Το 2005 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτος Θεοτοκά καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Με αφορμή λοιπόν την εκατονταετηρίδα του θα άξιζε να επανεξετάσουμε το έργο του πιο αντιπροσωπευτικού ίσως συγγραφέα της γενιάς του 1930 και μάλιστα στην εφημερίδα με την οποία συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια. Από το 1957 ο Θεοτοκάς ήταν τακτικός συνεργάτης του Βήματος και ως τον θάνατό του, το 1966, δημοσίευσε στην εφημερίδα 141 άρθρα.


* Τολμηρός διανοούμενος


Ο Θεοτοκάς ήταν πάντα ένας πολυσχιδής συγγραφέας και τολμηρός διανοούμενος ο οποίος δεν δίσταζε να γράφει για ποικίλα θέματα, από τη Ρωσική επανάσταση και τα μεσαιωνικά μνημεία της Ελλάδας μέχρι τον υπερρεαλισμό και το λογοτεχνικό ύφος. Προσπαθούσε πάντα να πάρει θέση, να εκφέρει άποψη, να προβλέψει εξελίξεις και δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ένας από τους πρώτους Ελληνες που μίλησαν για την ενωμένη Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τη διεισδυτικότητα των παρατηρήσεών του, ο Θεοτοκάς υπήρξε ο πεζογράφος που έγραψε ίσως τα περισσότερα δοκίμια και άρθρα πολιτικού στοχασμού αλλά και κοινωνικής ανάλυσης, προσπαθώντας να συλλάβει τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα αλλά και τις αδυναμίες, τις τάσεις και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Μια τέτοια διαρκής ενασχόληση με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφο τον προβληματισμό του γύρω από τη λογοτεχνία και την κριτική.


Για τούτο στην κριτική του ανάλυση ο Θεοτοκάς δεν ήταν ποτέ φορμαλιστής, δεν τον ενδιέφερε δηλαδή η υφή του κειμένου αλλά τα γενικότερα ζητήματα. Τον είλκυαν πνευματικές φυσιογνωμίες που ήταν ηγετικές, πρωτοποριακές, που είχαν βάρος και όραμα για την εποχή τους. Δεν είναι νομίζω τυχαίο το γεγονός ότι στο Ελεύθερο Πνεύμα υποστηρίζει ότι οι σπουδαιότεροι πεζογράφοι «δεν είναι καθαροί λογοτέχνες αλλά κριτικοί συγγραφείς: Ψυχάρης, Ροΐδης», διευκρινίζοντας ότι χωρίς να θέλει να υποτιμήσει την καλλιτεχνική τους αξία θεωρεί την κριτική και αναθεωρητική διάθεση δυνατότερη από την καθαρά δημιουργική. Τα δοκίμια του Θεοτοκά δεν είναι ούτε σαν τις Δοκιμές του Γιώργου Σεφέρη ούτε σαν τις Μελέτες του Ζήσιμου Λορεντζάτου, είναι πιο μαχητικά, πιο επίκαιρα καθώς προσπαθούν να συλλάβουν τον παλμό της εποχής τους και να συμβάλλουν στις εκάστοτε συζητήσεις και αναζητήσεις.


* Δίκαιος και ειλικρινής


Από την εποχή της Πνευματικής Πορείας (1961) ο κριτικός και δοκιμιογράφος Θεοτοκάς δεν προσέχτηκε, σε αντίθεση με τον θρησκευτικό (Η Ορθοδοξία στον καιρό μας [1975]), τον πολιτικό (Πολιτικά Κείμενα [1976], Στοχασμοί και Θέσεις – Πολιτικά Κείμενα 1925-1966 [1996]), τον επιστολογράφο (Γιώργος Θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1933-1966) [1975], Γ. Θεοτοκάς – Ν. Κάλας, Μια αλληλογραφία [1989]) ή τον ημερολογιογράφο (Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953) [1987], Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου» [1989]). Ο μυθιστοριογράφος και ο θεατρικός Θεοτοκάς ήταν πάντα λίγο πολύ στο προσκήνιο όχι μόνο με τις επανεκδόσεις των έργων του ή τις σχετικές μελέτες, αλλά και με τη διασκευή των μυθιστορημάτων του για την τηλεόραση ή με το ανέβασμα των θεατρικών του από διάφορους θιάσους, με «Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας» να είναι το πιο προσφιλές. Ως ποιο βαθμό όμως μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεοτοκά ως κριτικό; Ο Κ.Θ. Δημαράς στην εισαγωγή του στο Ελεύθερο Πνεύμα παρατηρεί τα εξής για τη σχέση του Θεοτοκά με την κριτική: «Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο Θεοτοκάς πάρεργα μόνο ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική, και σε καμμία περίπτωση μέσα στην αισθητική θέαση της λογοτεχνίας».


