Εννοείται η κλασική φιλολογία, που πάει να πει: η ελληνορωμαϊκή γραμματεία, στο ευρύτερο πλαίσιο της ελληνορωμαϊκής αρχαιογνωσίας. Η οποία εξάλλου υπήρξε μήτρα του αναγεννησιακού, νεότερου και νεωτερικού ανθρωπισμού – και αντιανθρωπισμού. Κρίσιμος αιώνας ο τελευταίος προχριστιανικός, με τη μετάβαση από τη ρωμαϊκή δημοκρατία στο αυτοκρατορικό imperium. Με τους όρους αυτούς καταχρηστικά μόνον μπορεί να γίνει λόγος για ανθρωπισμό στην αρχαϊκή εποχή, που εγκαινιάζεται με τα διάσημα ομηρικά έπη.
Η υπονοούμενη ωστόσο κατάχρηση δεν αποκλείει την άσκηση (και τη μελέτη) ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ απανθρωπίας και ανθρωπιάς, που διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά και εναλλάσσονται στο ίδιο υποκείμενο, ή ακόμη και συγχέονται. Εκκρεμεί όμως το γενικότερο ερώτημα: μπορούμε να μιλούμε για απανθρωπία και ανθρωπιά στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας, που μελετά εξ ορισμού ανθρώπινα πάθη και παθήματα, τα οποία δεν επιδέχονται εύκολη ταξινόμηση, και μάλιστα αντιθετικού τύπου, μεταξύ ανθρωπιάς και απανθρωπίας; Ερώτηση που αφορά και τα ομηρικά έπη, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό το καθένα. Δύο βιαστικά παραδείγματα.
Προκειμένου για την Ιλιάδα το προκείμενο δίλημμα παροξύνεται προπαντός στην περίπτωση του κεντρικού ήρωα. Πώς αλήθεια θα πρέπει να εκτιμηθεί η προοιμιακή δήλωση του ποιητή για την ουλομένην μήνιν του Αχιλλέα (που πάει να πει: καταραμένη, ολέθρια), τα απάνθρωπα παρεπόμενα της οποίας (αφανισμός αμέτρητων γενναίων πολεμιστών, σπαραγμός και λεία νεκρών σωμάτων από όρνια και σκυλιά) προεγγράφονται και αυτά από τον ποιητή στο ιλιαδικό προοίμιο με απερίφραστο τρόπο; Οταν μάλιστα ο ίδιος ήρωας στην έξοδο του έπους συμπεριφέρεται με αφοπλιστική ανθρωπιά: όχι μόνον αποδίδει αποκαθαρμένο το σώμα του Εκτορα στον παρακλητικό πατέρα του, τον Πρίαμο, αλλά με τα ίδια του τα χέρια το αποθέτει στην άμαξα της επιστροφής.
Ανάλογες αντιφατικές περιπλοκές επιφυλάσσει και η Οδύσσεια, στην περίπτωση τώρα του πολύτροπου Οδυσσέα. Τον οποίο ο ποιητής τον προβάλλει, στο προοίμιο πάλι, ως κατεξοχήν φιλέταιρο, μολονότι έχει απολέσει καθ’ οδόν όλους τους εταίρους του, κάτι που δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλο νόστο του τρωικού μύθου. Επιπλέον: θα πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ο Οδυσσέας στην έξοδο του έπους απάνθρωπος, όταν παγιδεύει σαν ποντικούς στη φάκα και εξοντώνει ανελέητα όλους ανεξαιρέτως τους μνηστήρες;
Πρόχειρο πόρισμα: στα ομηρικά έπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται λόγος για αποκλειστικά απάνθρωπους και αποκλειστικά φιλάνθρωπους ήρωες. Επειδή δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με διακεκριμένους ψυχολογικούς χαρακτήρες, αλλά με εναλλακτικές συμπεριφορές, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από την επική (πολεμική ή μεταπολεμική) συγκυρία.
Η μεταβαλλόμενη αυτή συγκυρία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο (κοσμολογικό, θεολογικό και ανθρωπολογικό) πλαίσιο, που το διαπερνά το ζεύγος μιας εξελισσόμενης πάλι θεοδικίας και ανθρωποδικίας. Διάζευξη που παίρνει κάθε φορά τη μορφή συμπληγάδων, τις οποίες προκαλείται να περάσει, αν δεν συντριβεί στο μεταξύ, ο δόκιμος ήρωας των ομηρικών επών. Πρόκειται για δίδυμους όρους (δίκαιο των θεών και δίκαιο των ανθρώπων, δίκαιο των αθανάτων και δίκαιο των θνητών), που ο ένας αντικατοπτρίζει τον άλλο: η θεοδικία την ανθρωποδικία – και αντιστρόφως. Σ’ αυτή τη διπλή ζυγαριά σταθμίζεται και κρίνεται κάθε φορά το ζεύγος της ανθρωπιάς και της απανθρωπίας, στο οποίο ενέχονται οι θεοί με συνένοχους τους ανθρώπους. Αν ισχύει η προηγούμενη πρόταση, τότε επείγει να οριστεί ακριβέστερα η ομηρική σχέση θεοδικίας και ανθρωποδικίας, καθώς εξελίσσεται η σχέση αυτή από την Ιλιάδα προς την Οδύσσεια.
Ρυθμιστικός άξονας της εξελισσόμενης αυτής αρχής παραμένει και στα δύο έπη ο ολύμπιος των ολυμπίων, ο αθάνατος των αθανάτων, ο Δίας. Προτάσσοντας εδώ για προφανείς λόγους την Ιλιάδα, ερωτάται: πώς συμπεριφέρεται ο ιλιαδικός Δίας στους ιλιαδικούς ήρωες; πώς αντιδρούν εκείνοι, όταν μάλιστα διακυβεύεται η ζωή τους; Και πιο πέρα: τι στάση κρατά απέναντι στον ιλιαδικό Δία ο ποιητής της Ιλιάδας; τον έχει συνεχώς πάνω από το κεφάλι του; συμμαχεί ή συνωμοτεί μαζί του; μήπως κάποτε τον χρησιμοποιεί, προκειμένου να κατοχυρώσει τον απροσδόκητο συχνά ελιγμό του μύθου του και την ανατρεπτική πλοκή του;
Επιφυλάσσονται για την επόμενη Κυριακή δύο μικροσκοπικά παραδείγματα, που ανταποκρίνονται κάπως στον σωρείτη των προηγούμενων ερωτημάτων. Το πρώτο είναι μια παραβολική ιστορία, που απευθύνει ο Αχιλλέας στον Πρίαμο, θέλοντας να εξηγήσει το μερίδιο ευτυχίας και δυστυχίας που αναλογεί σε κάθε θνητό (Ω 507-533)· στο δεύτερο μιλά ο ίδιος ο Δίας, εκφράζοντας τη συμπάθειά του για τα δύο αθάνατα άλογα του Αχιλλέα και την απερίφραστη λύπησή του για τη μίζερη μοίρα των θνητών ανθρώπων (Ρ 424-533). Ως τότε υπομονή, μήπως φτουρήσει η επιμονή μου.