Η μορφή της σύγκρουσης στου Μακρυγιάννη έχει μάλλον παρεξηγηθεί από τις μεταγενέστερες περιγραφές. Ο «καταιονισμός των οβίδων πυροβολικού και όλμων που έπιπτε επί των επάλξεων των αμυνομένων εντός του στρατοπέδου» απέχει πολύ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, από την πραγματικότητα. Πυροβολικό από την πλευρά του ΕΛΑΣ δεν υπήρχε την πρώτη αυτή ημέρα της μάχης του Μακρυγιάννη (6 Δεκεμβρίου). Ακόμη και όταν αργότερα χρησιμοποιήθηκαν δύο πυροβόλα, η τροφοδοσία τους με πυρομαχικά ήταν η ελάχιστη δυνατή και δεν επέτρεπε παρά ευκαιριακά πυρά. Οι όλμοι ήταν επίσης είδος σπάνιο στην πλευρά των πολιορκητών, όπως και τα πυρομαχικά τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τα αυτόματα όπλα, των οποίων οι ριπές δεν μπορούσε να είναι αδιάκοπες. Την πρώτη αυτή ημέρα ο οπλισμός και των δύο αντιπάλων δεν ήταν πλήρης, ενώ σε μεγάλο βαθμό απετελείτο από ιταλικά όπλα των οποίων τα πυρομαχικά δεν μπορούσαν να ανανεωθούν απεριόριστα. Οι πολιορκημένοι είχαν περίπου 40 σφαίρες για το καθένα από τα 265 ιταλικά τυφέκια που αποτελούσαν μέρος του οπλισμού τους, ενώ οι δυνατότητες σε πυρομαχικά των πολιορκητών σίγουρα δεν υπερέβαιναν αυτό το επίπεδο.


Στη διάρκεια λοιπόν των έξι ως εννέα ωρών της πρώτης αποφασιστικής αναμέτρησης τα τυφέκια αυτά μπορούσαν να ρίξουν τέσσερις ως επτά σφαίρες την ώρα προτού εξαντληθούν πλήρως τα πυρομαχικά τους. Το ίδιο ίσχυε για τα αυτόματα ΣΤΕΝ της φρουράς, των οποίων το άμεσα διαθέσιμο απόθεμα πυρομαχικών ανερχόταν την πρώτη αυτή ημέρα σε 150 φυσίγγια για το καθένα. Αυτό σήμαινε 17 ως 25 βολές την κάθε ώρα της έντονης εμπλοκής ή, αν προτιμάτε, δέκα ως δεκαπέντε δευτερόλεπτα βολής την κάθε ώρα. Κάτι ανάλογο ισχύει για τις χειροβομβίδες, τα εκρηκτικά και τα εμπρηστικά, των οποίων οι ποσότητες, λαμβανομένων των συνθηκών, δεν ήταν απεριόριστες.


Επικό σκαρίφημα


Στην περίπτωση που θα θέλαμε να αναπλάσουμε την εικόνα της μάχης της 6ης Δεκεμβρίου στου Μακρυγιάννη, θα πρέπει να περιορίσουμε κατά πολύ το επικό της σκαρίφημα που οι αφηγήσεις κατασκευάζουν και να σκεφθούμε με τους όρους μιας μεθοδικής αναμέτρησης σε κατοικημένο περιβάλλον Στην ουσία, πέρα από τις αιχμές των αποφασιστικών και βιαστικών μετακινήσεων και εφόδων, η αναμέτρηση έμοιαζε με μια παρτίδα σκάκι όπου οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν τις θέσεις και τις διαθέσεις των απέναντι και να προσδιορίσουν κενά και παραλείψεις που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν ή να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους. H μελέτη του πεδίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, το εσωτερικό δηλαδή των κτιρίων, ήταν αόρατο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πληροφορίες από τα «μέσα», από κάποιον κάτοικο συγκεκριμένης πολυκατοικίας ή έστω συχνό επισκέπτη της, έδιναν τη λύση και επέτρεπαν τη διαμόρφωση σχεδίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η αναγνώριση έπρεπε να γίνει από τους μαχομένους την ώρα της δράσης, ο κίνδυνος και οι συνεπακόλουθες απώλειες αυξάνονταν καθώς στην κυριολεξία η κίνηση γινόταν στα τυφλά. Στον τομέα αυτόν οι αμυνόμενοι είχαν το πλεονέκτημα καθώς είχαν επιθεωρήσει προτού αρχίσει η σύγκρουση τα γύρω σπίτια και είχαν επιλέξει από αυτά τα πλέον κατάλληλα για μετατροπή τους σε οχυρά και φυλάκια. Στην άλλη πλευρά ο ΕΛΑΣ βασιζόταν αναγκαστικά σε μαρτυρίες περιοίκων ή κατοίκων των διαμερισμάτων της περιοχής. Οι πληροφορίες δεν έλειπαν, ήταν όμως δύσκολο να βρεθούν αυτοί που τις κατείχαν στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη ώρα. H συγχώνευση των κλιμακίων εφόδου και ο αυτοσχεδιασμός που αναγκαστικά επιβλήθηκε μετά τα πρώτα βήματα της εφόδου επέτειναν το πρόβλημα αυτό.


