο ίδιος και που ήταν φυσικά η Αφροδίτη.
Προς τιμή του Αδωνη γιόρταζαν αυτή περίπου την εποχή (ή το καλοκαίρι) τα Αδώνια, με συμμετοχή αποκλειστικά γυναικών, που πενθηφορούσαν και τελούσαν «πάντα τα εις κηδείας καθιερωμένα». Πάνω σε νεκρικές κλίνες, μέσα σε σπίτια, τοποθετούσαν κέρινα ομοιώματα του Αδωνη, περιβαλλόμενα από ποικίλα άνθη, κλαδιά και καρπούς, ενώ γύρω τους έκαιγαν λιβανωτοί και άλλα αρωματικά θυμιάματα. Οι γυναίκες θρηνούσαν γοερά και κόπτονταν για τον θανόντα θεό. Επιπλέον, φύτευαν μέσα σε πήλινες γλάστρες σπόρους από γρήγορα αναπτυσσόμενα αλλά και γρήγορα μαραινόμενα φυτά, όπως μάραθρα και διάφορες πρασινάδες, τις οποίες, αφού πότιζαν, τις ανέβαζαν στις στέγες των σπιτιών. Μια ιδέα για τις γλάστρες αυτές, που οι αρχαίοι τις αποκαλούσαν «κήπους Αδώνιδος», μας δίνουν παραστάσεις αττικών αγγείων. Στη συνέχεια περιέφεραν τα ομοιώματα του θεού στους δρόμους «κοπτόμεναι» πάλι και «θρήνους ήδον» με τη συνοδεία ενός ιδιαίτερου αυλού, που αποκαλείτο γίγγρας. Πρόκειται για μικρού μήκους αυλούς, που έδιναν έναν οξύ, διαπεραστικό, θρηνώδη και πένθιμο τόνο. Μετά την περιφορά, τα είδωλα μαζί με τους «κήπους του Αδώνιδος», που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να φυτρώνουν, ρίχνονταν σε κάποια πηγή ή σε ένα ποτάμι. Την επόμενη μέρα γιόρταζαν «εν χαρά» την ανάσταση του θεού.
Αν και είναι παρακινδυνευμένο να διατυπώνονται γενικεύσεις βασισμένες σε εξωτερικές ομοιότητες που παρουσιάζουν θεότητες διαφορετικών πολιτισμών και διαφορετικών χρονικών περιόδων, ο ελληνικός Αδωνις, όπως και ο σημιτικός, φαίνεται ότι αποτελεί προσωποποίηση του μυστηρίου της βλάστησης. Η γιορτή του θα πρέπει να προέκυψε από τη στιγμή που οι άνθρωποι, παρατηρώντας τις ετήσιες μεταβολές της φύσης, θεώρησαν ότι αυτές οφείλονται σε μια συνεχή διαμάχη ανάμεσα σε δυνάμεις που αντιπροσώπευαν τη γονιμότητα και τη φθορά. Πίστεψαν λοιπόν ότι, εκτελώντας κάποιες μαγικές τελετουργίες, μπορούν να βοηθήσουν τις θεότητες της ζωής στον αγώνα τους ενάντια στις θεότητες του θανάτου. Οι «κήποι του Αδώνιδος» με τους γρήγορα αναπτυσσόμενους αλλά και γρήγορα μαραινόμενους σπόρους, όπως και η ρίψη τόσο του ομοιώματος του θεού όσο και των «κήπων» του μέσα σε νερό, αποτελούν τελετουργίες μιας μορφής συμπαθητικής μαγείας. Απέβλεπαν στην ετήσια αναζωογόνηση της γης με τη βοήθεια και του απαραίτητου νερού. Ο ίδιος ο Αδωνις ενσάρκωνε το πνεύμα της βλάστησης και ο ετήσιος θάνατος και η επάνοδός του στη ζωή αντιπροσώπευαν τον μαρασμό της φύσης κατά τον χειμώνα και την επερχόμενη αναγέννησή της κατά την άνοιξη.
Ωστόσο η διατήρηση της γιορτής των Αδωνίων στον ελληνικό χώρο πιθανόν να μην οφείλεται μόνο στους παραπάνω λόγους. Θυμίζουμε ότι οι αρχαίοι Εληνες είχαν πολλές γιορτές που απέβλεπαν στην ευφορία της γης και την ευγονία. Ετσι διατυπώθηκε η άποψη ότι ίσως η γιορτή αυτή κέρδισε μια θέση στην ανδροκρατούμενη ελληνική κοινωνία επειδή έδινε στις γυναίκες τη δυνατότητα, όπως και ορισμένες άλλες γυναικοκρατούμενες γιορτές, να αποδεσμεύονται έστω και για λίγο από την ασφυκτική ανδρική χειραγώγηση. Υπενθυμίζω ότι πριν από 35 και πλέον χρόνια o Wolfgang Helck υποστήριξε ότι η ιστορία του Αδωνη πρέπει να αποτελεί κατάλοιπο μιας παλιάς γυναικοκρατούμενης κοινωνίας της Ανατολής, όπως των Αμαζόνων της ελληνικής μυθολογίας. Στην κοινωνία αυτή οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν νεαρούς αρσενικούς μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση και τη γονιμοποίησή τους και στη συνέχεια τους σκότωναν! Τολμηρή άποψη που ωστόσο δεν μπορεί να επαληθευθεί.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.