Ενα στα τρία παιδιά πάσχει από σιδηροπενία. H αναγγελία ακολουθείται πάραυτα από τη διαφημιστική θεραπευτική αγωγή, όπου παλαιότερα πρωταγωνιστούσε ο ναύτης Ποπάι και το σιδηρούν σπανάκι. Τρία, σχεδόν, στα τρία παιδιά (και όχι μόνο) πάσχουν από λεξιπενία, αλλά εδώ το αντίδοτο ακόμη αναζητείται, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η επαύξηση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών σε Γυμνάσιο και Λύκειο (που πρόσφατα ανήγγειλε η υπουργός Παιδείας) μπορεί να λύσει το πρόβλημα.


Παλιό το ζήτημα και περίπου εθιμικός ο καβγάς που ακολουθεί κάθε φορά την ανακίνησή του. Και επειδή ο καβγάς θα συνεχιστεί, ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι προοδευτικά θα κωφωθούν δύο παράγοντες που μέχρι τώρα δημιουργούσαν αχρείαστες στρεβλώσεις: ο αρχαιολάγνος μεγαλοϊδεατισμός, από τη μια πλευρά, οι «φιλισταίοι» της τεχνοκρατικής αυταρέσκειας, από την άλλη.


Το ερώτημα αν χρειαζόμαστε τα Αρχαία Ελληνικά, τι είδους Αρχαία Ελληνικά χρειαζόμαστε και πώς πρέπει να τα μάθουμε δεν επιχωριάζει στην ελληνική εκπαίδευση. Είναι σύμπτωμα ευρύτερου γνωσιοθεωρητικού προβληματισμού σε εκπαιδευτικά συστήματα με μακρά ανθρωπιστική παράδοση και συναρτάται άμεσα με το είδος και το βάθος της «αρχαιολογίας» που η Δύση θεωρεί σήμερα απαραίτητη για την ιστορική και πολιτισμική της αυτογνωσία. Αλλά τον γρίφο αυτόν θα τον αφήσουμε για μιαν άλλη φορά. Για σήμερα έχω δύο επισημάνσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι τεχνικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα. H δεύτερη είναι πιο επώδυνη.


Οτι στο Γυμνάσιο ούτε «αποχρών λόγος ούτε και διαθέσιμος χρόνος» υπάρχει για τη συστηματική και εξαντλητική διδασκαλία του πολύτροπου φαινομένου που είναι ο αρχαίος λόγος το άρθρωσε πρόσφατα και καθαρά ο Δ. Μαρωνίτης («To Βήμα» 21.11.2004), ο οποίος, μεταξύ άλλων, ιχνογραφεί τη δελεαστική και εφικτή προοπτική μιας Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας (για το Γυμνάσιο) που, μετά παρρησίας μεικτή στο είδος της, θα προσφέρει επιλεγμένες ποσότητες γλωσσικής κατήχησης στη συσκευασία μιας ευπρόσιτης και ευπροσήγορης «μυθιστορίας».


Αλλά ένα καλό, ευσύνοπτο και εκσυγχρονισμένο «παραμύθι για την (εξελισσόμενη) ελληνική γλώσσα» θα βρει πιο πρόθυμα μαθητικά αφτιά αν το φιλοπερίεργο και εύπλαστο γυμνασιακό ακροατήριο έχει στη διάθεσή του το παράλληλο δέλεαρ-ελατήριο ενός διαταξικού εγχειριδίου που θα αποδελτιώσει «διαφημιστικά» ορισμένα από τα αξιοθέατα της ελληνικής αρχαιότητας (ιστορικά, πολιτισμικά και γραμματολογικά) σε διαβαθμισμένες ενότητες που άλλοτε θα εμφανίζονται ως άνετα και χαλαρά σενάρια, άλλοτε θα δραματοποιούν (ακόμη και με τη μορφή διαλόγων ανάμεσα σε «επώνυμα» ή «κοινά» πρόσωπα) την αρχαιογνωστική πρώτη ύλη και κάποτε θα «καταδέχονται» ένα είδος ευτράπελης ανεκδοτολογίας, χωρίς ιδεαλιστικούς πουριτανισμούς, δασκαλίστικες σεμνοτυφίες και σχολαστικές εμμονές.


Ο αρχαίος κόσμος είναι τόσο ζωντανός όσο αντέχουμε και ξέρουμε να τον παρουσιάζουμε· και γίνεται μέρος της «παροντικότητάς» μας αν, με διακριτική τόλμη, μιλήσουμε γι’ αυτόν όχι με μουσειακές και μαυσωλειακές φόρμουλες αλλά με τη συμμετοχική διάθεση και την ιδιωματική σύγχρονη γλώσσα στην οποία «συγκατοικούμε» με τα παιδιά.


