Ο ανυποψίαστος αναγνώστης του τίτλου είναι φυσικό και αναμενόμενο να υποθέσει πως αντικείμενο της παρούσας επιφυλλίδας είναι τα οικονομικά της Εκκλησίας, το σύνολο δηλαδή των δραστηριοτήτων της που έχουν σχέση με τη δημιουργία και εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων. Πολλώ μάλλον όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της δημόσιας ζωής των τελευταίων μηνών οδηγεί οιονεί αυτομάτως τη σκέψη προς την κατεύθυνση αυτή…
Πρόκειται όμως για κάτι ριζικώς διαφορετικό. Πρόκειται για έναν θεσμό της Εκκλησίας που αφορά ιδιαιτέρως το κανονικό και εκκλησιαστικό δίκαιο και η κατανόηση του οποίου διευκολύνεται με την αναφορά σε δύο όρους, που πολλές φορές χρησιμοποιούνται είτε παραλλήλως είτε σε αντικατάσταση του όρου οικονομία, τη συγκατάβαση και την επιείκεια.
Εκκλησιαστική οικονομία είναι λοιπόν η μη εφαρμογή από την Εκκλησία, για λόγους συγκαταβάσεως και επιείκειας, σε συγκεκριμένη πάντοτε περίπτωση, του κανόνα δικαίου που θα έπρεπε αλλιώς να εφαρμοσθεί, είτε για το μέλλον είτε και αναδρομικώς, έτσι ώστε να μην επέλθουν, στην πρώτη περίπτωση, ή να ατονήσουν, στη δεύτερη, οι συνέπειές του. Πρόκειται δηλαδή για αντιμετώπιση συγκεκριμένων καταστάσεων και όχι για ερμηνευτική μέθοδο, με αποτέλεσμα τυχόν επανειλημμένη ή συνεχής άσκηση οικονομίας σε όμοιες περιπτώσεις να μην είναι δυνατόν να οδηγήσει στη δημιουργία εθίμου.
Με μεγάλη απλότητα καθορίζει την εκκλησιαστική οικονομία ήδη ο Μ. Αθανάσιος, στην προς Αμούν επιστολή του, γράφοντας ότι «το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται», παρ’ ότι από άλλους ερευνητές υποστηρίχθηκε ότι ο ορισμός αυτός αναφέρεται στη «θεία οικονομία».
Βεβαίως θα πρέπει να τονιστεί ότι η ιδέα της οικονομίας δεν φαίνεται να αποτελεί πρωτοτυπία του εκκλησιαστικού οργανισμού και συνεπώς του δικαίου της Εκκλησίας, αλλά έχει την αρχή της στην περί επιεικείας διδασκαλία του Αριστοτέλη, ο οποίος στα Ηθικά Νικομάχεια καθορίζει ήδη με έξοχη σαφήνεια την έννοιά της: «εστί δε το επιεικές το παρά τον γεγραμμένον νόμον δίκαιον».
Ο θεσμός αυτός της εκκλησιαστικής οικονομίας, όπως ήδη τονίστηκε, απαντά αποκλειστικώς στον κλάδο του κανονικού και εκκλησιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται αδιακόπως από την αρχαία Εκκλησία έως και σήμερα. Παρά ταύτα, ουδέποτε καθιερώθηκε κανόνας ή άλλη εκκλησιαστική διάταξη που να καθορίζει την έννοια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, πράγμα που ασφαλώς γεννά ποικίλα ερωτήματα. Ισως τούτο να αποτελεί ένα ακόμη δείγμα του πνεύματος ελευθερίας που γενικότερα χαρακτηρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει ασφαλώς αμφιβολία ότι αυτό το ακαθόριστο της έννοιας της εκκλησιαστικής οικονομίας οδήγησε πολλές φορές στη διαδρομή των αιώνων σε παρεκτροπές κατά την εφαρμογή της αλλά και σε συγχύσεις σχετικά με τον τρόπο και τη μέθοδο της εφαρμογής της.
Η αρμοδιότητα για την άσκηση της οικονομίας ανήκε στο παρελθόν κατά περίπτωση στον Επίσκοπο ή στα συλλογικά όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας, δηλαδή στις Συνόδους. Σήμερα στη χώρα μας την αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας, σύμφωνα με ρητή διάταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, το σύνολο δηλαδή των εν ενεργεία Μητροπολιτών. Απαιτείται μάλιστα, με βάση άλλη διάταξη του ίδιου νόμου, αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της Ιεραρχίας για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως.
Η διαφέρουσα διατύπωση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων επιτρέπει πάντως την υποστήριξη της απόψεως ότι η αυξημένη πλειοψηφία απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις που για λόγους συγκαταβάσεως και επιείκειας αποφασίζεται η άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αρκεί η απλή πλειοψηφία της Ιεραρχίας.
Σε ζητήματα περιορισμένης και μάλιστα τοπικής σημασίας θεωρώ ότι θα πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ αντιδιαστολή, και η αρμοδιότητα του επιχώριου Επισκόπου για άσκηση οικονομίας, σύμφωνα άλλωστε και με την αρχαιότατη πράξη της Εκκλησίας, πράγμα που έχει δεχθεί και η νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού διακρίνοντας θέματα γενικότερης και θέματα περιορισμένης σημασίας.
Για την άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, μπορεί συνεπώς να μην εφαρμοσθεί ο άλλως εφαρμοστέος κανόνας δικαίου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αφορά στον χώρο του ουσιαστικού είτε στον χώρο του δικονομικού δικαίου, είτε πρόκειται για κανόνα εκκλησιαστικής προελεύσεως είτε για κανόνα πολιτειακής προελεύσεως, αρκεί να μη θίγεται το δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Δεν είναι έτσι δυνατή η «κατ’ οικονομίαν» θεραπεία χειροτονίας που ετελέσθη από Επίσκοπο που δεν είχε κανονική χειροτονία, διότι η «αποστολική διαδοχή», η αδιάκοπη δηλαδή αλυσίδα χειροτονιών από τους Αποστόλους έως και τους σημερινούς Επισκόπους, θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Με τον τρόπο αυτό, συμπερασματικώς, η εκκλησιαστική οικονομία αποτελεί την ιδεώδη διέξοδο από την ανωμαλία που δημιουργεί η επιβολή της άκρας αυστηρότητας και «ακριβείας» και αποτρέπει αποφασιστικά την ανυπακοή και την περιφρόνηση της κανονικής τάξεως.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.