Οι ομάδες των μαχητών περνούσαν τον περισσότερο χρόνο περιμένοντας. Οι επιτιθέμενοι φρόντιζαν να καλυφθούν σε γωνίες, σε αυλές, σε εισόδους πολυκατοικιών ή σε κώχες των κτισμάτων ώσπου να βρεθεί ένας τρόπος να προχωρήσουν. Οταν αυτός βρισκόταν χρειαζόταν πάλι συνήθως μια χρονοβόρα προπαρασκευή. Οι ομάδες του «μηχανικού» – θα λέγαμε -, όσοι δηλαδή ήσαν επιφορτισμένοι με τη διάνοιξη εσωτερικών διόδων, έπρεπε μεθοδικά να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους και αυτό στην περίπτωση που η δουλειά αυτή μπορούσε να γίνει με τα φτωχά μέσα που διέθεταν. Η απόπειρα διάτρησης λ.χ. ενός τοίχου από μεγάλες πέτρες τραβούσε ανεξέλεγκτα σε χρόνο ενώ ήταν πρακτικά αδύνατον να τρυπηθεί ένα τοιχίο από μπετόν. Τα τούβλα ήταν ιδανική περίπτωση για την «εσωτερική» προέλαση των επιτιθεμένων. Αντίθετα, πρόσφεραν ελάχιστη κάλυψη από τα εχθρικά πυρά και μπορούσαν να αποδειχθούν αληθινές παγίδες απέναντι στα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που από την πρώτη στιγμή διέθεταν οι αμυνόμενοι στο στρατόπεδο.


Στα εξωτερικά φυλάκια επίσης οι χωροφύλακες και οι αξιωματικοί τους περίμεναν και αυτοί προσπαθώντας να μαντέψουν τα σχέδια που ο εχθρός απεργαζόταν σε βάρος τους. Το τελευταίο το μάθαιναν συνήθως την τελευταία στιγμή, όταν μια έκρηξη έριχνε κάτω κάποιον μεσότοιχο ή όταν από κάποιο γειτονικό μπαλκόνι, παράθυρο ή ταράτσα έρχονταν απροειδοποίητα χειρομβίδες. Οταν τα πράγματα έφθαναν στο σημείο αυτό χρειάζονταν γρήγορες κινήσεις και αντιδράσεις σε απόλυτη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της απραξίας. Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η σκέψη. Στο μεσοδιάστημα ως την εκπόνηση και την προετοιμασία των σχεδίων της εφόδου τα «χωνιά» δεν έπαυαν να μιλούν από την απέναντι όχθη, μία ή δύο πολυκατοικίες μακρύτερα δηλαδή. Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο Δασκαλάκης και μερικές από τις μετέπειτα εκθέσεις των αξιωματικών του συγκροτήματος, τα «χωνιά» μάλλον δεν ανακοίνωναν την υποτιθέμενη πρόθεση των επιτιθεμένων να σφάξουν τους πάντες εντός και εκτός του στρατοπέδου. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παράλογο καθώς η παράδοση των υπερασπιστών κάθε σημείου ή φυλακίου αποτελούσε για τους επιτιθεμένους την πλέον συμφέρουσα λύση. Η δε παράδοση δύσκολα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μοναδική δηλωμένη προοπτική τη θανάτωση.