Ανάμεσα στην «υψηλόφρονα» αγγαρεία του θουκυδίδειου «Επιτάφιου» και τη μυθοπλαστική ασυδοσία του Χόλιγουντ, ανάμεσα στο «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο» και το «Antiquity can be fun», υπάρχουν έξοχες ευκαιρίες για υπεύθυνη και παραγωγική «διαχείριση» η οποία, ανάμεσα σε άλλα (και εδώ ήθελα να καταλήξω), θα προκαλέσει οργανικό και αυθεντικό ενδιαφέρον, από την πλευρά των μαθητών, για τη γλώσσα του αρχαίου κόσμου. H έλξη που ασκεί ένας πολιτισμικός χώρος ακονίζει το ενδιαφέρον για τη γλώσσα όπου έχει εναποτεθεί η πολιτισμική του περιπέτεια. Αυτός είναι ο κανόνας, που μπορεί εύκολα να επαληθευτεί από την κοινή εμπειρία του καθενός μας· το αντίστροφο (που δεν αποκλείεται αλλά παραπέμπει σε γλωσσολογικώς προγραμματισμένα γονίδια) είναι η εξαίρεση.


Είναι, νομίζω, εύλογο να πάρουμε για εμπειρική αφετηρία τον κανόνα. Οσοι μαθητές προσηλυτιστούν «σε βάθος» θα προσέλθουν στη συνέχεια, και με την προσήκουσα όρεξη, σε έναν συστηματικό κύκλο γλωσσικής διδασκαλίας (στο πλαίσιο της λεγόμενης «θεωρητικής κατεύθυνσης» ή στο «κλασικό Λύκειο»). Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει νέα εκσυγχρονισμένα εγχειρίδια που δεν θα ποντάρουν σε ένα είδος προνομιακής και μεταφυσικής συγγένειας των ελληνοπαίδων με τα Αρχαία αλλά, όπως σημείωνε τις προάλλες ο A. Φ. Χριστίδης («Ελευθεροτυπία», 27.11.2004), θα τα αντιμετωπίζουν ως «άλλο» γλωσσικό σύστημα – έστω, ως το ιστορικά «δικό μας άλλο». Αρχαιογλωσσική διδασκαλία εν είδει μαζικού μαθητικού συσσιτίου είναι, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αδιέξοδη ματαιοπονία.


Για το δεύτερο, και πιο επώδυνο, ζήτημα θα είμαι σύντομος. Αν το τελικό ζητούμενο της ιστορίας αυτής είναι η πρόσβαση στο παιδευτικό αγαθό που προσφέρει η εμπειρία της αρχαιότητας, είναι καιρός να αναλογιστούμε μήπως η περιοριστική εξίσωση της αρχαιότητας με το ελληνικό «θαύμα» δεν είναι μόνο ιστορικά και πραγματολογικά ανιστόρητη αλλά και λανθάνουσα τροφός ενός ενδημικού ναρκισσισμού που τις περισσότερες φορές στρεβλώνει την (αναγκαία κατά τα άλλα) αίσθηση της συλλογικής μας αυτοεκτίμησης. H λόγια Δύση «αρχαιολογεί» δυνάμει μιας διπλής, ελληνορωμαϊκής, εξίσωσης. Μήπως συνωθούμαστε όλοι μας («προοδευτικοί», «συντηρητικοί», «γρανιτώδεις ελληνάρες» και «δωσίλογοι εκσυγχρονιστές») σε ένα σιωπηλό συλλαλητήριο με το μονοπωλιακό σύνθημα «η αρχαιότητα είναι ελληνική»; Μήπως είναι το περιούσιο πεπρωμένο μας που μας απαλλάσσει χατιρικά από τη μισή «εξεταστέα ύλη»; Ή μήπως η επιλεκτική όρασή μας δίνει το μέτρο της συνολικής, ιστορικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής, αμβλυωπίας μας; Για λεξιπενίες θα μιλάμε τώρα;


Το κείμενο αυτό γράφτηκε λίγο καιρό πριν ο Τάσος Χριστίδης περάσει αδόκητα στην αντίπερα όχθη. Αφιερώνεται στη μνήμη του – με αποθυμιά που πρόλαβε κιόλας να θεριέψει.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγέλης είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.