Πριν από λίγες ημέρες μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Ουρανούπολη που αφορούσε περιουσιακές διαφορές με μοναστήρια του Αγίου Ορους κατέληξε σε παραβίαση του αβάτου του Ορους από ομάδα γυναικών. Το γεγονός αυτό, που καταδικάστηκε αμέσως από τους τοπικούς φορείς, δίνει την αφορμή να διατυπωθούν στη συνέχεια κάποιες σκέψεις για τη σημασία του αβάτου, κυρίως δε για την ανάγκη ευρύτερης πολιτειακής φροντίδας και στήριξης προς το Αγιον Ορος.


Το άβατον, που ανέκαθεν ίσχυε στην περιοχή του Αγίου Ορους, σύμφωνα με τις ιερές παραδόσεις του τόπου ως κανόνας εθιμικού δικαίου, βρήκε την επιβεβαίωσή του και στο ισχύον σήμερα δίκαιο με ρητή διάταξη που περιελήφθη στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Ορους του 1924, ο οποίος επικυρώθηκε στη συνέχεια και τέθηκε σε ισχύ με το νομοθετικό διάταγμα της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926.


Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή του Καταστατικού Χάρτη, απαγορεύεται η είσοδος στο Αγιον Ορος των θηλέων «κατά τα ανέκαθεν κρατούντα» (άρθρο 186). Η διάταξη αυτή, όπως γίνεται φανερό, στηριζόταν στην εθιμική απαγόρευση και δεν προέβλεπε κύρωση σε περίπτωση παραβάσεώς της. Εν τούτοις, μετά την παραβίαση του αβάτου από γυναίκες που μετείχαν σε διεθνές συνέδριο που είχε διοργανωθεί στη Θεσσαλονίκη το 1953, ο νομοθέτης με νεότερο νόμο (Ν.Δ. 2623/1953), που τροποποίησε και συμπλήρωσε το κυρωτικό του Καταστατικού Χάρτη νομοθετικό διάταγμα (άρθρο 43β), προέβλεψε στην περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως την επιβολή ποινής φυλακίσεως από δύο μήνες ως ένα έτος, η οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες σήμερα γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα μετατρέπεται σε χρηματική ποινή.


Το Αγιον Ορος δεν είχε, ασφαλώς, χρεία της ποινικής αυτής προστασίας. Και τούτο διότι η δύναμή του και στο θέμα αυτό στηρίζεται στον σεβασμό προς τις παραδόσεις του και στην ιερότητα του τόπου όλων των ορθοδόξων λαών και προπάντων της ελληνικής κοινωνίας. Οι διασπάσεις της αρχής του αβάτου είτε ως επιτρεπόμενες εξαιρέσεις είτε ως παραβιάσεις υπήρξαν ελάχιστες και ασήμαντες μέσα στην υπερχιλιετή ιστορία του…


Και οι ποινικές αυτές διατάξεις συνιστούσαν, λοιπόν, αναμφίλεκτα μέρος της γενικότερης πρόνοιας και προστασίας της ελληνικής πολιτείας προς το Αγιον Ορος και προς τους Αγιορείτες Πατέρες, κοινοβιάτες και ερημίτες, τους συνεχιστές μιας υπερχιλιετούς μοναχικής παραδόσεως.


Πρώτιστο δείγμα της πρόνοιας και προστασίας του ελληνικού κράτους, ευθύς μετά την κατοχύρωση της οριστικής κυριαρχίας του επί του Αγίου Ορους, ήταν ασφαλώς η συμπερίληψη στο Σύνταγμα ειδικού άρθρου με το οποίο καθιδρύεται και διασφαλίζεται η αυτοδιοίκηση του Αγίου Ορους.


Το Αγιον Ορος, κατά τη συνταγματική διατύπωση, είναι «κατά το αρχαίον τούτου προνομιακόν καθεστώς αυτοδιοίκητον τμήμα του ελληνικού κράτους» (άρθρο 105 παρ. 1 Σ.), η ακριβής δε τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό υπό την εποπτεία του Κράτους που ασκεί τις εξουσίες του διά του διοικητού του Αγίου Ορους, τα δικαιώματα και καθήκοντα του οποίου καθορίζονται με νόμο (άρθρο 106, παρ. 4 και 5 Σ.).


Τις τελευταίες δεκαετίες χαιρετίστηκε ζωηρά απ’ όλες τις πλευρές η άνθηση του Αγίου Ορους τόσο σε επίπεδο ανανεώσεως των μοναχικών αδελφοτήτων όσο και σε επίπεδο αναπαλαιώσεως και εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεών του, μέρους και αυτών της μακραίωνης πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στην άνθηση αυτή συνέβαλαν ασφαλώς πρωτίστως οι ίδιοι οι μοναχοί, δευτερευόντως όμως και η ελληνική πολιτεία με τη δημιουργία κατάλληλου νομικού πλαισίου για την καλύτερη υποστήριξη και εξυπηρέτηση των αναγκών του Αγίου Ορους.


Για να εδραιωθεί και να συνεχιστεί όμως αυτή η άνθηση του Αγιωνύμου Ορους χρειάζεται η διαρκής και σύντομη μέριμνα της ελληνικής πολιτείας, ιδίως μάλιστα εν όψει προβλημάτων τα οποία εν τω μεταξύ ανέκυψαν ή κατέστησαν φανερά. Το Αγιον Ορος πρέπει να προστατευθεί από τον λαβύρινθο της νομοθεσίας και της γραφειοκρατίας που χαρακτηρίζει την ελληνική Πολιτεία. Δεν είναι άμοιρο σημασίας ότι ζητήματα του Αγίου Ορους υπάγονται στην αρμοδιότητα πλείστων όσων υπουργείων και υπηρεσιών, πλην του υπουργείου Εξωτερικών που έχει παραδοσιακώς, αν και αναιτιολογήτως κατά την άποψή μου, την ευθύνη από πλευράς Πολιτείας για το Αγιον Ορος.


Πρέπει, συνεπώς, να δημιουργηθεί ένα νομικό πλέγμα που δεν θα θίγει το ειδικό καθεστώς του Αγίου Ορους, αλλά θα προσθέτει τις δυνατότητες εκείνες που θα επιτρέπουν την απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία της αυτοδιοικούμενης Αθωνικής Πολιτείας.


Στην κατεύθυνση αυτή ασφαλώς σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο διοικητής του Αγίου Ορους που θα πρέπει να ασχολείται συστηματικά και με γνώση για τα θέματα του Ορους και να αποτελεί όχι απλώς τον εκπρόσωπο της Πολιτείας, αλλά τον σύνδεσμο, τον μεσίτη και αρωγό. Θα ήταν λοιπόν προς όφελος του Αγίου Ορους και της αυτοδιοικήσεώς του αν η Πολιτεία προχωρούσε στην καθιέρωση διατάξεως με την οποία θα απαιτείται πλέον η (σύμφωνη) γνώμη των αγιορειτικών οργάνων (της Ι. Κοινότητας ή της Δισενιαύσιας Συνάξεως των Ηγουμένων) για την επιλογή του εκπροσώπου της ελληνικής Πολιτείας στο «Περιβόλι της Παναγίας».


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.