Στα ιταλικά αρχεία στη Ρώμη, τόσο στη Farnesina (διπλωματικά αρχεία) όσο και στο EUR (κυβέρνηση και φασιστική ιεραρχία), υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για τις σχέσεις του Ι. Μεταξά με το ιταλικό φασιστικό καθεστώς. Τα πιο ενδιαφέροντα δεν αφορούν τόσο την εξωτερική όσο την εσωτερική πολιτική του καθεστώτος. Η ελληνική δικτατορία ενδιαφερόταν να μάθει πώς ο φασισμός οργάνωσε τον πληθυσμό στη νεολαία (Ballila), τις οργανώσεις ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων (Dopolavoro), και τις οργανώσεις των γυναικών, για να τα μιμηθεί. Ενδιαφερόταν επίσης να μάθει για τον τρόπο με τον οποίο τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ διευθέτησαν τα κοινωνικά προβλήματα, με πρώτο και κύριο τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Αντίστοιχα άρθρα δημοσιεύονταν τακτικά τόσο στον αθηναϊκό ημερήσιο Τύπο όσο και στα εξειδικευμένα περιοδικά του καθεστώτος: Νέον Κράτος και Εργατική Ελλάς. Η κοινωνική πολιτική, τόσο ως ρητορεία όσο και ως νομοθετικό έργο, αποτελούσε σταθερό άξονα της 4ης Αυγούστου. Είναι μύθος βέβαια που διέδωσε το ίδιο το καθεστώς, και από αδράνεια διατηρήθηκε ως σήμερα, ότι ο Μεταξάς δημιούργησε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και μάλιστα το ΙΚΑ. Το τελευταίο ήταν καρπός μακροχρόνιας και σύνθετης διαδικασίας, ιδρύθηκε το 1934 από τον Βενιζέλο με σκοπό να λειτουργήσει δύο χρόνια αργότερα, όταν θα ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες. Ετσι έλαχε στον Μεταξά να κόψει την κορδέλα και να διεκδικήσει τη δόξα.
* Ο «εργάτης-υπουργός»
Σήμερα, όταν σκεφτόμαστε τον φασισμό και τον ναζισμό, συνειρμικά, και όχι αδικαιολόγητα, σκεφτόμαστε τον πόλεμο, την καταστροφή, το ολοκαύτωμα. Προτού όμως ξεσπάσει ο Πόλεμος, η εποχή εκείνη χαρακτηριζόταν ως η επόμενη του μεγάλου οικονομικού κραχ, και εκείνο που απασχολούσε ήταν η καταπολέμηση της ανεργίας. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις προβάλλονταν ως απάντηση στο κοινωνικό ζήτημα και στην ανασφάλεια των λαϊκών στρωμάτων από την κρίση και την αναδόμηση της αγοράς εργασίας που την ακολούθησε. Η κοινωνική πολιτική του Μεταξά ήταν συνέχεια ή ασυνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων; Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι που είχαν διαχειριστεί και προηγουμένως τα ζητήματα αυτά έμειναν στη θέση τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους. Επικεφαλής του υπουργείου Εργασίας, ο «εργάτης-υπουργός» Αριστείδης Δημητράτος, πρώην ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Η ρητορική δεν διέφερε από την προηγούμενη περίοδο, μόνο που τώρα εντασσόταν στο σωτηριολογικό αφήγημα του καθεστώτος απέναντι στα παλιά φαύλα κόμματα που με την ταξική αδιαφορία τους έδιναν ερείσματα στον κομμουνισμό. Ενισχύθηκε ο κρατικός έλεγχος στην αγορά εργασίας, και για να μειωθεί η ανεργία δεν ενθαρρύνθηκε η κινητικότητα των εργατών αλλά το αντίθετο. Πολλά επαγγέλματα κηρύχθηκαν «κλειστά» και «κατοχυρωμένα». Δεν επιτρεπόταν δηλαδή η πρόσβαση καινούργιων, και κυρίως νέων ή γυναικών με χαμηλότερες αμοιβές. Με τις απαιτούμενες άδειες απασχόλησης διευκολυνόταν άλλωστε και ο πολιτικός έλεγχος της πρόσβασης στην απασχόληση, κάτι που θα συνεχιζόταν και μεταπολεμικά με τα πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης. Απαγορευόταν στις επιχειρήσεις να απολύουν προσωπικό χωρίς κυβερνητική άδεια, και ταυτοχρόνως εφαρμοζόταν η εκ περιτροπής εργασία ώστε να μη σηκώνουν μερικοί μόνο τις συνέπειες της δυσπραγίας. Καθιερώθηκε όμως ένα ελάχιστο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ημερών απασχόλησης. Συστηματοποιήθηκαν οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας, συμπληρώθηκε η εφαρμογή του οκταώρου, και εφαρμόστηκε τυπικότερα η εργατική νομοθεσία. Βέβαια οι εργοδότες δεν συμφωνούσαν και έβρισκαν δαπανηρή την πολιτική αυτή. Το καθεστώς όμως τους πρόσφερε ως αντάλλαγμα την κατάργηση των απεργιών και τον κρατικό έλεγχο του συνδικαλισμού.
