Σε μια σειρά φωτογραφικά ενσταντανέ από την οδό Σκόβσμποστραντ 8 στο Σβένμποργκ της Δανίας που τράβηξε το καλοκαίρι του 1934 η Μαργκαρέτε Στεφίν – η φιλτάτη «συντρόφισσα», ερωμένη και συνεργάτιδα του Μπρεχτ που μετά τον πρόωρο θάνατό της αυτός την ανακαλούσε στην επιτάφια ποίησή του βαφτίζοντας τον αστρικό Ωρίωνα με το όνομά της – εικονίζονται ο Μπρεχτ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν να παίζουν σκάκι. Το ντοκουμέντο αυτό, από τα σκληρά, αβέβαια χρόνια της εξορίας, από έναν τόπο όπου ο Μπρεχτ είχε αναλάβει να φυλάει ένα μέρος της προσωπικής βιβλιοθήκης του Μπένγιαμιν και από μια θερινή περίοδο που σήμανε την απαρχή μιας ανά διετία πολύμηνης διαμονής του Μπένγιαμιν στη Δανία (εναλλάξ με τις διαμονές στο Παρίσι και τις εκεί συναντήσεις του με τον Μπρεχτ, συχνά σε έναν φιλικό κύκλο και άλλων πολιτικών φυγάδων όπως ο Κλάους Μαν, ο Ζίγκφριντ Κράκαουερ, η Λότε Λένια και ο Κουρτ Βάιλ, ο Χανς Αϊσλερ, η Ελίζαμπεθ Χάουπτμαν), αποτελεί μια μαρτυρία για τη φιλικότητα και την «ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης» που χαρακτήριζαν τις σχέσεις τους.


* Μοναδική φιλία


Το σκάκι ήταν μία από τις καθημερινές συνήθειες σε αυτόν τον φιλικό δεσμό, έναν από τους πιο παραγωγικούς πνευματικά αν υπολογίσουμε ότι αφορούσε τον Μπρεχτ και τον Μπένγιαμιν, δηλαδή τον «μεγαλύτερο ζώντα γερμανό ποιητή και τον σπουδαιότερο κριτικό της εποχής» σύμφωνα με τη διατύπωση της φιλοσόφου Χάνα Αρεντ, η οποία όχι μόνο ανεγνώρισε ανεπιφύλακτα τη μοναδικότητα αυτής της φιλικής ανταλλαγής, αλλά και υποστήριξε στο δοκίμιό της για τους δύο ότι ο Μπρεχτ ήταν για τον Μπένγιαμιν «την τελευταία δεκαετία της ζωής του, κυρίως στην παρισινή εξορία, ο πιο σημαντικός άνθρωπος». Τις παρτίδες σκακιού αναφέρει και ο Μπένγιαμιν στις Σημειώσεις του από το Σβένμποργκ το 1934, καταγράφοντας εκεί τις συζητήσεις με τον Μπρεχτ, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά και τον τρόπο σκέψης του συνομιλητή του, καταθέτοντας ένα αποκαλυπτικό πρωτόκολλο για το πώς δύο φίλοι κουβεντιάζουν, διαφωνούν, αλληλοσυμπληρώνονται, εφαρμόζουν τη διαλεκτική και συγκρούονται πάνω σε ζητήματα λογοτεχνίας, αισθητικής, πολιτικού στοχασμού, ατομικών και συλλογικών πρακτικών σε μια εποχή σημαδεμένη από τον ναζισμό και τον σταλινισμό.


Ομως μονάχα στον Μπρεχτ επεφύλαξε η τύχη να σωθεί και να μνημονεύσει ως επιζήσας το σκάκι τους για άλλη μια φορά. Μετά την τραγική αυτοκτονία του Μπένγιαμιν το 1940 στα ισπανικά σύνορα από τον φόβο της Γκεστάπο, ο Μπρεχτ σε ένα επιτάφιο επίγραμμα αφιερωμένο «στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτόχειρα, φυγάδα μπροστά στον επερχόμενο Χίτλερ» απευθύνεται προς τον νεκρό με τα λόγια: «H τακτική της καταπόνησης ήταν αυτό που σ’ άρεσε / με τη σκακιέρα στης αχλαδιάς τους ίσκιους καθισμένος. / Ο εχθρός αυτός που από τα βιβλία σου σε κυνήγησε / από ανθρώπους σαν κι εμάς δεν βγαίνει καταπονημένος».


Ενα είδος «τελευταίου γράμματος», όπως πολύ ωραία επισημαίνει ο Ερντμουτ Βίτσισλα στο βιβλίο του «Μπένγιαμιν και Μπρεχτ. H ιστορία μιας φιλίας» (εκδοτικός οίκος Ζούρκαμπ, 2004), «στέλνει» ο Μπρεχτ στον αδικοχαμένο φίλο, θα έλεγα μιαν ανεπίδοτη απάντηση σε κάτι πολιτικό που ενδεχομένως είχε μεταξύ τους διαμειφθεί. Συνδυάζοντας την προσωπική ανάμνηση με μια διαπίστωση πολιτικού χαρακτήρα που αφορούσε την τακτική του αντιφασιστικού αγώνα. Την ποιητική χειρονομία του χαμηλόφωνου πόνου, της συγκρατημένης πικρίας, των αναπάντητων ερωτημάτων, ακόμη και της κρυφής ενοχής ότι ο ίδιος ζει και συντάσσει έναν «Κατάλογο των απολεσθέντων», αποτύπωσε ο Μπρεχτ στα τέσσερα «επιτύμβια» ποιήματά του στα οποία μιλάει για τον Μπένγιαμιν. Και τη συνδύασε με ελάχιστες, ολιγόλογες καταγραφές των γεγονότων και της ιστορικής συγκυρίας αλλά και με παρατηρήσεις για τις πολιτικές διαδικασίες και στρατηγικές, για το μέλλον και την ελπίδα της αλλαγής.


