Μέσα από πρακτικές που πιστοποιούν μια ριζοσπαστική συμπεριφορά απέναντι στην τέχνη και στην κοινωνία επιχειρούν διάφορες ομάδες και καλλιτέχνες να κάνουν σήμερα θέατρο. Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι ένας νομαδικός τρόπος σκέψης αφού οι εκφραστικές αναζητήσεις και οι προτάσεις τους δεν έχουν έναν τόπο ως σταθερή βάση αλλά είναι διαδικασίες καθ’ οδόν, εργασίες που παράγονται τμηματικά και σταδιακά στη διάρκεια μιας μετακίνησης από το ένα μέρος στο άλλο. H μετακίνηση αυτή είναι ένα ταξίδι που δίνει στους καλλιτέχνες τη δυνατότητα να συναντώνται με πρόσωπα και δεδομένα από άλλους πολιτισμούς, να αλλάζουν τους όρους και τις συνθήκες δουλειάς, να πραγματοποιούν νέους συνδυασμούς και ομαδοποιήσεις ακόμη και πάνω σε μια βάση εξαιρετικά εφήμερη.


Σε αυτόν τον ιδιάζοντα τρόπο παραγωγής οδηγήθηκαν οι καλλιτέχνες από την ανάγκη να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες βρίσκοντας στα διαφορετικά μέρη ποικίλες πηγές χρηματοδότησης, από τη διάθεση επίσης να εξασφαλίσουν για τα διαβήματά τους περισσότερο χρόνο έρευνας έξω από το στενό πλαίσιο των συνηθισμένων χρονικών διαγραμμάτων. Μια τέτοια τάση σημαίνει και την πρόθεσή τους για μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση από κεντρικούς θεατρικούς θεσμούς και από την κρατική κηδεμονία.


Ο ομαδικός τρόπος σκέψης παρατηρείται σε μια εποχή κατά την οποία η μετανάστευση, οι μετακινήσεις ομάδων και πληθυσμών είναι ένα μείζον κοινωνικό και πολιτιστικό ζήτημα με τεράστιες επιπτώσεις όχι μόνο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, στους πολιτισμούς της Ευρώπης, αλλά και στο πώς οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται τον ρόλο του χρόνου και του τόπου στη θεατρική δουλειά τους. Οι άνθρωποι του θεάτρου επιζητούν ειδικές εμπειρίες στις οποίες βαραίνει ο τοπικός παράγοντας ψάχνοντας για αντίβαρο στο παγκόσμιο σε καινούργιους τόπους, όπου οι ίδιοι μπορούν να συνυπάρξουν αλλιώς με τους θεατές, το κοινό, τους συμμετέχοντες. H απομάκρυνση από τους οικείους τόπους και χώρους, από τον οίκο με τη μεταφορική έννοια του όρου, είναι μια άλλου τύπου μετανάστευση, μια κατάσταση εξορίας που σηματοδοτεί την ετεροτοπία, την απώλεια της σταθερής τοπικής αναφοράς, την αμφισβήτηση του οίκου ως οικείου χώρου. Τα διάφορα θεατρικά εγχειρήματα είναι σήμερα υβριδικά, ρευστά, διεσπαρμένα. Συχνά αποτελούν παρεμβάσεις που αποβλέπουν στον δυναμικό διάλογο με τους κατοίκους μιας περιοχής, που εφάπτονται με άλλες πρακτικές του κοινωνικού βίου, ενώ βρίσκονται κάτω από την επίδραση των ανθρωπολογικών ιδεών καθώς αξιοποιούν μορφές από καθημερινές τελετουργίες, εντοπίζουν ίχνη σχετικά με τις συλλογικές ταυτότητες και τις κοινότητες ή αναδεικνύουν πολιτικές βγαλμένες από τη σύγκρουση του εθνολογικού παράγοντα με τον τεχνολογικό.


Ο νομαδισμός είναι εξάλλου σήμερα κυρίαρχος χάρη στα ταξίδια επικοινωνίας μέσα από το Διαδίκτυο. Ο χώρος εμφανίζεται εντελώς διευρυμένος, τα όριά του έχουν χαθεί καθώς το Internet επιτρέπει την περιήγηση προς παντού, ενώ υπαγορεύει στον χρήστη με το on line μια σκέψη και κατάσταση νομάδα. Μηνύματα νομαδισμού έρχονται από πολλές πλευρές: από την κοινωνική ζωή, την πολιτική σκέψη, τα ταξίδια, τις τέχνες και την πολιτιστική δράση, τις επιστήμες, τη θεωρία. Οι μετακινήσεις και οι μεταναστεύσεις, ενώ εκφράζουν μια περιέργεια για το αλλότριο και επιβεβαιώνουν την ανάγκη για ετερογένεια και διεθνικότητα, προκαλούν παράλληλα μιαν αποσταθεροποίηση της παλιάς διαλεκτικής ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, στο υποκείμενο και στο κράτος. Υπάρχει μια απορία γύρω από τις έννοιες της παράστασης και αναπαράστασης καθώς προτάσσονται το παραθεατρικό έναντι του θεατρικού, η δεξιοτεχνία έναντι του καλλιτεχνικού έργου, η αληθινή και απρόβλεπτη στιγμή της περφόρμανς έναντι του θεατρικού λόγου σχετικά με την αλήθεια των πραγμάτων. Αυτή η απορία συμβαδίζει με μια νευρικότητα της τέχνης, ακριβέστερα με μια νευρική ενέργεια την ώρα που τα σύνορα των τεχνών και άλλων πρακτικών βρίσκονται σε συνεχή μετακίνηση, που επικρατούν το αεικίνητο, η αστάθεια, οι τάσεις φυγής, η έλξη των ανακαλύψεων. Αλλά και ο θεατής δεν μένει ανεπηρέαστος μπροστά στην απορία και στη νευρικότητα αυτού του τύπου. Χάνει το αίσθημα της βεβαιότητας ότι είναι μέλος ενός συγκεκριμένου ακροατηρίου και κοινού, χάνει επίσης τη βεβαιότητα για το τι μπορεί να περιμένει από τη θεατρική πράξη, την υλική υπόσταση της παράστασης, τη φύση της θεατρικής επικοινωνίας.


Από το 1980 διαθέτουμε ένα εγχειρίδιο νομαδολογίας: τα Mille Plateaux των Ζυλ Ντελέζ και Φελίξ Γκαταρί με έναν παραγωγικό στοχασμό επάνω στο συλλογικό σώμα του κράτους και στο σώμα των νομάδων, πάνω στις μεγάλες παγκόσμιες μηχανές και στους τοπικούς μηχανισμούς, τις μειονότητες και μιαν άλλη αντίληψη εδαφικότητας. Από εκείνη τη νομαδική σκέψη που κατά τους συγγραφείς του βιβλίου ξετυλισσόταν «σε έναν περίγυρο χωρίς ορίζοντα, σαν σε χώρο λείο, στέπα, έρημο ή θάλασσα» και που ερχόταν σε αντίθεση με τη σκέψη οργανισμών οι οποίοι ακολουθούσαν ένα μοντέλο παρόμοιο με την οργανική εξουσία του κράτους, μπορούμε να φανταστούμε τη γέφυρα προς τη σημερινή περιοδεύουσα θεατρική σκέψη με τη συνεχή ροή της και το πέρασμα των ορίων.