* Η «ευρωστία της φυλής»
Η απαγόρευση του εργατικού κινήματος δεν ήταν κάτι άγνωστο στην κοινοβουλευτική περίοδο. Τώρα όμως οι εξορίες και οι φυλακίσεις συνδικαλιστών και αριστερών λειτουργούσαν σε ένα πλαίσιο απαγόρευσης του κοινοβουλευτισμού και του κομμουνισμού. Γενικότερα το καθεστώς έκανε ως βασικό σκοπό της ύπαρξής του την κοινωνική πολιτική, όχι μόνο για «να εξασφαλίσουμε στους ενδεείς και στους πτωχούς τουλάχιστον ένα πιάτο ζεστό φαγητό και ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο, αν αρρωστήσουν» όπως έλεγε ο δικτάτορας αλλά και για την εξασφάλισης της «ευρωστίας της φυλής». Ηχώ ευγονικής, χωρίς συνέχεια. Πράγματι εξαγγέλθηκε η ίδρυση νοσοκομείων με στόχο τον διπλασιασμό των αριθμών των κλινών και εκσυγχρονίστηκε το νομοθετικό πλαίσιο για τη νοσοκομειακή περίθαλψη. Ο επερχόμενος πόλεμος και οι εξοπλιστικές ανάγκες άφησαν μεγάλο μέρος των επαγγελματιών αυτών ανεκπλήρωτο. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στο ΙΚΑ αλλά έβαλε χέρι στα αποθεματικά του σχετικά με τον έρανο για την πολεμική Αεροπορία. Η κήρυξη του πολέμου πρόλαβε το ΙΚΑ όταν ήταν τριών χρόνων. Παρά την ελπιδοφόρο εκκίνηση, εξανεμίστηκαν τα αποθεματικά του από τον πληθωρισμό, και επιπλέον αναγκάστηκε να επωμιστεί πολλά από τα βάρη του πολέμου, όπως ήταν η περίθαλψη διαφόρων στρωμάτων και κατηγοριών του πληθυσμού τα οποία δεν είχαν πληρώσει προηγουμένως καμία συνδρομή. Οι εισφορές των εργατών μειώθηκαν εξαιτίας της ανεργίας, όπως άλλωστε και οι συνεισφορές των εργοδοτών, όσες μπορούσαν πλέον να εισπραχθούν. Το ΙΚΑ εκτελούσε υποχρεώσεις προς το κράτος χωρίς αμοιβαιότητα. Ετσι στο τέλος του πολέμου ο ασφαλιστικός οργανισμός είχε χρεοκοπήσει και έμοιαζε περισσότερο σε υπηρεσία άσκησης κοινωνικής πολιτικής του κράτους μέσα από τα ελλείμματά του ή σε ταμείο χρημάτων από το οποίο το κράτος αντλούσε κατά βούλησιν. Δεν έμοιαζε πάντως με τον υγιή ασφαλιστικό οργανισμό που είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να αντέχει και τις οικονομικές κρίσεις.
* Το χθες και το σήμερα
Από την υβριδική αυτή κατάσταση, η οποία συσσώρευσε χρέη επί χρεών τα επόμενα χρόνια, δεν έχει ξεφύγει ακόμη και σήμερα. Για πολλά χρόνια μετά τον Πόλεμο το κράτος διατηρούσε άτοκες τις καταθέσεις των Ταμείων, δηλαδή ιδιοποιούνταν τους τόκους τους. Και σήμερα η κυβέρνηση χαρίζει τα χρέη προς το ΙΚΑ, πληρώνει λιγότερα από όσα έχει συμφωνήσει, και επιπλέον κάνει κοινωνική πολιτική με ξένα κόλλυβα. Αν θυμηθούμε και την ιστορία με τα ομόλογα, συμπληρώνεται η εικόνα της μετάλλαξης των ασφαλιστικών οργανισμών της χώρας. Η ασφαλιστική κρίση όμως συνδέεται και με άλλον τρόπο με τον Πόλεμο. Αμέσως μετά τη λήξη του σημειώθηκε, σε όλη την Ευρώπη, μια δημογραφική έκρηξη, το baby boom. Η πολυαριθμότερη γενιά που μπήκε ποτέ στην απασχόληση είναι οι baby boomers, και παντού η ώρα μηδέν για τα ασφαλιστικά συστήματα έρχεται όταν αυτή η γενιά φτάσει στη σύνταξη. Επομένως, για τις κοινωνικές ασφαλίσεις, το πρόβλημα δηλαδή που είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σήμερα, ο Πόλεμος δεν φαίνεται να είναι πολύ μακρινή ανάμνηση.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.