Για την ψυχολογία ο Φρόιντ είναι ό,τι ο Γαλιλαίος για την αστρονομία. Είναι ο Χριστόφορος Κολόμβος του υποσυνειδήτου. Ανακαλύπτοντας το υποσυνείδητο, το 1896 ξεκίνησε μια επανάσταση που σφράγισε τον 20ό αιώνα. Λίγες προσεγγίσεις έχουν προκαλέσει τόσο πολλές αντιδράσεις όσο η ψυχανάλυση, ίσως γιατί ήταν η τρίτη μεγάλη ανατροπή στην αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του. Μετά τον Κοπέρνικο, που έδειξε ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, μετά τον Δαρβίνο, που ανακάλυψε ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά άλλος ένας κρίκος στην εξέλιξη των ζώων, ο Φρόιντ αποκάλυψε το υποσυνείδητο, που, κρυμμένο στα βάθη της ψυχής, ενεργεί εν αγνοία μας. Ανοιξε έτσι νέες προοπτικές και εξερεύνησε τα άδυτα των αδύτων. Το αφιέρωμα που ακολουθεί γίνεται με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννησή του, στις 6 Μαΐου. Γεγονός που θα τιμηθεί με εορταστικές εκδηλώσεις σε όλον τον κόσμο. Ο Φρόιντ πάντως αρέσκετο να λέει: «Τίποτε από όσα έχουν συμβεί στην προσωπική ζωή μου, εκτός από τη σχέση μου με την επιστήμη, δεν είναι άξιο ενδιαφέροντος. Οι βιογράφοι μου ας ταλαιπωρηθούν. Χαίρομαι από τώρα που δεν θα ξέρουν τι τους γίνεται».
Δεν φαντάζομαι ότι θα υπάρξουν αντιρρήσεις αν κάποιος υποστηρίξει στις μέρες μας, που γιορτάζουμε τα εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση του Φρόιντ, ότι η ψυχανάλυση σφράγισε τη φυσιογνωμία του 20ού αιώνα. Για το καλό ή για το κακό. Θεός ή δαίμονας ο Φρόιντ είναι παρών και συνήθως τον υπολογίζουμε, όχι μόνο στη σκέψη μας αλλά και στη ζωή μας. Ο ίδιος εξάλλου φρόντισε για αυτό φορτώνοντας την καθημερινότητά μας με την ψυχοπαθολογία της και δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα χωρίς να σταματήσουμε στην παραμικρή παραδρομή της γλώσσας, είτε δική μας είτε του διπλανού μας. Το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης είναι στην ημερήσια διάταξη και είναι σπάνιο να μη συναντήσουμε καμιά δεκαριά κομπλεξικούς την ημέρα – αυτούς που παλιότερα ονομάζαμε ενοχλητικούς ή αντιπαθητικούς -, μερικούς σαδομαζοχιστές, χωρίς να λογαριάσουμε αυτούς που «έχουν οιδιπόδειο», κάτι σαν γρίπη δηλαδή που αρπάξανε πολύ μικροί κι ακόμη τους κρατά συναχωμένους.
Αν τα προηγούμενα έχουν κάποια ισχύ, δύσκολα θα έγραφε κανείς σήμερα, ή θα το έγραφε τελείως διαφορετικά υποθέτω, ένα κείμενο σαν αυτό που έγραψε ο Φρόιντ το 1917 με τίτλο Οι αντιστάσεις στην ψυχανάλυση. Εδώ και έναν αιώνα, πράγματι, η ψυχανάλυση θεωρήθηκε από άλλους πραγματική επανάσταση που έφερε τον κόσμο τα πάνω κάτω, ενώ από άλλους, τους περισσότερους, ένα είδος επιστημονικού σκανδάλου, όνειδος του πνεύματος και πλήγμα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Φρόιντ εξηγήθηκε πολλές φορές ως προς τον βίαιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η αλήθεια την οποία έφερε στον κόσμο. Ολες οι μορφές του μίσους ενεργοποιήθηκαν εναντίον της και η ιστορία της ψυχανάλυσης συνθέτει σίγουρα ένα από τα κεφάλαια της παθολογίας του αιώνα που μας πέρασε. Σήμερα όλη αυτή η ταραχή μοιάζει να έχει καταλαγιάσει, η ψυχανάλυση εξημερώθηκε, έγινε κατοικίδιο ζώο, ανήκει στα εφόδια του καλλιεργημένου και ευπρεπώς ανήσυχου ανθρώπου, και δεν είναι πια λίγοι αυτοί που αισθάνονται υπερήφανοι όταν βγαίνουν βόλτα στην πλατεία με το ασυνείδητό τους υπό μάλης, υπαινισσόμενοι ή διαφημίζοντας τις ανομολόγητες επιθυμίες τους.
