Προσωπικά πιστεύω ότι αντίθετα με τα καλλιτεχνικά στερεότυπα που κυκλοφορούν – τα οποία είναι εξίσου προβληματικά με τα στερεότυπα πατριωτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα – υπάρχουν οπωσδήποτε όρια στην ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη. Μόνο που τα όρια αυτά τα υπαγορεύει η Τέχνη μέσα από τις δικές της δημιουργικές διαδικασίες και κανένας άλλος. Μάλιστα, θα μπορούσα να πω ότι τα όρια αυτά ακόμη και στη σημερινή εποχή (όπου οι αισθητικές αξίες είναι πολύ πιο ανοιχτές και χαλαρές) υποβάλλονται στον δημιουργό με πολύ μεγαλύτερη αυστηρότητα από αυτή που συνήθως υιοθετεί ο οποιοσδήποτε «εθνικόφρων» πολιτικός, μικροκομματάρχης ή εισαγγελέας. Αν ο καλλιτέχνης υπερβεί τα όρια αυτά, αν π.χ. η πρόθεσή του να εντυπωσιάσει είναι ισχυρότερη από τις δυνατότητες που ο ίδιος διαθέτει για να εκφράσει σωστά «αυτό που θέλει να πει», το τίμημα θα είναι αρκετά σκληρό. Αυτό που θα εισπράξει ως δημιουργός θα είναι ένα κακό, αδιάφορο ή και μέτριο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή δεν θίγεται ούτε η «θρησκεία» ούτε η «πατρίδα» ούτε η «οικογένεια», αλλά ο ίδιος ως καλλιτέχνης.


Οι αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν και για το video του Art Athina και για το έργο του Tierry de Gordier στο Outlook – την έκθεση δηλαδή που είχε διοργανώσει ο κ. Χρήστος Ιωακειμίδης – οφείλονται, κατά τη γνώμη μου, στη δραματική έλλειψη καλλιτεχνικής και αισθητικής παιδείας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει αυτόν τον τόπο. Η ανοχή του ευρωπαϊκού κοινού σε έργα που υποτίθεται ότι προσβάλλουν τη θρησκεία ή την πατρίδα δεν οφείλεται βέβαια στο γεγονός ότι οι ξένοι έχουν συνηθίσει πλέον στην ελευθεριότητα και στα έκλυτα ήθη, αλλά στο ότι είναι πλέον βαθιά εξοικειωμένοι με μια κουλτούρα και με τρόπους ζωής που δεν είναι εχθρικοί με την αυτοκριτική. Το ανατρεπτικό πνεύμα που χαρακτήρισε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στηρίχθηκε ακριβώς σε αυτό το καθοριστικό στοιχείο της έντονης αυτοκριτικής που καλλιέργησε κυρίως η αστική διανόηση σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία ή και η Ισπανία.


Ως ιστορικός του μοντερνισμού και ιδιαίτερα του σουρεαλιστικού κινήματος νιώθω την ανάγκη να υπενθυμίσω ότι τα προκλητικά happenings που διοργάνωναν οι καλλιτέχνες του κινήματος έξω από τους ναούς κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης Λειτουργίας ήταν μια αντίδραση στον επεμβατικό ρόλο όχι της θρησκείας αλλά της οργανωμένης Καθολικής Εκκλησίας σε θέματα ελευθερίας της σκέψης, αλλά και σε προβλήματα που σχετίζονταν με την οξύτατη αναμέτρηση των πολιτικών δυνάμεων στη μεσοπολεμική Ευρώπη. Οι παρεμβάσεις των σουρεαλιστών αλλά και των ντανταϊστών ήταν καίριες. Η ταινία των Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί «Η Χρυσή Εποχή», την οποία και εγώ και οι συνάδελφοί μου έλληνες και ξένοι ιστορικοί διδάσκουμε σήμερα στα μαθήματά μας, ήταν καταπέλτης εναντίον της αστικής τάξης και της οργανωμένης Εκκλησίας και, όπως είναι γνωστό, απαγορευόταν από τη λογοκρισία τουλάχιστον ως το 1960. Από το 1960 και μετά διδάσκεται και προβάλλεται ελεύθερα και παρά το γεγονός ότι σε μια σκηνή του έργου ο πρωταγωνιστής «πετάει από τον παράθυρο τον Πάπα» η Καθολική Εκκλησία δεν αντιδρά, ίσως γιατί το πνεύμα της ανοχής συμβαδίζει με τη στρατηγική που ακολουθεί στη σύγχρονη εποχή.


Οσο για τη βεβήλωση των εθνικών μας συμβόλων από το συγκεκριμένο έργο που εκτέθηκε στο Art Athina, δεν είμαι αυτή τη στιγμή σε θέση να ασκήσω κανενός είδους κριτική γιατί αμέσως μετά την ημέρα των εγκαινίων έφυγα για το εξωτερικό και δεν πρόφθασα να το μελετήσω. Υποθέτω όμως ότι στόχος της δημιουργού ήταν η κριτική όχι στα εθνικά σύμβολα αλλά σε αυτούς που κάνουν κακή χρήση των εθνικών συμβόλων ή σ’ αυτούς που στην κυριολεξία υπνωτίζονται και αδρανούν συνειδησιακά περιοριζόμενοι σε μια τελείως επιφανειακή σχέση μαζί τους


Ετσι κι αλλιώς όμως το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν πληροφορήθηκα το «σκάνδαλο» είναι ότι σ’ αυτόν τον τόπο ή κυριαρχεί η υποκρισία ή εξαιτίας ακριβώς του ουσιαστικού ελλείμματος εθνικής αξιοπρέπειας που μας χαρακτηρίζει οι θεματοφύλακες των εθνικών μας συμφερόντων θεωρούν ότι υπερκαλύπτουν το χρέος τους κυνηγώντας τους καλλιτέχνες! Οταν οι κουκουλοφόροι και οι διάφοροι γνωστοί άγνωστοι καίνε την ελληνική σημαία στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όταν παραδίδουν στην πυρά τα φυλάκια των φρουρών του Αγνωστου Στρατιώτη και εξακολουθούν να μένουν ασύλληπτοι, οι θεματοφύλακες των εθνικών μας ιδεωδών τι κάνουν; Μήπως εκλαμβάνουν τις πράξεις αυτές ως καλλιτεχνικά happenings κι έτσι αφήνουν τους δράστες ελεύθερους;


Η κυρία Νίκη Λοϊζίδη είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας.