Επειτα από την περιπλάνησή μας επί τρεις επιφυλλίδες στις εκτεταμένες επικράτειες της σημερινής κριτικής ασυναρτησίας, είναι καιρός να αναπνεύσουμε κριτικόν αέρα καθαρότερο. Γιατί όσο και αν οι επικράτειες αυτές καλύπτουν τυπογραφικές εκτάσεις μεγαλύτερες από εκείνες που είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού, υπάρχουν κριτικές οάσεις και ξέφωτα που μας αναπαύουν και μας ζωογονούν. Μια τέτοια όαση είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Αναφέρομαι στο βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ Ιδαλγός της Ιδέας: Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία (Εκδόσεις Πόλις), το οποίο, πράγμα παρήγορο, έχει ήδη ελκύσει την προσοχή της κριτικής. Πρόκειται για μια μονογραφία υπόδειγμα κριτικής συνοχής όχι μόνο για τη συνεκτικότητα των αξιολογήσεών της, αλλά και για την αλληλουχία των στοιχείων της εξέτασης του θέματός της· στοιχείων που καλύπτουν όλο το φάσμα μιας μελέτης που θέλει να ονομάζεται εις βάθος κριτική: ενδελεχής έρευνα, ιστορική εξέταση του υλικού της, φιλολογική επεξεργασία του, δίκαιη αναγνώριση της δουλειάς των προηγούμενων μελετητών, συγκριτική και κριτική προσέγγιση συνθέτουν ένα δεξιοτεχνικά γραμμένο βιβλίο που εξετάζει όλες τις πλευρές ενός θέματος που είχε ως τώρα μελετηθεί αποσπασματικά μόνο. Είναι η πιο ολοκληρωμένη εργασία που έχει γραφεί για την ελληνική πρόσληψη ενός ξένου συγγραφέα και ενός λογοτεχνικού ήρωα.
Το βιβλίο αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Μετά την εξέταση της διεθνούς πρόσληψης του Δον Κιχώτη, από την πρώτη του έκδοση (1605) ως τις σημερινές μεταμοντέρνες αναγνώσεις του, ακολουθεί (δεύτερο κεφάλαιο) ένα «Ιστορικό διάγραμμα» της τύχης του στον ελληνικό χώρο, από τις πρώτες ελληνικές αναφορές του (1720-1721) και την πρώτη μετάφρασή του (κάπου μεταξύ των ετών 1719-1749) – που εμφανίζονται στο περιβάλλον της παραδουνάβιας φαναριώτικης λογιοσύνης – έως τις μέρες μας (έως τις συνεχιζόμενες μέχρι το 2006 ελληνικές εκδηλώσεις της επετείου των τετρακοσίων χρόνων του). Τα τρία επόμενα κεφάλαια ερευνούν και μελετούν την παρουσία του θερβαντικού ήρωα στην ελληνική ποίηση, πεζογραφία και θεατρογραφία, ενώ το βιβλίο συμπληρώνει ένα τριμερές «Παράρτημα» με μιαν «Ανθολογία» ελληνικών ποιημάτων για τον Δον Κιχώτη, κατάλογο «Εκδόσεων» (μεταφράσεων και διασκευών) του μυθιστορήματος στη γλώσσα μας και «Παραστασιολόγιο» των ελληνικών θεατρικών αναπλάσεών του.
Ο περιορισμένος χώρος μιας επιφυλλίδας δεν επιτρέπει να αναφερθούμε όπως θα έπρεπε σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου. Για το «Ιστορικό διάγραμμα» θα έλεγα μόνο ότι επισημαίνει καίρια τους σημαντικότερους σταθμούς της ελληνικής «περιπλάνησης» του θερβαντικού μυθιστορήματος, υπογραμμίζοντας τη διαμεσολαβητική σημασία των δύο ιστορικών μεταφράσεών του – του Ι. Ι. Σκυλίσση και του Κ. Καρθαίου – για την πρόσληψη του Δον Κιχώτη από τους Ελληνες λογοτέχνες και για τις απεικονίσεις του στα έργα τους. Απεικονίσεις δημιουργικές τόσο στην πεζογραφία (Γ. Σουρής, Γρ. Ξενόπουλος, Ν. Καζαντζάκης, Στ. Ξεφλούδας, Μποστ, Ν. Βαλαωρίτης, Ρ. Αποστολίδης, Λ. Κανέλλης, Γ. Πάνου, Α. Δεληγιώργη, Χρ. Μπουλιώτης), όσο και στη θεατρογραφία (Γ. Σουρής, Ι. Στρατηγόπουλος, Θ. Συναδινός, Μποστ, Γ. Αρμένης, Β. Ζιώγας, Γ. Ανδρεάδης κ.ά.), αφού η ιστορία του Δον Κιχώτη με τη μοναδική ιδιοτυπία της προσφέρεται όχι μόνο για θεματική εκμετάλλευση αλλά και για μορφικούς πειραματισμούς.
