Για την (κυριολεκτική και μεταφορική) γρίπη των πτηνών (ταλαίπωρα πουλερικά που καίγονται σωρηδόν) διατίθεται ως, ειρωνικό έστω, ποιητικό εμβόλιο η παρήγορη σύσταση του Ελύτη στο «Αξιον εστί», ελαφρώς παραφρασμένη όμως στην απόδοσή της: Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, / όπου και να θολώνει ο νους σας, / μνημονεύετε Ομήρου Οδύσσεια. H αφορμή της προτεινόμενης παράφρασης τη φορά αυτή βρίσκεται στο τελευταίο (26ο) τεύχος του περιοδικού «Ποίηση», που τραβάει εδώ και κάμποσα χρόνια την ανηφόρα. Εκεί φιλοξενούνται πέντε οδυσσειακά (και ένα ιλιαδικό) ποιήματα του σημαντικού άγγλου ποιητή Michael Longley («Λαέρτης», «Αντίκλεια», «Το κουπί», «Αργος», «Σπίτι-Δέντρο», «Ανακωχή») και ένα του ιδιοφυούς ιταλού συγγραφέα, που αυτοκτόνησε στα σαράντα δύο του χρόνια, Cesare Pavese («Οδυσσέας»).


Τα πέντε συν ένα ποιήματα μεταφράζονται εύστοχα και προλογίζονται επαρκώς από τον Χάρη Βλαβιανό, ανάμεσα σε άλλα είκοσι δύο, αν μετρώ καλά· το τελευταίο οφείλεται στον Γιάννη Παππά, που μεταφράζει με συγκινητική αφοσίωση ποιήματα της κρίσιμης συλλογής «H δουλειά κουράζει», πλαισιωμένα από ένα αποκαλυπτικό δοκίμιο του ποιητή και από την, επιμελώς φροντισμένη, Εργοβιογραφία του. Επιμένοντας, για ευνόητους λόγους, στα ομηρικά αυτά παραδείγματα, δεν παραγνωρίζω τα άλλα περιεχόμενα του τεύχους, ανάμεσα στα οποία (για να μείνω στα δικά μας) ξεχωρίζουν: το δοκίμιο της Τζίνας Πολίτη («Το γραπτό και το άφραστο ή Περί πάθους»), η συνεχιζόμενη μετάφραση με το έκτο και το έβδομο ελεγείο του Rainer Maria Rilke από τη Μαρία Τοπάλη, και, βέβαια, το ερεθιστικό, μέχρι προκλήσεως, «Ποίημα του ποιητή», όπου δεκαέξι ποιητές μας επιλέγουν και υπερασπίζονται το αγαπημένο δικό τους ποίημα. Με αυτά (και τα παραλειπόμενα εδώ κείμενα) το τεύχος αυτό δείχνει ακμαίο το μεράκι του Χάρη Βλαβιανού για την πράξη και τη θεωρία της ποίησης, στο οποίο αναλογεί γνώση και ευαισθησία.


Στη συγκεκριμένη ωστόσο περίσταση ενδιαφέρει ο τρόπος που δύο εξέχοντες ξένοι ποιητές μεταποιούν το οδυσσειακό τους πρότυπο: αν το προάγουν δηλαδή στον ίσιο δρόμο ή αν, συνειδητά και προκλητικά, το ξεστρατίζουν σε απόκρημνο φαράγγι. Επ’ αυτού θυμίζω όσα και άλλοτε έχω προτείνει για τις τρεις βασικές τροπές των αρχαιόμυθων και αρχαιόθεμων ποιημάτων του καιρού μας. Μίλησα τότε για ταυτοσημία, στην περίπτωση που το νεότερο ποίημα συγκρατεί από το αρχαίο πρότυπο τα βασικά στοιχεία μύθου, πλοκής και ιδεολογίας. Για παρασημία, όταν τα στοιχεία αυτά διακριτικά παραλλάσσονται, ώστε να ανασύρεται ο σκοτεινός και ανήσυχος βυθός του προτύπου. Τέλος για ετεροσημία, όπου αναγνωρίζονται στο ποιητικό αντίγραφο ανατροπές μορφής και ήθους της πρωτότυπης γραφής.


Στο μεταίχμιο ταυτοσημίας και παρασημίας βρίσκεται το τρυφερότερο από τα πέντε οδυσσειακά ποιήματα του Longley, που επιγράφεται «Λαέρτης». Σε αυτό θα επιμείνω, όσο με παίρνει ο χώρος, σήμερα. Αντιγράφω:


Οταν βρήκε τον Λαέρτη μόνο στην περιποιημένη πεζούλα, να σκαλίζει / ένα αμπέλι, αξιοθρήνητον στα κουρελιασμένα ρούχα της δουλειάς, / βρόμικα και μπαλωμένα, με κομμάτια δέρμα να προστατεύουν χέρια και πόδια / από τα βάτα, και σαν να μην έφταναν αυτά, / βέβαιο σημάδι της βαθιάς του θλίψης, ένα καπέλο από δέρμα κατσίκας /, ο Οδυσσέας έκλαψε στη σκιά μιας αχλαδιάς για τον πατέρα του, / τόσο γέρο και εξαθλιωμένο, που το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή / ήταν να τον φιλήσει, να τον αγκαλιάσει, και να του αποκαλύψει όλη την ιστορία. / Ολη η ιστορία όμως είναι ένας κατάλογος κι ύστερα άλλος. / Ετσι περίμενε να αναδυθούν από εκείνον τον βασιλικό κήπο εικόνες / των παιδικών του χρόνων, όταν τρέχοντας πίσω από τον πατέρα του / ρωτούσε για ό,τι έβλεπε μπροστά του· τις δεκατρείς αχλαδιές, / τις δέκα μηλιές, τις σαράντα συκιές, τις πενήντα σειρές αμπέλι, / να ωριμάζουν σε διαφορετικές εποχές, για να προσφέρουν συνεχώς σοδειά. / Ωσπου ο Λαέρτης αναγνώρισε τον γιο του και, με τρεμάμενα γόνατα, / ζαλισμένος, τύλιξε τα χέρια γύρω από τον λαιμό του τρανού Οδυσσέα, / που τράβηξε τον γέροντα, έτοιμο να λιποθυμήσει, στο στήθος του και τον κράτησε εκεί, / και νανούρισε σαν κλαράκια τα κόκαλα του πατέρα του, που όλο και μίκραινε μέρα με τη μέρα.


Στα προφανή σήματα ταυτοσημίας με το οδυσσειακό πρότυπο ανήκουν: ο μακρός στίχος και ο άνετος αφηγηματικός τρόπος. Ο μαθητευόμενος ποιητής δανείζεται την περσόνα του ομηρικού αφηγητή, αναλαμβάνοντας το χρέος (και την απόλαυση) μιας συμπυκνωμένης αναδιήγησης, τα περισσότερα στοιχεία της οποίας παραφράζουν, όταν δεν αντιγράφουν, πυρήνες από το οδυσσειακό κείμενο της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (ω 219-360). Οπου συστήνεται ο τελευταίος (μπορεί και ο σπαρακτικότερος) αναγνωρισμός του έπους: του γιου από τον πατέρα, του Οδυσσέα από τον Λαέρτη. Από εδώ και πέρα ανιχνεύονται σήματα παρασημίας. Θα τα δούμε την άλλη Κυριακή, με την προϋπόθεση ότι δεν θα πάει στα σκουπίδια τούτο το μονοτονικό.