Πριν από δέκα χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο («Παράδοση ή κανόνας», Το Βήμα, 12 Ιουλίου 1998) υποστηρίζοντας ότι η λέξη κανόνας, καίτοι ελληνική και εν χρήσει στον θεολογικό και νομικό χώρο, δεν αξιοποιήθηκε από την ελληνική κριτική που επέμενε στην έννοια της λογοτεχνικής παράδοσης. Η έννοια της παράδοσης βασίζεται στην οργανική συνεκτικότητα και στην αδιάσπαστη συνέχεια, αντίθετα ο κανόνας προϋποθέτει την επιλεκτική ανασύνταξη και ιεράρχηση.
Κάποιοι ωστόσο θα αντέτειναν ότι η ελαστική ευρύτητα της παράδοσης είναι πιο δημοκρατική από τον ανταγωνιστικό ελιτισμό του κανόνα. Αλλοι ότι η παράδοση υποβάλλει πάντοτε κάποιον εθνικό κανόνα και υποκρύπτει τη διάθεση επιβολής του και, ως εκ τούτου, σε μια εποχή αναθεωρήσεων και μετακριτικής ανησυχίας η έννοια του κανόνα είναι πιο πρόσφορη από αυτή της παράδοσης. Ενα είναι βέβαιο, ότι η παράδοση μεταλαμπαδεύεται, επιμένοντας στη φυσική της εξέλιξη και στον μη ιδεολογικό της χαρακτήρα, ενώ ο κανόνας κατασκευάζεται και συνεπώς προϋποθέτει την αναθεώρησή του. Ο λογοτεχνικός κανόνας όμως παραπέμπει στην αυθεντία των κειμένων και την ατομικότητα, αντίθετα η λογοτεχνική παράδοση αντιπροσωπεύει ένα συλλογικό πνεύμα (π.χ. προφορική παράδοση). Τούτο συνεπάγεται ότι οι δύο όροι προϋποθέτουν και διαφορετικού τύπου κοινωνίες.
Στην Ελλάδα κυριάρχησε η έννοια της παράδοσης, γιατί λόγιοι και κριτικοί ήθελαν να αποδείξουν και να υποστηρίξουν την οργανικότητα και την ολότητα του παρελθόντος και όχι τη σχετικότητά του. Σήμερα όμως η δυτική έννοια του λογοτεχνικού κανόνα τείνει να καθιερωθεί και στην Ελλάδα και δεν ακούω όσους καταφέρονται κατά των ξενόφερτων συρμών να διαμαρτύρονται.
Τελευταία μάλιστα κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση και το πολύκροτο βιβλίο του Χάρολντ Μπλουμ Ο Δυτικός Κανόνας (Εκδόσεις Gutenberg) και αμέσως πυροδότησε συζητήσεις αλλά και προτάσεις για τον ελληνικό κανόνα. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, για παράδειγμα, πρότεινε τον δικό του κανόνα της νεοελληνικής δραματουργίας, ξεκινώντας από την Ερωφίλη του Χορτάτζη και καταλήγοντας στην Ιστορία του Αλή Ρέτζο του Μάρκαρη (Τα Νέα, 29-30 Δεκεμβρίου 2007). Τέτοιες προτάσεις θέτουν το ερώτημα αν υφίσταται ή πόσο παγιοποιημένος μπορεί να είναι ο κανόνας της ελληνικής λογοτεχνίας.
