Το Χρονικό του Μορέως είναι ένα εκτενές ποίημα (π. 10.000 στ.) συνθεμένο στις αρχές του 14ου αιώνα από κάποιον εξελληνισμένο Φράγκο (ίσως «γασμούλο») που εξιστορεί την κατάκτηση του Μοριά από τους Φράγκους. Η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά των κατακτητών, το πνεύμα του έργου είναι αντιελληνικό και αντιορθόδοξο και η γλώσσα του εξαιρετικά ιδιότυπη («γλωσσικό μνημείο» τη χαρακτηρίζει ο Λ. Πολίτης), απροσδόκητα γοητευτική στην ακαταστασία της, αν και ορισμένοι καταλογίζουν στο Χρονικό «αισθητική ανεπάρκεια». Ο Εγγονόπουλος πάντως πρέπει να είχε διαφορετική άποψη καθώς ένα τουλάχιστον ποίημά του «Ο Αφέντης της Καρύταινας» ομολογημένα αφορμάται από το Χρονικό.


Το Χρονικό της Μωρίας είναι μια σύγχρονη ιστορία πυρπόλησης και ολοκληρωτικής καταστροφής του Μοριά αλλά και της Εύβοιας και των βουνών του Δουκάτου των Αθηνών από τις ασύμμετρες βαρβαρικές ορδές ενός τρομερού Στρατηγού που ακούει στο όνομα Ανεμος. Το Χρονικό αυτό εξακολουθεί και γράφεται ακόμη και τώρα αφού οι επιχειρήσεις ουσιαστικά δεν έχουν τελειώσει. Οι συγγραφείς είναι πολλοί και διάφοροι, όλοι καθαρόαιμοι Ελληνες (όχι τίποτε «μούλοι») και πολύ καλοί χριστιανοί: ο Δούκας και οι Λογοθέτες (υπουργοί) των Αθηνών αλλά και οι αντίπαλοι του Δούκα, πρίγκιπες και κεφαλάδες, οι κιβιτάνοι (φρούραρχοι) δασών και πυρόσβεσης και άλλοι πολλοί κύρηδες και κυράδες. Η γλώσσα του έργου είναι τα ρωμαίικα, αγκαλά κακοπαθημένα κι αυτά, και η κεντρική ιδέα είναι πως ο Στρατηγός Ανεμος (που φορεί πάντα μανδύα σκαρελέτο, ήγουν πορφυρό), αφού πρώτα έστειλε στον Μοριά τους καταπατητές του (= κατασκόπους), έδωσε διάτα «Να κάψουν κ’ εξαλείψουσιν τα οσπίτια και χωρία / Κι όσους ανθρώπους πιάσωσιν ευθέως να αποθάνουν».


Το Χρονικό του Μορέως εκθέτει γεγονότα που αρχίζουν γύρω στα 1100 (1η σταυροφορία) και τελειώνουν με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ηπειρο (1292), αφού έχει ήδη κατακτηθεί ο Μοριάς. Το Χρονικό της Μωρίας, αποτυπωμένο σε χιλιάδες σελίδες έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, σε τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, μαρτυρίες, επιτόπιες έρευνες και συνεντεύξεις, έχει γρηγορότερο ρυθμό και εντονότερη αφηγηματική δραματικότητα από το Χρονικό. Ενώ τα γεγονότα που περιγράφει συμβαίνουν στις 20 τελευταίες ημέρες του Αυγούστου 2007, η έκταση της καταστροφής είναι μεγαλύτερη από όσα περιλαμβάνει το Χρονικό των 130 χρόνων. Το πιο ενδιαφέρον είναι πως, καθώς τουλάχιστον οι τηλεοπτικές κάμερες βρίσκονται παντού, μπορούμε και παρακολουθούμε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Καθισμένοι στα σπίτια μας. Και αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο Στρατηγός Ανεμος όχι μόνο τρέχει σαν άνεμος αλλά είναι παντελώς ανίκητος. Αυτός ούτε τις σκρόφες (= πολεμικά μηχανήματα) των Αθηνών φοβάται ούτε τα τριπουτσέτα τους (= πετροβόλες μηχανές). Ρημάζει «ανεξέλεγκτα» χωριά, οικισμούς, δάση, ρουμάνια, πεδιάδες και ζωντανά, «ότι το διάστημα όπου ένι (= είναι) από το Νίκλι / μέχρι εις την Λακκοδαιμονίαν ένι δασώδης τόπος, / βουνία και στενολάγγαδα…».


