Προσφάτως, και από τελείως άσχετη αφορμή, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, ήρθε στην επικαιρότητα το ζήτημα των Μουφτήδων και του τρόπου αναδείξεώς τους, ζήτημα το οποίο αναγκαίως σχετίζεται με την όλη προβληματική γύρω από τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και τη σχετική με αυτήν πολιτική του ελληνικού κράτους.
H αλήθεια είναι ότι για να προσεγγίσει κανείς το συγκεκριμένο ζήτημα, πόσο μάλλον το όλο θέμα, χρειάζεται προσλαμβάνουσες παραστάσεις που δεν είναι καθόλου αυτονόητες, ιδίως στους πολίτες της λοιπής, πλην Θράκης, Ελλάδας, και βεβαίως κατ’ εξοχήν στους κατοίκους του Λεκανοπεδίου της Αττικής, οι οποίοι, μόλις τελευταίως, με έκπληξη πληροφορήθηκαν τη δυστυχία που αντιμετώπιζαν χιλιάδες μουσουλμάνων συμπολιτών μας σε περίπτωση θανάτου συγγενούς των, όταν έπρεπε πέρα από τον ανθρώπινο πόνο να υποβληθούν στην πρόσθετη ψυχική και οικονομική ταλαιπωρία να μεταφέρουν τον αγαπημένο τους νεκρό στη Θράκη, διότι μόνο εκεί υπήρχε η δυνατότητα ταφής του… Και ασφαλώς, για να μη λησμονηθεί, είναι προς τιμήν της Εκκλησίας της Ελλάδας ότι, έστω τώρα, παραχώρησε ικανό χώρο για να οριοθετηθεί ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Μουφτή στην ελληνική νομοθεσία έως και σήμερα είναι η διφυής ιδιότητά του. Ο Μουφτής είναι δηλαδή ταυτοχρόνως και θρησκευτικός λειτουργός, επικεφαλής μιας κοινότητας πιστών και δικαστής, που ασκεί δικαιοδοσία, ιδίως σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, μεταξύ των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών της περιφερείας του.
Ηδη, ευθύς μετά την επέκταση του ελληνικού κράτους με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας, που επισημοποιήθηκε με τη Σύμβαση του 1881 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο νόμος ΑΛΗ’/1882 περιέχει τις πρώτες ρυθμίσεις για τους Μουφτήδες που είναι οι πνευματικοί αρχηγοί των μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά και δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι διορίζονται και παύονται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των υπουργών επί των Εκκλησιαστικών και της Δικαιοσύνης και ορκίζονται ενώπιον του οικείου νομάρχη. Στον ίδιο νόμο προβλέπεται η έκδοση διαταγμάτων που θα καθορίζουν μεταξύ άλλων και τα της συμμετοχής των μουσουλμανικών κοινοτήτων στη διαδικασία για τον διορισμό των Μουφτήδων.
Ακολούθησε η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1913, γνωστή ως Συνθήκη των Αθηνών. Σε αυτήν περιλαμβάνονται διατάξεις που αναφέρονται στους Μουφτήδες, τον Αρχιμουφτή και τα καθήκοντά τους. Ειδικότερα, ρητώς ορίζεται ότι οι Μουφτήδες κάθε περιφέρειας εκλέγονται από μουσουλμάνους εκλογείς, ενώ ο Αρχιμουφτής διορίζεται από τον Ανώτατο Αρχοντα μεταξύ τριών υποψηφίων που εκλέγονται και του υποδεικνύονται από εκλογική συνέλευση, η οποία συγκροτείται από όλους τους Μουφτήδες της Ελλάδας. Στα καθήκοντα εξάλλου των Μουφτήδων, εκτός από τις καθαρώς θρησκευτικές υποθέσεις, καταλέγονται η εποπτεία επί της διοικήσεως των βακουφίων και αρμοδιότητες μεταξύ μουσουλμάνων για όλες τις οικογενειακές και κληρονομικές τους υποθέσεις.
Στο πνεύμα της Συνθήκης των Αθηνών κινήθηκε και ο νόμος 2345/1920, ο οποίος και αυτός ρύθμισε τα της εκλογής των Μουφτήδων από τους μουσουλμάνους της περιφερείας τους και την εποπτεία τους από τον Αρχιμουφτή και παρέπεμψε στην ψήφιση ειδικού νόμου για την οργάνωση και διοίκηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επισημαίνω ότι ο τρόπος αυτός αναδείξεως των μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών όχι μόνο ακολουθούσε την παραδοσιακή δομή οργανώσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και ήταν σύμφωνος με ό,τι αντιστοίχως συνέβαινε στους ορθόδοξους έλληνες πολίτες, που και αυτοί, την ίδια εποχή, εξέλεγαν τους θρησκευτικούς λειτουργούς τους.
Ο,τι επακολούθησε δεν είχε καμία σχέση με ό,τι είχε έως τότε νομοθετηθεί. Λίγο μετά τον νόμο 2345 υπεγράφη η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία ανανέωσε την υποχρέωση της Ελλάδας να σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις όλων των πολιτών της, ενώ το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναφέρθηκε ρητώς στο καθεστώς του Μουφτή, αλλά μόνο στην υποχρέωση τα οικογενειακά και προσωπικά ζητήματα των μουσουλμάνων να ρυθμίζονται σύμφωνα με τις συνήθειές τους.
Ο νόμος 2345 δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στην πράξη. Οι Μουφτήδες διορίζονταν επί δεκαετίες από την ελληνική κυβέρνηση και τύχαιναν της αποδοχής της μειονότητας ή, εν πάση περιπτώσει, εκείνων που μπορούσαν να έχουν λόγο, χωρίς μάλιστα ποτέ να ασκηθεί προσφυγή κατά των πράξεων διορισμού ενώπιον των ελληνικών ή διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. H κατάσταση αυτή δεν (πρέπει να) ξενίζει αφενός εν όψει των κοσμογονικών πράγματι γεγονότων που μεσολάβησαν, αφετέρου ως εκ της γενικότερης πολιτικής που ασκήθηκε, η οποία οδήγησε στην γκετοποίηση της θρησκευτικής αυτής μειονότητας με τα γνωστά επακόλουθα. Αλλωστε εν τω μεταξύ λησμονήθηκε ακόμη και ο τρόπος εκλογής των εφημερίων στις ορθόδοξες εκκλησιές.
H κατάσταση αυτή ανατράπηκε άρδην όταν τον Αύγουστο 1990, αιφνιδίως (;), δύο ανεξάρτητοι μουσουλμάνοι βουλευτές της Ξάνθης και της Ροδόπης προχώρησαν στη διοργάνωση «εκλογών» για την ανάδειξη Μουφτή μεταξύ των πιστών που παρακολουθούσαν την προσευχή της Παρασκευής στα τζαμιά και οδήγησαν στη δημιουργία των αποκληθέντων (ψευδο-) «μουφτήδων». Ακολούθησαν διώξεις για αντιποίηση αρχής.
Τότε, και μόνο τότε, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε να παρέμβει. Οταν είχε ήδη διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα. Οταν ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα, ακριβώς λόγω της ανυπαρξίας συγκροτημένης μειονοτικής πολιτικής, είχε μετατραπεί σε νομικό. Αλλά για τις εξελίξεις αυτές θα χρειασθεί να επανέλθουμε.
Ο κ. I. M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.