Ο Θεοτοκάς μπορεί να μην ήταν ένας συστηματικός ή εξ επαγγέλματος κριτικός, ήταν ωστόσο ένας από τους πιο ειλικρινείς που δεν δίσταζε να διατυπώσει ανεπιφύλακτα τις απόψεις του, να τις αναθεωρήσει αργότερα και να παραδεχτεί πως έσφαλε, όπως συνέβη στην περίπτωση του Καβάφη. Για τον Θεοτοκά η κριτική συνιστά και μια μορφή αυτοβιογραφίας και σε ένα κείμενό του αναλογίζεται τη φράση του Οσκαρ Ουάιλντ ότι η υψηλότερη καθώς και η χαμηλότερη μορφή της κριτικής είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας. Η ειλικρίνεια της κριτικής του και η διάθεση για αναθεώρηση καθιστούν τα κριτικά του κείμενα αυθεντικά τεκμήρια όχι μόνο των απόψεων του ίδιου αλλά και της γενιάς του, γιατί ο Θεοτοκάς λειτούργησε αρκετές φορές ως εκπρόσωπός της, συνομιλώντας με ομοτέχνους του ή αντιδικώντας κατά καιρούς με υπό διαμόρφωση τάσεις, ιδέες και γνώμες.


Ο Θεοτοκάς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο σύνδεσμος της γενιάς του ’30. Με αρκετούς εκπροσώπους της είχε στενή σχέση και αλληλογραφία (Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Κάλας) και στο σπίτι του τραβήχτηκε η περιβόητη φωτογραφία της γενιάς το 1963. Ηταν όμως και εκείνος που δεν δίσταζε να διαφωνήσει με τους συνοδοιπόρους του, όπως συνέβη με τον Καραντώνη για την περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου αλλά και με τον Ελύτη για τον υπερρεαλισμό. Οι διαφωνίες του δεν διαπνέονται από μισαλλοδοξία ούτε μικροψυχία αλλά από την αντίληψη, όπως γράφει στον Ελύτη, ότι «αφού πρόκειται για πνεύμα και για τέχνη, όλα αυτά πρέπει να γίνουνται ακριβώς με κάποια τέχνη, με κάποιο ιπποτισμό, με κάποιο ύφος».


* Οι ωφέλειες της αμφιβολίας


Ο Θεοτοκάς δεν ήταν ένας αναλυτικός κριτικός που έσκυβε συστηματικά πάνω στα κείμενα και τα ανέλυε λεπτομερειακά αλλά ένας κριτικός-χρονογράφος γιατί μέσα από την κριτική του προσπαθεί να δει ιστορικά τις εξελίξεις και να διακρίνει τους αντιπροσωπευτικούς τύπους κάθε εποχής, όπως κάνει στο κείμενό του για τον Καρυωτάκη. Οντας πνεύμα ανήσυχο και αντιδογματικό, πίστευε ότι κάποια διάθεση αμφιβολίας ωφελεί και καλό είναι συγγραφείς και κριτικοί να αυτοελέγχονται και να μην ικανοποιούνται. Ο αντιδογματισμός τον οδηγεί και στη σχετικότητα των κριτικών αξιολογήσεων: «Το φαινόμενο των πνευματικών έργων που δεν έχουν απήχηση στον καιρό τους, που συχνά καταδικάζουνται από τη σύγχρονή τους κριτική και που, τελικά, αναγνωρίζουνται σαν έργα αξίας από μεταγενέστερες γενεές δεν είναι βέβαια σπάνιο στην ιστορία των γραμμάτων». Οι απόλυτες γνώμες τον απωθούν, όπως και οι βιαστικές και μεροληπτικές εντυπώσεις ενώ πάντοτε βλέπει περιθώριο για το εφετείο της κριτικής όσον αφορά φαινομενικά αμετάκλητες κρίσεις.


Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστηρίζει ότι η κριτική του είναι υποκειμενική και έχει συναισθηματικά ερείσματα, εντούτοις αναζητεί τη στερεότητα, τη σαφήνεια και την ξεκάθαρη σκέψη. Στα κείμενά του της δεκαετίας του 1930, ο Θεοτοκάς προβάλλει το ιδεώδες ενός νέου κλασικισμού που συνδυάζει το δωρικό ύφος, τη διαύγεια του ελληνικού τοπίου και την ιδέα της δυναμικής συνέχειας. Στο δοκίμιό του «Η διαύγεια» (1931) τονίζει ότι η νεοελληνική σκέψη και πεζογραφία «όταν σημάνει η ώρα τους θα έχουν τη λιτότητα και τη διαύγεια των δωρικών ναών». Δεν τον ενδιαφέρει η «αυθόρμητη» και «πηγαία» τέχνη αλλά αυτή που συλλαμβάνει τον τραγικό ρυθμό της ιστορίας, μια λογοτεχνία πιο ουσιαστική και πνευματική στην οποία όμως προσάπτουν το στίγμα του εγκεφαλισμού.


Θεωρεί την περίπτωσή του μια ανωμαλία στα ελληνικά γράμματα γιατί δεν μπορούν να τον κατατάξουν: «Είμαι άραγε ένας κριτικός που γράφει και λογοτεχνικά βιβλία για να εφαρμόσει δεν ξέρω ποιες θεωρίες; Ή μια φύση διπλή, μυθιστοριογράφου και στοχαστή;». Η κριτική δραστηριότητα του Θεοτοκά γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ μυθιστοριογράφου και στοχαστή, αντλώντας από την τέχνη και την αισθαντικότητα του πρώτου και από τον προβληματισμό του δεύτερου πάνω σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Η μια ιδιότητα είναι σαν να τροφοδοτεί την άλλη, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λογοτέχνη, στοχαστή και κριτικού να μην μπορούν να διαγραφούν με σαφήνεια. Ισως για τούτο ο χαρακτηρισμός «κριτικός συγγραφέας», που χρησιμοποίησε ο ίδιος για τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, να του ταιριάζει καλύτερα.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.