Το Χρονικό του Μορέως περιτρέχει όλη την έκταση του Μοριά και, εκτός των άλλων, αναφέρεται σε παλλαϊκά ονόματα χαριτωμένων τόπων: στου Αλφέως το πέρασμα, στο Γαρδίκι, στον Δαμαλά της Τροιζηνίας, στην Κακή Σκάλα, στην Καλομάτα, στην Καρύταινα, στα μέρη των Κρεστένων, στη Λακκοδαιμονία, στη Μάινη, στη Μονοβασία, στον Μυζηθρά, στο Νίκλι, στην Πελοπόννεσον γενικά, στην Τσακωνία, στη Χαλανδρίτσα κτλ. Το Χρονικό της Μωρίας μας κάνει λόγο για χωριά και τόπους που πολλοί από εμάς δεν μπορούσαμε προηγουμένως να εντοπίσουμε στον χάρτη. Οταν τελικά τα βρήκαμε, ήταν κιόλας σβησμένα και καμένα: Λυτοχωριό Αχαΐας, Γεράκι Αμαλιάδας, Κρέστενα, Καϊάφα, Νεοχώρι, Καλλιθέα Ηλείας και Λακωνίας, Βρεστό, Σάμικο, Πλατιάνα, Ζαχάρω, Ανδρίτσαινα, Κλινδία, Βρυσούλες, Αραχαμίτες, Ασέα, Ξυρόκαμπος, Σουλινάρι, Μακρύσι, Ανεμοδούρι, Ρούτσι, Περιβόλια, Ελενίτσα, Μαλλωτά, Ραψομμάτη, Καρτσίμπαλη, Λεοντάρι, Παραδείσια, Αρτεμισία, Λάγα, Καρβέλι, Αράχωβα Ταϋγέτου… Στο δικό μας Χρονικό δεν υπάρχουν περιγραφές τοπίων, αφού έπαψαν να υπάρχουν τόποι και τοπία. Ο βάρβαρος, όμως, ανθέλληνας και παπικός συγγραφέας του Χρονικού μπορεί και βλέπει τη φύση δίπλα του, «κι αφότου εκερδίσασιν την Καλομάτα οι Φράγκοι / κ’ είδαν τον τόπον έμνοστον, καλόν χαριτωμένον, / τους κάμπους γαρ και τα νερά, το πλήθος των λιβαδίων». Κι αλλού, «κι αφότου εκατουνέψασιν (= στρατοπέδευσαν) στον κάμπον της Καρυταίνου / εκεί εις το παρεπόταμον, στα πανώραια λιβάδια…».


Είπαμε πως το Χρονικό της Μωρίας μας εξακολουθεί και γράφεται ακόμη. Παρά ταύτα, δεν είναι δύσκολο να εικάσουμε πώς θα τελειώσει – με αγάπη και τρέβα (= ανακωχή) ανάμεσα στους Δούκες των Αθηνών και στους νέους πρίγκιπες του Μοριά μετά την περιφανή νίκη του Ανέμου. Αλλωστε με παρόμοιο πάνω-κάτω τρόπο κλείνει και το Χρονικό του Μορέως. Ο βασιλέας (της Πόλης) τα βρίσκει με τον νέο πρίγκιπα του Μορέως και όλοι ζουν πλούσια και αγαπημένα. «Κι αφότου εστερεώθηκεν η αγάπη και η τρέβα / ανάμεσον του βασιλέως και του πρίγκιπα Μορέως, / άρξετον ο πρίγκιπας, ως φρόνιμος όπου ήτον, / να κυβερνά τον τόπον του, να αυξαίνη τες δουλείες του. / Με τον λαόν του βασιλέως ειρηνικά εδιάγε. / Επλούτηναν οι άπαντες, Φράγκοι τε και Ρωμαίοι».


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.