Στον χώρο της ποίησης τα πράγματα είναι πιο εύκολα και τα ονόματα μάλλον καθιερωμένα από καιρό, με ανοιχτή μόνο την κανονικοποίηση της μεταπολεμικής ποίησης. Το ίδιο συμβαίνει και στην πεζογραφία του δέκατου ένατου αιώνα, όπου Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης (αν και Η Φόνισσα δημοσιεύθηκε το 1903) και Ροΐδης αποτελούν τις σταθερές αξίες. Στην πεζογραφία όμως του εικοστού αιώνα τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Ποια κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν για τη σύνθεση του κανόνα της;
Εχω την αίσθηση ότι θα καταλήγαμε σε πολλαπλούς κανόνες. Για παράδειγμα, έναν μοντερνιστικό κανόνα, σαν αυτόν που πρότεινε ο Γιώργος Αριστηνός στο Νάρκισσος και Ιανός: Η νεωτερική πεζογραφία στην Ελλάδα (Μεσόγειος 2007), και στον οποίο συγκαταλέγει μεταξύ άλλων Σκαρίμπα, Πεντζίκη, Αξιώτη, Μπεράτη, έναν αριστερό κανόνα που να συμπεριλαμβάνει Θεοτόκη, Πικρό, Τσίρκα, Χατζή, Φραγκιά, Αλεξάνδρου, έναν διηγηματογραφικό κανόνα, δεδομένου ότι η ελληνική πεζογραφία διακρίνεται για τους διηγηματογράφους της, έναν κανόνα των νέων πεζογράφων με κριτήριο ποιους παλαιότερους εξακολουθούν να διαβάζουν ή, τέλος, έναν αντιπολεμικό κανόνα με Σ. Δούκα, Σ. Μυριβήλη, Δ. Σωτηρίου κ.ά. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, η Ζωή εν Τάφω και τα Ματωμένα Χώματα ήταν ως τουλάχιστον τη δεκαετία του 1970 τα πιο πολυδιαβασμένα πεζογραφήματα.
Θα μπορούσε ακόμη να γίνει λόγος για κανόνα των σχολικών εγχειριδίων ή των ξένων αναγνωστών, όπου ο Καζαντζάκης θα κατείχε την πρώτη θέση, ή και των ανατυπώσεων, καθώς ο εκδοτικός οίκος Αλεξάνδρεια προσφάτως έχει ανατυπώσει μυθιστορήματα των αρχών του εικοστού αιώνα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν ανατυπωθεί μυθιστορήματα τα οποία είχαν ξεχαστεί (Γ. Ν. Αμποτ, Γη και νερό, Ντόρα Ρωζέττη, Η ερωμένη της). Τι επιπτώσεις μπορεί να έχουν αυτές οι ανατυπώσεις στον πεζογραφικό κανόνα;
Αν κριτήριο ήταν οι προτιμήσεις των αναγνωστών, τότε σε αυτόν τον αναγνωστικό κανόνα θα έμπαινε οπωσδήποτε ο Καραγάτσης και παλαιότερα ίσως ο Ξενόπουλος. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της ελληνικής πεζογραφίας του εικοστού αιώνα είναι ότι ο αναγνωστικός με τον κριτικό κανόνα δεν συμπίπτουν, ενώ σε άλλες χώρες αυτό δεν συμβαίνει. Το 2006 μια έρευνα των Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέδειξε ως το καλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα των τελευταίων 25 ετών την Αγαπημένη της Τόνι Μόρισον με δεύτερο τον Υπόγειο Κόσμο του Ντε Λίλο, ενώ στη Βρετανία 150 άνθρωποι της λογοτεχνίας διάλεξαν ως καλύτερα μυθιστορήματα της περιόδου 1980-2005 από συγγραφείς της Κοινοπολιτείας την Ατίμωση του Τζ. Μ. Κούτσι με δεύτερο το Χρήμα του Μάρτιν Εϊμις. Και στις δύο περιπτώσεις όλα τα μυθιστορήματα που ξεχώρισαν διαβάζονται ευρέως και όχι από ένα μικρό κοινό.
Αν κάποιος ρωτούσε έλληνες αναγνώστες ποια ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα θα ξεχώριζαν, διαισθάνομαι ότι αρκετοί «επαρκείς» αναγνώστες θα διάλεγαν ως κλασικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα την Eroica του Κοσμά Πολίτη, τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα και το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου. Διαβάζονται όμως αυτά τα μυθιστορήματα και πόσο; Θα άξιζε ίσως μια έρευνα, βασισμένη και σε στοιχεία από τους εκδοτικούς οίκους, για να διαπιστώσουμε ποια μυθιστορήματα ή ποιους πεζογράφους του εικοστού αιώνα όχι μόνο ξεχωρίζουν αλλά και εξακολουθούν να διαβάζουν οι σύγχρονοι Ελληνες.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.