Οι χωροφύλακες του Δεκεμβρίου


Τα «χωνιά» διαχώριζαν τους λίγους ή τους πολλούς «επίορκους» και «προδότες» αξιωματικούς από τη μάζα των απλών χωροφυλάκων που δεν «βαρύνονταν με εγκλήματα», τους οποίους και καλούσαν να παραδοθούν και να μεταβούν στα σπίτια και στις οικογένειές τους. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα εκτίμησης και δυνατοτήτων. Ούτε η πρώτη ούτε οι δεύτερες οδηγούσαν κατ’ αρχήν στη συνδιαλλαγή με τους απέναντι εχθρούς. Η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη περιελάμβανε σε σημαντικό ποσοστό «πρόσφυγες» από την επαρχία, ανθρώπους δηλαδή που είχαν κάθε λόγο να αποφύγουν την κυριαρχία του ΕΑΜ και πιθανότατα την τιμωρία που το τελευταίο προόριζε γι’ αυτούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η θέση των στελεχών και των οπλιτών της Αθήνας που για πολλούς μήνες μετείχαν ενεργά στις φοβερές εκστρατείες ενάντια στις αθηναϊκές συνοικίες, στα μπλόκα, στις εκτελέσεις, στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς. Για όλους αυτούς η προσφορά του ΕΛΑΣ «να πάνε σπίτια τους» πολύ μικρή σημασία είχε. Βρίσκονταν στου Μακρυγιάννη ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά ή στην επαρχία. Εκεί ήταν γνωστοί και συχνά η Νέμεση τους παραμόνευε. Ταυτόχρονα το ποσοστό των αξιωματικών ήταν καταθλιπτικό στη μονάδα καθώς η σχέση ξεπερνούσε το ένα προς τέσσερα ως προς τους οπλίτες, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα το ποσοστό των υπαξιωματικών-ενωμοταρχών ανάμεσα στους τελευταίους. Ενας ενωμοτάρχης ασκώντας την εξουσία του πιο «προσωπικά» είχε στο γενικό κλίμα της εποχής περισσότερα ίσως να φοβηθεί από έναν ταγματάρχη. Να μην ξεχνάμε ότι οι Χωροφύλακες του Δεκεμβρίου 1944 ήσαν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής δύναμης του σώματος στη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Το γεγονός ότι παρέμεναν κάτω από τις σημαίες αντί να περιμένουν ήρεμα την εξομάλυνση οφειλόταν είτε στον φανατισμό τους είτε στις πράξεις και στα έργα τους στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αυτά τα δύο ταυτίζονταν.


H προστασία της ζωής


Τη συνοχή στους αμυνομένους κρατούσε ο φόβος για την τύχη που τους περίμενε στην άλλη όχθη καθώς και η αίσθηση ασφάλειας που η ομάδα παρείχε. Οταν η ομάδα σταματούσε να παρέχει την προστασία της, στα απομονωμένα εξωτερικά φυλάκια του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, όπως και στις άλλες μεμονωμένες φρουρές, η διάθεση άλλαζε προς τη μοιρολατρική αποδοχή της τύχης και την παράδοση. Η τελευταία στις τότε συνθήκες ελάχιστα πράγματα εξασφάλιζε. Το πρώτο που έχαναν οι αιχμάλωτοι χωροφύλακες και στρατιωτικοί ήταν οι στολές και η εξάρτυσή τους. Με αυτές ντύνονταν αμέσως μαχητές του ΕΛΑΣ σε τρόπο ώστε να προκαλούν σύγχυση στις γραμμές του εχθρού και ιδιαίτερα στους βρετανούς σκοπευτές του Βράχου της Ακρόπολης. Μετά την άλωση των εξωτερικών φυλακίων και τον πολλαπλασιασμό των αιχμαλώτων και των στολών που βρίσκονταν στη διάθεση του ΕΛΑΣ η διοίκηση του στρατοπέδου αποφάσισε τη χρήση περιβραχιόνιων λευκού χρώματος σε τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν οι όμοια ντυμένοι χωροφύλακες και ελασίτες.


Για τον ΕΛΑΣ είχε ιδιαίτερη σημασία η διασφάλιση της ζωής των παραδοθέντων αντιπάλων του, όσο τουλάχιστον αυτοί βρίσκονταν κοντά στο πεδίο της μάχης. Για τον λόγο αυτόν η εκτέλεση επτά παραδοθέντων Χωροφυλάκων αμέσως μετά την παράδοσή τους από τον διοικητή του τάγματος του Πειραιά θεωρήθηκε βαθύ παράπτωμα, σχεδόν προδοσία. Μακριά από το πεδίο της μάχης, στις συνοικίες, οι σκοπιμότητες εξασθενούσαν και η τύχη των αιχμαλώτων γινόταν ολοένα και περισσότερο αβέβαιη. Ο διαχωρισμός αξιωματικών και οπλιτών ήταν απόλυτος και, ενώ για τους πρώτους οι διαδικασίες επιλογής οδηγούσαν συνήθως στην εκτέλεση, για τους δεύτερους όλες οι πιθανότητες ήσαν ανοικτές.


O κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το παρόν είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Τριάντα τρεις ημέρες στην Αθήνα. H μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριοτου 1944», που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα.