Αποκλίνουσα σύμπτωση. Μέσα στον ίδιο μήνα (στον απελθόντα Σεπτέμβριο) κυκλοφόρησαν δύο συνομιλίες: εγχώρια και έμμεση η μία, γαλλόφωνη και άμεση η άλλη, μεταφρασμένη τώρα και στη γλώσσα μας. Για την πρώτη δεν χρειάζονται άλλα αυτοσχόλια. Στη δεύτερη όμως αρμόζει ανεπιφύλακτος έπαινος για όσους συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της.
Προηγείται η απαραίτητη σύσταση. Ελληνικός τίτλος: «Συνομιλίες για το αύριο». Συνομιλούντες: ο διάσημος, και στα καθ’ ημάς, ευρετής και στοχαστής της αποδόμησης Jacques Derrida (1930-2004) και η αφανέστερη στα νεοελληνικά μας γράμματα ιστορικός της ψυχανάλυσης Elisabeth Roudinesco, καθηγήτρια στην Ecole pratique des hautes etudes. H άρτια μετάφραση και οι πρόσθετες υποσημειώσεις (με εξηγητικά μάλιστα παραθέματα) ανήκουν στον Τάσο Μπέτζελο. H επιστημονική επιμέλεια, που επικυρώνει την έκδοση, στον επίκουρο καθηγητή Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Αρη Στυλιανού. Πρόθυμος εκδότης το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
Ο τρισέλιδος Πρόλογος της Rudinesco αναφέρεται στην αφορμή και στις συνθήκες του ερεθιστικού αυτού διαλόγου για το αύριο (λέξη κλειδί, που προβάλλεται και στον γαλλικό τίτλο του βιβλίου: «De quoi demain…»). Αντιγράφω την αφορμή: «Από τι θα αποτελείται το αύριο, ρωτά ο Βίκτωρ Ουγκώ σε ένα ποίημα της συλλογής Ωδές του λυκόφωτος». Και στην εισαγωγή του παρατηρεί: «Τα πάντα σήμερα, στις ιδέες και στα πράγματα, στην κοινωνία και στο άτομο, βρίσκονται σε κατάσταση λυκόφωτος. Τι είδους λυκόφως είναι αυτό; Και τι θα ακολουθήσει;». Αυτά ο Ουγκώ στα 1835. Προκλητικό και προδρομικό το ερώτημα, παραμένει ακόμη εκκρεμές και ανανεώνεται τώρα (στο πλαίσιο της φιλοσοφίας και των επιστημών του ανθρώπου) ως αντικείμενο μιας διαλογικής αναζήτησης, όπου υφαίνονται «τα νήματα δύο λόγων, που διασταυρώνονται δίχως ποτέ να συγχωνεύονται».
Ο ισότιμος αυτός διάλογος μερίζεται και προάγεται σε εννέα κεφάλαια, που καταλαμβάνουν 450 ευανάγνωστες σελίδες. Οι διαδοχικοί τίτλοι μαρτυρούν τη θαρραλέα εμμονή των συνομιλητών να πατούν στην κόψη του ξυραφιού, αντιμετωπίζοντας επίμαχα διλήμματα του δίσεχτου καιρού μας: Επιλέγοντας κληρονομιά· Πολιτικές της διαφοράς· Αποδιοργανωμένες οικογένειες· Απρόβλεπτη ελευθερία· Βία κατά των ζώων· Το πνεύμα της Επανάστασης· Για τον επερχόμενο αντισημιτισμό· Θανατική ποινή· Εγκώμιο της ψυχανάλυσης. Στο οπισθόφυλλο οι τίτλοι αυτοί μεταφράζονται εύστοχα σε περιληπτικά ερωτήματα. Λόγου χάριν: Πώς να σκεφτούμε τη διαφορά μέσα στην οικουμενικότητα; H οικογένεια θα εξακολουθήσει να υπάρχει; H επιθυμία και το απρόβλεπτο θα παίζουν πάντα τον ρόλο τους στη συναίσθηση της ελευθερίας; H αποτυχία του κομμουνισμού σηματοδοτεί το τέλος της επανάστασης; Και πάει λέγοντας.
Ο προκείμενος εξάλλου διάλογος υπήρξε εξαρχής προφορικός· χαρακτήρας που ευτυχώς δεν αλλοιώθηκε από την εξ υστέρου κειμενική του διόρθωση και συμπλήρωση. Γεγονός που επηρεάζει και το ύφος του λόγου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση απέχει από τη συνήθως διφορούμενη και κάποτε αινιγματική έκφραση του γάλλου στοχαστή. Για να το πω αλλιώς και προσωπικότερα: ακόμη και οι επιφυλακτικοί, μ’ αυτό το δείγμα διαλόγου στο χέρι, συμφιλιώνονται με τη γλώσσα και τη μέθοδο της αποδόμησης, αναγνωρίζοντας, κοντά στα άλλα της ευρήματα, τον αντιδογματικό και βαθύτατα προοδευτικό της χαρακτήρα. Απλουστεύοντας το πράγμα, θα έλεγα ότι η προτεινόμενη αποδόμηση προσβάλλει και ελέγχει κατά βάση αντιθετικά ζεύγη, αποκαλύπτοντας την υποκείμενη, λανθάνουσα κατά κανόνα, συγγένεια, ή και εναλλαγή, των δύο όρων τους. Ενδεικτικά παραδείγματα: ο άνθρωπος και το ζώο· η γέννηση και ο θάνατος· το σώμα και η ψυχή το εγώ και το άλλο· ο ετεροκαθορισμός και η ελευθερία· η ευστάθεια και αστάθεια της ευρωπαϊκής παράδοσης. Το σημαντικότερο ωστόσο στη στοχαστική αυτή περιπέτεια είναι ότι απορρίπτει απερίφραστα την κριτική ουδετερότητα και τον φυγόμαχο σχετικισμό. Γενικώς, λαθραία ιδεολογικά βλήματα μεταβάλλονται σε ανθρωπολογικά και ιστορικά προβλήματα. Με τη μέθοδο της αποδόμησης απωθούνται προπάντων οι απόλυτες εντολές, ακόμη και εκείνες που επικαλούνται την εθνική, ηθική και ανθρωπιστική μας ευαισθησία.
Παράδειγμα η θέση που παίρνει ο γάλλος στοχαστής (εβραϊκής καταγωγής ο ίδιος) στο διάσημο κέλευσμα του Αντόρνο, σύμφωνα με το οποίο «Δεν είναι πλέον δυνατό να γραφτεί ποίηση μετά το Αουσβιτς». Αντιγράφω, αποσπασματικά κατ’ ανάγκην, την έντονη αντίδρασή του:
«Το κέλευσμά μου φαίνεται ανέφικτο και απαράδεκτο. Οχι μόνο μπορούμε να γράψουμε ποίηση, αυτό είναι γεγονός εξάλλου, αλλά ενδεχομένως οφείλουμε να γράψουμε… Μετά το Αουσβιτς, ας ξαναρχίσουμε να σκεφτόμαστε, ας αρχίσουμε να γράφουμε διαφορετικά, παρά να μη γράφουμε καθόλου, μιας και αυτό θα ήταν παράλογο και θα μπορούσε να επιφέρει τη χείριστη προδοσία».
Συμπέρασμα: οι «Συνομιλίες για το αύριο» θα πρέπει, μεταφρασμένες τώρα, να διαβαστούν σήμερα.