* Πιόνια και πολιτική


Το σκάκι δεν ήταν απλώς ένα από τα πολλά επιτραπέζια παιχνίδια όπου ο Μπρεχτ, βασικά μετά το φαγητό, δοκίμαζε τις ικανότητες και την τύχη του, έχοντας καλέσει για συμπαίκτες μουσικούς, ιστορικούς, φιλοσόφους. Αυτό το τραπέζι του σκακιού ήταν συμβολικά και ένα πεδίο όπου διαδραματιζόταν η αναμέτρηση ή μάλλον η γόνιμη αντιπαράθεση ιδεών και ηθικής στάσης ανάμεσα στους δύο παίχτες: στον αιχμηρό, αυθάδη, ακόμη και βίαιο Μπρεχτ, με τις άμεσες αντιδράσεις στην πολιτική επικαιρότητα, με τους θεατρικούς τρόπους, αλλά και με τις απλοποιημένες πολιτικές κατηγοριοποιήσεις ή τον ριζοσπαστισμό, καθώς συστηματικά προκαλούσε τους συνομιλητές θέλοντας να ανατρέψει τα θεμέλια της σκέψης τους, και στον οξυδερκή, διακριτικό, στοχαστικό και ενοραματικό Μπένγιαμιν. Εναν σπάνιο «άνθρωπο των γραμμάτων» με τεράστιο θεωρητικό, φιλοσοφικό, κριτικό και λογοτεχνικό έργο, που δέχθηκε την επίδραση του Μπρεχτ γοητευμένος από τη ζωτικότητα, το χιούμορ, το αναρχικό υπόβαθρο αλλά και τη μαρξιστική επιχειρηματολογία του.


Οι αντιπαραθέσεις, ακόμη και οι συγκαλυμμένοι ανταγωνισμοί, ένας πνευματικός διάλογος με δύσκολες στιγμές και αμοιβαίες αμφισβητήσεις, φανερά επώδυνες για τον ευαίσθητο Μπένγιαμιν, συνιστούν εκφάνσεις από μια «πολιτική της φιλίας», για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Ζακ Ντεριντά. H τακτική της καταπόνησης στην οποία συνήθως προσέφευγε ο Μπένγιαμιν παίζοντας σκάκι στον δανικό προσφυγικό κήπο, επανέρχεται στο μπρεχτικό επίγραμμα ακριβώς επειδή οι μορφές αντίστασης στον Χίτλερ προβλημάτιζαν τότε σε μεγάλο βαθμό τον ποιητή. Ομως ο Μπρεχτ σε αυτό το σύντομο «μνημείο λόγου» περιλαμβάνει έμμεσα και κάτι από εκείνη την αντιθετικότητα, ουσιαστική και παραγωγική, η οποία συχνά τον έφερνε αντιμέτωπο με τον Μπένγιαμιν, έναν φίλο που όπως φαίνεται λειτουργούσε ως ανομολόγητο αντίβαρο, ήταν το αντίπαλο δέος σε πολλές δικές του απλουστευτικές τάσεις.


Ο Μπρεχτ, ποιητής της «Φιλικότητας» που σε όλη τη ζωή του περιπλανήθηκε στους δαιδάλους των συνεργασιών και των συμπαραγωγών, της οικειότητας και της φιλότητας, έγραψε τα επιθανάτια ποιήματα για τον Μπένγιαμιν το καλοκαίρι του 1941 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, όταν έμαθε μέσω του Γκύντερ Αντερς και της Χάνα Αρεντ ότι δέκα μήνες ενωρίτερα ο Μπένγιαμιν είχε πάρει δηλητήριο στο Πορτ Μπου. H είδηση του θανάτου των προσφιλών έφθανε πολύ αργά σε εκείνους που αναγκαστικά «άλλαζαν τις χώρες συχνότερα κι από παπούτσια». Ετσι χρειάστηκε μία δεκαπενταετία ώσπου η αγαπημένη τού Μπένγιαμιν και «επαναστάτρια το επάγγελμα» Ασια Λάτσις από τη Λετονία, αυτή που είχε πρωτοφέρει σε επαφή το 1924 στο Βερολίνο τους δύο φίλους, να πληροφορηθεί το 1955 στη Μόσχα, ως σκηνοθέτρια σε ένα θέατρο για εργάτες του κολχόζ της πόλης Βαλμιέρα και ύστερα από δέκα χρόνων «καταναγκαστική παραμονή στο Καζαχστάν», από το στόμα του ίδιου του Μπρεχτ, ότι ο Μπένγιαμιν δεν ζούσε πια.