Οπως είναι γνωστό η Αθήνα σχεδιάζεται για να παίξει τον ρόλο της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1834) κάτω από μια ισχυρή επιλογή.
H χάραξη του σχεδίου της – το νεοκλασικό τρίγωνο των Κλεάνθη – Schaubert και Klenze – γίνεται με ένα ισχυρό σημείο αναφοράς, που είναι το μνημείο της Ακρόπολης. Γύρω από αυτό το μνημείο αρθρώνεται ο λόγος για την εθνική ταυτότητα του νέου ελληνικού κράτους, αναζητείται η συνέχεια αυτής της ταυτότητας στην κλασική αρχαιότητα.
Ενα τέτοιο όμως άτεγκτο τεχνητό μοντέλο που δίνει προτεραιότητα στην ιδεολογία των «αρχαίων ερειπίων» είναι μοιραίο ότι θα βρεθεί σε σύγκρουση με την αστική ανάπτυξη της πόλης.
* To σχέδιο της λεωφόρου
H λεωφόρος Συγγρού είναι ένας δρόμος ήδη με προϊστορία όταν ανακαλύπτεται από τη γενιά του 1930.
H σύλληψή της γίνεται για πρώτη φορά μεταξύ 1876 και 1878, σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού και μεγάλων δημοσίων έργων που κορυφώνεται επί πρωθυπουργίας X. Τρικούπη (1881-1895). Το σχέδιο υλοποιείται – και δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο – από έναν μηχανικό του στρατού, τον Ιωάννη Γενίσαρλη.
Τη δεύτερη φορά ανακαλύπτει τη λεωφόρο Συγγρού και τη φέρνει στα ελληνικά γράμματα το 1929 ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) με το έργο του το «Ελεύθερο πνεύμα».
«Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, δεν πρόβλεψαν τη λεωφόρο Συγγρού (…) Ενα αεροπλάνο, στον ουρανό της Ελλάδας, απάνω από τον Παρθενώνα, αναδίνει μια αρμονία καινούργια πού δεν τη συνέλαβε ακόμα κανείς. H λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού πού γυρεύει δυνατούς ποιητές… ».
Τη «Λεωφόρο Συγγρού, 1930» – αφιερωμένη στον Γ. Θεοτοκά που την ανακάλυψε – θα κάνει ποίημα και ο Γ. Σεφέρης (1900-1971).
H εκκόλαψη και γέννηση της μοντέρνας μεγαλούπολης είναι πλέον γεγονός. Ο Γ. Θεοτοκάς με το «Ελεύθερο πνεύμα» (1929) και το μυθιστόρημά του «Αργώ» (1936) αποτυπώνει αυτή την εποχή.
«Αμέσως μετά την Καταστροφή, τα αυτοκίνητα αρχίσανε νά πληθαίνουνε με καταπληκτική ταχύτητα (…) H πρωτεύουσα, πού ό πληθυσμός της είχε σχεδόν διπλασιαστεί, άλλαζε όψη μέρα με τη μέρα.(…) H ταχύτητα και οι μεταπολεμικοί θόρυβοι επιβαλλόντανε παντού, εξολοθρεύανε την ειδυλλιακή αφέλεια και την ταπεινή ποίηση της Παλιάς Αθήνας. Μονάχα ο Παρθενώνας έμενε αναλλοίωτος απάνω στο βάθρο του, μα κανείς δε γυρνούσε νά τον κοιτάξει μες σ’ αυτήν την γενική αναπροσαρμογή των ρυθμών της ζωής…».
H λεωφόρος Συγγρού πια ολοκληρώνει τον στόχο της αρχικής της χάραξης. Εκατέρωθεν αυτής αρχίζουν να παίρνουν πλέον μορφή οι επεκτάσεις του σχεδίου πόλεως της Αθήνας με τις νέες προσφυγικές συνοικίες: Νέος Κόσμος, Νέα Σμύρνη κ.ο.κ. Το πρόσωπο που είναι συνδεδεμένο με αυτή την εποχή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωτεργάτης της Μεγάλης Ιδέας, την τελειώνει οριστικά κατά τη διακυβέρνηση 1928-1932. Ο Γ. Σεφέρης κατάγεται από τη Σμύρνη και ο Γ. Θεοτοκάς από την Κωνσταντινούπολη και μάλιστα από περιβάλλον βενιζελικό. Το ξεκίνημά τους στην Ελλάδα, μετά την επιστροφή τους από το Παρίσι, συμπίπτει με την παραπάνω «χρυσή τετραετία» όπως αποκαλείται.
H λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον μια ταυτότητα διπλή, πραγματική αλλά και συμβολική. Είναι η υπέρβαση της παράδοσης, η φυγή προς τα εμπρός και ο δυναμισμός μιας επαναπροσδιοριζόμενης ταυτότητας και εθνικού στίγματος, που επιχειρεί να καλύψει το κενό της Μεγάλης Ιδέας.
Είναι χαρακτηριστικό σ’ αυτό το σημείο το κείμενο που γράφει ο Γ. Σεφέρης (περιοδικό «Εποχές» 1967) με αφορμή τον πρόωρο θάνατο του Γ. Θεοτοκά.
«… Πρέπει να είταν, αν θυμούμαι σωστά, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του ’40. Κουβεντιάζαμε στο σπίτι ενός ξένου που γύρευε αρκετά στεγνά να μάθει τι καινούργιο έφερε στα γράμματα η γενεά μας. (…). – Τη Λεωφόρο Συγγρού, του αποκρίθηκα. Σε λίγο ο Φαβρίκιος (Γ. Θεοτοκάς) έσκυψε στ’ αυτί μου και ψιθύρισε: – Να σου πω κάτι ακόμα που ανακάλυψε η γενεά μας. Το Λυκαβηττό – η αντίθεση του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης (…) Οχι πως είχαμε καμιάν αντιδικία με την Ακρόπολη ή τον Παρθενώνα, αλλά συμβόλιζαν, πιστεύω, τη δυσφορία που μας έδιναν ο εξευτελισμός κάθε άξιου και τίμιου πράγματος από τις ελεεινές ρητορείες μας…».
* H ρήξη με τον γερμανισμό
Με το «τέχνασμα» της λεωφόρου Συγγρού, η γενιά του 1930, όπως αποκάλεσε τη γενιά του ο Γ. Θεοτοκάς, αποπειράται να εισαγάγει τον μοντερνισμό στον ελληνικό χώρο των ιδεών. H ρήξη αφενός με τον νεοκλασικισμό και τον «γερμανισμό» και αφετέρου η αναζήτηση μιας αυτόχθονης παράδοσης σε διάλογο με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή παράδοση είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους εκκολάπτεται το άνοιγμα στον μοντέρνο κόσμο.
«… Καμία βαθιά ρωμιοσύνη. Καμία αυτόχθων σκέψη. Μετάφραση, μετάφραση άθλια, που καταστρέφει και τη σκέψη και τη γλώσσα μας. H Ελλάδα γερμανική επαρχία…» (από ανέκδοτη επιστολή του Ηλία Τσιριμώκου στον Γ. Θεοτοκά, περιοδικό «Νέα Εστία» 2002).
Κατ’ αναλογίαν η κατασκευή της Αθήνας από το κυρίαρχο ρεύμα του βαυαρικού νεοκλασικισμού γρήγορα θα προκαλέσει τα τοπικά «αντισώματα».
«Επρεπε ίσως και ο δικός μας ο τόπος να δοκιμάσει τον ρομαντισμό του «ευρωπαϊκού» πολιτισμού (…) όταν ακόμη ούτε πρωτεύουσα δεν είχε το νέο ελληνικό Κράτος, ένα καραβάνι ρομαντικών ήρθε και κατασκήνωσε σε ένα κλασικό τοπίο. Για να χορέψει τους δικούς ρυθμούς και τα δικά του ρομαντικά τραγούδια, σκηνοθετώντας τα ίδια και τόσο βόρεια και «ευρωπαϊκά» έργα του, μέσα στον ρεαλιστικό όσο και ιδεαλιστικό νεοελληνικό χώρο (…). Γιατί, πραγματικά, από πούθε ήρθανε όλα αυτά τα αρχαία αετώματα και οι κλασικοί κίονες στη νέα Ελλάδα; (…) Μπροστά στα ρομαντικά κατασκευάσματα της παλιάς επίσημης αθηναϊκής κτιριοδομίας, ξεχωρίσαμε τα αληθινά αρχιτεκτονήματα του παλιού «λαϊκού» αθηναίου τεχνίτη…» (Αρης Κωνσταντινίδης «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» 1945).
