Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Ο γνωστός στοχαστής Ι. Wallerstein εντοπίζει το πρώτο παγκόσμιο σύστημα στον 16ο-17ο αιώνα. Σ’ αυτή την περίοδο αναδύεται στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο μια διεθνής αγορά όπου τα συμμετέχοντα κράτη ανταγωνίζονταν οικονομικά κατά τέτοιο τρόπο ώστε κανένα δεν κατάφερε να κυριαρχήσει πολιτικά – δεν κατάφερε δηλαδή να αντικαταστήσει τη λογική της ανοιχτής αγοράς με τη διοικητική λογική ενός γραφειοκρατικά οργανωμένου imperium. Κατά τον Wallerstein είναι ακριβώς η δυναμική του πρώτου αυτού παγκόσμιου συστήματος που εξηγεί γιατί η νεωτερικότητα πρωτοεμφανίστηκε στη Δύση και όχι σ’ άλλες προηγμένες προβιομηχανικές κοινωνίες όπως η Κίνα.
Μια δεύτερη παγκοσμιοποίηση παρατηρούμε στην περίοδο 1860-1914, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το άνοιγμα των διεθνών αγορών, την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και την εποπτεία του ανοιχτού αυτού συστήματος από την ηγεμονεύουσα τότε Μ. Βρετανία. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ανοιχτές αγορές καταρρέουν, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις υψώνουν τα εθνικά τείχη και ο οικονομικός προστατευτισμός κυριαρχεί στις διεθνείς συναλλαγές. Τέλος, στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα βλέπουμε ξανά ένα νέο, απότομο άνοιγμα των αγορών, μια πρωτοφανή κινητικότητα του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου οικονομικού χώρου υπό την εποπτεία των ΗΠΑ αυτή τη φορά.
Αν συγκρίνουμε τώρα τα τρία παγκόσμια συστήματα που ανέφερα πιο πάνω, βλέπουμε ότι στο πρώτο (16ος-17ος αι.) το κέντρο βάρους παραμένει η παραδοσιακή κοινότητα – αφού ούτε το κράτος ούτε οι μηχανισμοί της παγκόσμιας αγοράς διεισδύουν την περιφέρεια μιας χώρας σε βαθμό που να μειώνουν σημαντικά τη σχετική αυτονομία του οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού τοπικισμού που χαρακτήριζε όλες τις προνεωτερικές κοινωνίες. Με την παγκοσμιοποίηση του 1860-1914, το κέντρο βάρους μετατίθεται από το τοπικό στο κρατικό επίπεδο: το κράτος-έθνος, αντίθετα με τα προνεωτερικά κράτη, αποκτά τεχνολογίες και διοικητικά μέσα που του επιτρέπουν να διεισδύσει την περιφέρεια μιας επικράτειας αμβλύνοντας τους παραδοσιακούς τοπικισμούς και συγκεντρώνοντας όχι μόνο τα μέσα παραγωγής αλλά και τα μέσα κυριαρχίας και επιρροής στο εθνικό κέντρο. Εδώ έχουμε λιγότερο την τοπική και περισσότερο την κρατική αυτονομία, αφού οι παγκόσμιοι μηχανισμοί της αγοράς διεισδύουν μεν τον κρατικό χώρο αλλά όχι σε βαθμό που να αποδυναμώνουν σημαντικά τα εθνικά σύνορα – πράγμα το οποίο συμβαίνει στην τωρινή παγκοσμιοποίηση.
Πράγματι σήμερα το κέντρο βάρους μετατίθεται στο παγκόσμιο επίπεδο αφού οι πολυεθνικές εταιρείες διεισδύουν τον κρατικό και τοπικό χώρο σε βαθμό που ήταν αδιανόητος στις δύο προηγούμενες παγκοσμιοποιήσεις. Αν σκεφτεί κανείς πως μια πολυεθνική, όπως η Sony για παράδειγμα, έχει σήμερα παραρτήματα όχι μόνο στις πρωτεύουσες όλων σχεδόν των χωρών του πλανήτη αλλά και στις περισσότερες πόλεις κάθε χώρας, αντιλαμβάνεται τον βαθμό διεισδυτικότητας του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Η τωρινή παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο μια οικονομική αλλά και μια πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική διάσταση. Αν στον οικονομικό χώρο οι πολυεθνικές εταιρείες είναι κυρίαρχες, στον πολιτικό τα κράτη-έθνη παραμένουν οι κύριοι παίκτες. Η θέση ότι σήμερα το κράτος-έθνος περιθωριοποιείται και ότι μακροπρόθεσμα θα εκλείψει δεν ευσταθεί. Πρόκειται περί μύθου. Το κράτος-έθνος χάνει λειτουργίες στο εσωτερικό της επικράτειας, αλλά αποκτά νέες λειτουργίες στην παγκόσμια αρένα. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που, στην ύστερη νεωτερικότητα, η κρατική μηχανή (σε ό,τι αφορά υλικούς και ανθρώπινους πόρους) δεν μικραίνει αλλά μεγαλώνει. Αρα αυτό που σταδιακά εκλείπει δεν είναι το κράτος αλλά ο κρατισμός: δηλαδή η ικανότητα των κρατικών ελίτ να ελέγχουν εντός των εθνικών συνόρων τις κινήσεις κεφαλαίων, την εγκληματικότητα, τις αυξανόμενες ανισότητες κτλ.
Περνώντας τώρα στον κοινωνικό χώρο, εδώ βλέπουμε τη σημαντική ανάπτυξη παγκόσμιων μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και νέων κινημάτων τύπου Σιάτλ και Γένοβας. Αυτού του τύπου οι οργανώσεις/κινήματα παρουσιάζουν ένα δυναμισμό που τα παραδοσιακά συνδικάτα και κόμματα έχουν απολέσει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως, όπως πολλοί νομίζουν, τα πρώτα θα αντικαταστήσουν ή περιθωριοποιήσουν τα δεύτερα. Σημαίνει όμως πως μια συνεργασία επί ίσοις όροις μεταξύ των δύο θα μπορούσε να αναζωογονήσει το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα.
Τέλος στον πολιτισμικό χώρο παρατηρούμε μια πρωτοφανή συγκέντρωση των ΜΜΕ στα χέρια ενός μικρού αριθμού μεγιστάνων (π.χ. Μέρντοκ) που επιβάλλουν μιαν άκρως καταναλωτική κουλτούρα – μια κουλτούρα που διαμορφώνει ταυτότητες και τρόπους ζωής σε πλανητικό επίπεδο.
Η τωρινή παγκοσμιοποίηση και λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού και λόγω των νέων τεχνολογιών έχει οδηγήσει στην παραγωγή τεράστιου πλούτου. Ως γνωστόν αυτός ο πλούτος κατανέμεται κατά εξαιρετικά άνισο τρόπο. Οι εντεινόμενες ανισότητες, ενδοκρατικές και διακρατικές, έχουν οδηγήσει σε μια τερατώδη κατάσταση όπου λίγα άτομα, που δεν λογοδοτούν σε κανένα, κατέχουν πόρους οι οποίοι ξεπερνούν το εθνικό προϊόν μικρών τριτοκοσμικών χωρών.
Από την άλλη μεριά, αν οι πλούσιοι γίνονται συνεχώς πλουσιότεροι, οι απόλυτα φτωχοί δεν γίνονται φτωχότεροι. Λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας αρχίζει να μειώνεται σημαντικά. Ετσι, ενώ το 1970 αυτό το ποσοστό ήταν 38%, το 1992 κατέβηκε στο 25% περίπου (βλ. Μ. Wolf, Why globalization works, 2004, σελ. 158-163). Αρα η αριστερή θέση ότι ο παραγόμενος παγκόσμιος πλούτος δεν διαχέεται καθόλου προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας δεν ευσταθεί. Βέβαια σε χώρες (κυρίως αφρικανικές) που δεν διαθέτουν κατάλληλες υποδομές παρατηρούμε μείωση παρά αύξηση της απόλυτης φτώχειας. Επιπλέον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις σημερινές τεχνολογικές συνθήκες ένα λιγότερο νεο-φιλελεύθερο, πιο σοσιαλδημοκρατικό σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης θα μπορούσε να εξαλείψει παντελώς το φαινόμενο της απόλυτης φτώχειας, δηλαδή την κατάσταση όπου ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της Γης ζει σε συνθήκες υποσιτισμού, έλλειψης καθαρού νερού, μεγάλης παιδικής θνησιμότητας και πολύ χαμηλού προσδοκώμενου ορίου ζωής.
Η (πονηρή) φυγή του κεφαλαίου
Πώς εξηγείται η παραπάνω θλιβερή κατάσταση; Στις απαρχές της εκβιομηχάνισης υπήρχε μια ανισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η εργατική τάξη δεν ήταν οργανωμένη, ενώ το κράτος έπαιζε απλά τον ρόλο του «νυχτοφύλακα». Ως γνωστόν, αυτή η ανισορροπία οδήγησε στην απόλυτη εξαθλίωση μιας σημαντικής μερίδας του εργατικού δυναμικού. Στη συνέχεια όμως λόγω της ανάπτυξης μαζικών συνδικάτων και φιλεργατικών κομμάτων παρατηρούμε μια ισορροπία μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας. Αυτό οδήγησε, στις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, στο κράτος πρόνοιας και στην καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. Σήμερα όμως μια νέα ανισορροπία εμφανίζεται – σε παγκόσμια κλίμακα αυτή τη φορά. Λόγω της πρωτοφανούς κινητικότητας του κεφαλαίου, κάθε προσπάθεια σοβαρής ανακατανομής καθώς και επιβολής περιοριστικών μέτρων οδηγεί στη φυγή του κεφαλαίου σε χώρες όπου τα συνδικάτα είναι αδύναμα, η εργασία φτηνή και η κρατική προστασία των εργαζομένων ανύπαρκτη.
Αυτή η νέα βαρβαρότητα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί σε εθνικό επίπεδο. Ούτε μπορεί να ξεπεραστεί με στρατηγικές αντι-παγκοσμιοποίησης. Στο επίπεδο των τεχνολογικών εξελίξεων η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να ανατραπεί ή να σταματήσει. Στο επίπεδο όμως του ελέγχου των νέων τεχνολογιών, των νέων παραγωγικών δυνάμεων, το ισχύον νεο-φιλελεύθερο status quo (το περίφημο Washington Consesus / συναίνεση της Ουάσιγκτον) μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια νέα παγκόσμια ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – μια ισορροπία βασισμένη σε μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου διακυβέρνηση του πλανήτη. Μια διακυβέρνηση που θα πετύχει σε παγκόσμια κλίμακα αυτό που οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες πέτυχαν σε εθνικό επίπεδο κατά την περίοδο της λεγομένης «χρυσής εποχής της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1970): δηλαδή το πάντρεμα της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας στον οικονομικό χώρο, της κοινωνικής συνοχής στον κοινωνικό χώρο και της δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο.
Το πέρασμα από το σημερινό μονοπολικό σε ένα πολυπολικό σύστημα όπου οι ανερχόμενες δυνάμεις της Κίνας, της Ινδίας, της ΕΕ θα έχουν φωνή ως προς τον τρόπο διακυβέρνησης του πλανήτη είναι μια αναγκαία αν όχι και ικανή προϋπόθεση για τον εξανθρωπισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.