Ομως το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου είναι το πραγματευόμενο τα αισθήματα των Ελλήνων ποιητών προς τον «ιππότη» της Μάντσας. Δύο πράγματα διαπιστώνονται από τη μελέτη αυτής της ανταπόκρισης. Το πρώτο είναι ο μεγάλος αριθμός των ποιητών – «αναλογικά μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή ποίηση» – που κάνουν τον Δον Κιχώτη ποιητικό τους θέμα. Αλλά και «κανένας άλλος ξένος λογοτεχνικός ήρωας – ο Φάουστ, ο Αμλετ, ο Δον Ζουάν – δεν κινητοποίησε τόσο την ελληνική ποιητική ευαισθησία». Η Σαμουήλ έχει συλλέξει 135 ποιήματα εξήντα πέντε ποιητών (από τα οποία ανθολογεί 37 τριάντα έξι ποιητών), ανάμεσα στους οποίους και οι Παλαμάς, Σουρής, Ουράνης, Καρυωτάκης, Καζαντζάκης, Φιλύρας, Ρίτσος, Σκαρίμπας, Κοτζιούλας. Με τη μελέτη αρκετών από αυτά τα ποιήματα το βιβλίο ρίχνει νέο φως σε σημαντικές περιοχές ή πτυχές της ποίησής μας (λ.χ. η ανακάλυψη αθησαύριστων «δονκιχωτικών» ποιημάτων του Φιλύρα και η συνεξέτασή τους με την λησμονημένη «δονκιχωτική» παραγωγή του Ο. Μπεκέ αποδεικνύει ότι το διακειμενικό και διαλογικό πλαίσιο του «Δον Κιχώτες» του Καρυωτάκη είναι πολύ ευρύτερο απ’ ό,τι πιστεύαμε· η περιγραφή της διαπλοκής του «δονκιχωτισμού» με το «αίσθημα Καρυωτάκη», όπως παρατηρείται στην περίπτωση του πρώτου Ρίτσου και άλλων μεσοπολεμικών ποιητών, αποκαλύπτει μιαν άγνωστη όψη του καρυωτακισμού· οι παρατηρήσεις για τον Δον Κιχώτη του Καζαντζάκη προσθέτουν μία ακόμη ιερή μορφή, τη μόνη μυθοπλασιακή, στους «δασκάλους» που «σφράγισαν την ψυχή» του ποιητή της Οδύσσειας).
Το δεύτερο που διαπιστώνει εδώ η μελετήτρια είναι η θετική ανταπόκριση των ποιητών στη μορφή του Δον Κιχώτη. Εκείνοι που τον αντιμετωπίζουν ως πρόσωπο κωμικό η γελοίο είναι λίγοι. Οι περισσότεροι τον βλέπουν με συμπάθεια «ή φαίνονται γοητευμένοι από «το μεγαλείο της θεϊκής του τρέλας»», το οποίο τον κάνει να εμφανίζεται ως ένα τραγικό σύμβολο της αναζήτησης του ιδανικού. Αν κάτι αποδεικνύουν τα αισθήματα των Ελλήνων ποιητών για τον Δον Κιχώτη, «είναι τα μεγάλα ρομαντικά αποθέματα της ευαισθησίας τους· η αναμόχλευση των οποίων από τη μορφή του υπήρξε γόνιμη, γιατί έδωσε την ευκαιρία να γραφούν όχι λίγα σημαντικά ποιήματα που πλουτίζουν τη λογοτεχνία μας».
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.