Υπάρχουν, βεβαίως, και οι καχύποπτοι. Αυτοί που αναρωτιούνται μήπως η πληθωρική παρουσία της ψυχανάλυσης στις μέρες μας είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να πετύχει κανείς την ακύρωσή της. Με άλλα λόγια, ό,τι δεν κατάφεραν οι αντίπαλοι της ψυχανάλυσης τότε στην αρχή και για μεγάλο χρονικό διάστημα στη συνέχεια, επιχειρώντας να τη συκοφαντήσουν και να τη φιμώσουν, μπορούμε να το πετύχουμε σήμερα, επιβάλλοντάς της, κατά κάποιον τρόπο, τη φλυαρία. Αν η ψυχανάλυση είναι παντού, δεν είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να την εντοπίσει κανείς κάπου; Ετσι όμως, μετέωρη και αόριστη, πώς είναι δυνατόν η ψυχανάλυση να εξακολουθήσει να έχει την αιχμηρή παρουσία, ταυτοχρόνως θεωρητική και πρακτική, που της απέδιδε ο ιδρυτής της;
Από τη σκοπιά αυτή ίσως δεν θα ήταν άστοχο αν προβάλλονταν κάποιες αντιστάσεις στην ψυχανάλυση, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορεί στις μέρες μας. Τέτοιες αντιστάσεις υπάρχουν, μια και είναι κάμποσοι αυτοί που χωρίς προκαταλήψεις, συνειδητές τουλάχιστον, διαβάζουν ή ξαναδιαβάζουν τα κείμενα του Φρόιντ και δεν είναι εντελώς άσχετοι, ο καθένας από τη θέση του, με τα προβλήματα που συναντούν εκεί και τις λύσεις που αντικρίζουν. Αλλά και τις απορίες που πολλά από τα κείμενα αυτά προκαλούν. Ετσι, όταν ο Φρόιντ δεν έχει πρόβλημα να ομολογήσει ότι η θεωρία του βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην ιατρική και τη φιλοσοφία και όταν μαθαίνουμε ότι ο ίδιος δεν αισθανόταν ιδιαίτερη κλίση στην ιατρική, ενώ αντίθετα, νέος, η μόνη βαθιά επιθυμία που γνώρισε ήταν η επιθυμία της φιλοσοφικής γνώσης, πώς πρέπει να καταλάβουμε σήμερα την ψυχανάλυση; Πρόκειται για επιστήμη; Πρόκειται για θεραπευτική τέχνη; Πρόκειται για κάποιο συνδυασμό τους; Ή μήπως έχουμε να κάνουμε με συνολική σύλληψη του ανθρώπου και του κόσμου, ένα είδος κοσμοθεωρίας ή, με άλλα λόγια, μια φιλοσοφία που δεν λέει το όνομά της; Τέλος τι γίνεται, αλήθεια, με όσους έχουν ανάγκη πραγματικά την ψυχανάλυση ως θεραπεία;
Οι νόμιμες και καλόπιστες αυτές ερωτήσεις ούτε καινούριες είναι ούτε πρωτότυπες. Γεννήθηκαν με την ψυχανάλυση και από τότε την παρακολουθούν συνεχώς. Οι ειδικοί, εξάλλου, έχουν ήδη δώσει τις απαντήσεις τους. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι θα ήταν φρόνιμο να αναφερθούμε σε αυτούς. Οι έριδες μεταξύ τους μοιάζουν με μάχες – ευτυχώς χωρίς πραγματικά πυρά – όπως το πιστοποιεί αμέσως το μεταφορικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν και το οποίο αντλούν από τη στρατιωτική ορολογία: σκληρές μάχες, ανηλεείς αγώνες, εκστρατείες συκοφάντησης κλπ. Αν στα προηγούμενα προστεθεί ότι κάθε ψυχαναλυτική σχολή στρέφεται εναντίον του αντιπάλου χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ψυχανάλυσης, μάλλον πρέπει να αποφασίσουμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να ισορροπήσουμε, ο καθένας μόνος του, στο σκοινί που είμαστε αναγκασμένοι να υποθέσουμε τεντωμένο κάτω από τα πόδια μας.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.