Δεν πρόκειται για ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ακόμη και ο ακραία μοντέρνος αρχιτέκτονας Le Corbusier απομακρύνεται από το νεοκλασικό πνεύμα και εισέρχεται στον μοντέρνο κόσμο, με τη μύηση στη λαϊκή τέχνη από δύο ελβετούς ρομαντικούς (τον ποιητή και ζωγράφο Wilhelm Ritter και τον ζωγράφο Alexandre Cingria-Vaneyre), αλλά και με τις εμπειρίες από τις «τοπικές διαλέκτους» που αποκομίζει από τα μεγάλα του νεανικά ταξίδια σε Δύση και Ανατολή …
* Στη σκιά των αρχαίων ερειπίων
Αναμφισβήτητο είναι ότι στον ελληνικό χώρο αυτό το ρεύμα ιδεών θα βρίσκεται σε συνεχή ταλάντωση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις – τις σκιές του παρελθόντος και το όραμα του μέλλοντος. Ακόμη και η δυναμική «Λεωφόρος Συγγρού» των Γ. Θεοτοκά και Γ. Σεφέρη δεν παύει να ξετυλίγεται κάτω από την άγρυπνη ματιά των «αρχαίων ερειπίων».
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλές ανάλογες ανιχνεύσεις στα λόγια και στα έργα συγγραφέων, αρχιτεκτόνων ή ζωγράφων (Δ. Πικιώνης, N. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γ. Τσαρούχης κ.ά.), που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέθηκαν με τη γενιά του 1930. Ακόμη και εκεί όπου η άρνηση της Ιστορίας φραστικά είναι απόλυτη, είναι σχεδόν νομοτελειακές οι αναφορές στο αρχαίο ελληνικό πρότυπο, είτε μέσω του ρυθμού και των αναλογιών είτε μέσω των ιδιαιτεροτήτων του τοπίου.
Οσο, βέβαια, αυτές οι αναφορές απομακρύνονται από τα στερεότυπα ή τις αναγωγές σε ένα ορισμένο στυλ, όσο γίνονται άχρονες επιστροφές στις ρίζες και στην καταγωγή, τόσο πιο εύκολα συνδιαλέγονται με τη μοντέρνα πραγματικότητα σε μια διεθνή προοπτική…
* Ο ελληνικός μοντερνισμός
Ανακεφαλαιώνοντας, η «Λεωφόρος Συγγρού» της γενιάς του 1930, αν και συμβολίζει το αποφασιστικό πέρασμα της Ελλάδας στον μοντέρνο κόσμο, βρίσκεται πάντοτε υπόλογη στο δέος της μεγάλης κλασικής παράδοσης. H επινόηση αφενός της ιθαγένειας του ελληνικού τοπίου, η στροφή αφετέρου προς τη λαϊκή παράδοση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην ελληνική κλασική αρχαιότητα, τη βυζαντινή και την οθωμανική παράδοση, είναι οι δύο παράμετροι αυτού του ιδιότυπου ελληνικού μοντερνισμού, που θα επανέρχεται συχνά («το απλό «λαϊκό» σπιτάκι… σαν μια άλλη Αγιά Σοφιά ή σαν ένα άλλο Ερεχθείο» A. Κωνσταντινίδης).
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω» (Μυθιστόρημα, 1933).
«Γυρίσαμε. Πάντα κινάμε για να γυρίσουμε /στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες. /Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο /Συγγρού /το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου /που μας άφηνε θαματουργά στη /θάλασσα /την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες». (Σχέδια για το καλοκαίρι, Φθινόπωρο του 1936).
Αυτοί οι στίχοι του Γ. Σεφέρη επιβεβαιώνουν μεταξύ άλλων τον εγκλωβισμό αυτής της γενιάς στην ιδεολογία των «αρχαίων ερειπίων». H φυγή προς τα εμπρός, όπως συμβολίζεται μέσα από την ορμητική «Λεωφόρο Συγγρού» του Γ. Θεοτοκά το 1929, μένει τελικά ανολοκλήρωτη όπως φαίνεται άλλωστε και από τις πολιτικές εξελίξεις που θα επακολουθήσουν. H οικειοποίησή της επίσης αργότερα, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, από το ακαδημαϊκό σύστημα ιδεών θα οριοθετήσει τον δυναμισμό της στη μονόπλευρη πολιτική και ιδεολογική αναζήτηση ελληνικής εθνικής ταυτότητας, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλες παράπλευρες διαδρομές του ελληνικού μοντερνισμού που επιχείρησαν να συγχρονισθούν με τα ευρωπαϊκά και διεθνή ρεύματα ιδεών στην ολότητά τους…
H κυρία Φωτεινή Μαργαρίτη είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το κείμενο αποτελεί περίληψη ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στα πρακτικά του συνεδρίου «Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη» (Χανιά 24-27.10.2002).