H Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η ελευθερία της πληροφόρησης, δηλαδή η ελευθερία του Τύπου και της ραδιοτηλεόρασης, υπόκειται στους πλέον ασυνήθεις και δρακόντειους περιορισμούς. Ας αναφερθούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα που πιστοποιούν αυτά τα όχι και τόσο τιμητικά «πρωτεία» της χώρας μας σε τυποκτόνους νόμους.
* Είμαστε η χώρα που επινόησε τον θεσμό των κατώτατων ορίων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που προξενείται από δημοσιεύματα του Τύπου ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (N. 1178/1981, N. 2328/1995) και τα οποία πλέον ανέρχονται σε δέκα εκατομμύρια δραχμές για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε εκατό εκατομμύρια δραχμές για τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Με άλλα λόγια, αφαιρέσαμε από τον δικαστή τη δυνατότητα να εκτιμήσει κατά κυριαρχική κρίση πόσο πράγματι εθίγη ο πολίτης στην τιμή και στην υπόληψή του. Το σύστημα αυτό έχει ανοίξει τον δρόμο σε μια «πλημμυρίδα» αγωγών, συχνά προσχηματικών, με στόχο τον εξαναγκασμό των μέσων ενημέρωσης σε εξώδικο συμβιβασμό. Ευτυχώς, έστω και με αρκετή καθυστέρηση, τα ελληνικά δικαστήρια διέγνωσαν την ασυμφωνία των διατάξεων αυτών με την αρχή της αναλογικότητας.
* Είμαστε η χώρα που με χαρακτηριστική ευκολία επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής του N. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και στη δημοσιογραφική δραστηριότητα, θεσπίζοντας μάλιστα και λίαν αυστηρές ρυθμίσεις, ωσάν η ελευθερία της πληροφόρησης να είναι εξ ορισμού ένα υποδεέστερο δικαίωμα σε σχέση με το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ομως αυτή καθαυτή η δημοσιογραφική δραστηριότητα, η οποία φυσικά συνίσταται και στη συλλογή προσωπικών δεδομένων, δεν αποσκοπεί στην «αρχειοθέτηση» των δεδομένων αυτών αλλά στην άμεση «κατανάλωσή» τους με σκοπό την ενημέρωση του κοινού και συνεπώς θα έπρεπε να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του N. 2472/1997.
* Είμαστε η χώρα που κατάργησε τη διάκριση μεταξύ ετερορρύθμισης και αυτορρύθμισης στον τομέα της ραδιοτηλεοπτικής πληροφόρησης. Οι κώδικες δεοντολογίας του ΕΣΡ (βλ. ΠΔ 77/2003) αποτελούν νόμους του κράτους, παρά το γεγονός ότι το λεπτομερειακό και λίαν αυστηρό περιεχόμενό τους προσιδιάζει μόνο σε κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής, δηλαδή σε προϊόντα αυτορρύθμισης του δημοσιογραφικού σώματος. Το προηγούμενο παράδειγμα θέσπισης από το κράτος κανόνων δημοσιογραφικής ηθικής μάς το προσφέρει το περιβόητο ΝΔ 1004/1971.
* Είμαστε τέλος η χώρα που κινδυνεύει να καταδικαστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον υπερβολικό «σεβασμό» της στην αρχή του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης, που έφθασε σε τέτοιον βαθμό ώστε να παραβιάζει την αρχή της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο το άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος, που έθεσε υπό την αιγίδα του Συντάγματος την άγνωστη διεθνώς απαγόρευση της συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης και άλλων οικονομικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαγωνισμούς για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, εισαχθείσα το πρώτον με τον N. 2328/1995. Είναι κυρίως η νομοθετική υλοποίηση του συνταγματικού αυτού κανόνα από το 3021/2002 και η επικείμενη τροποποίηση του νόμου αυτού από τη νέα κυβέρνηση. Ο N. 3021/2002 έρχεται σε σύγκρουση με τη συνταγματική και ευρωπαϊκή νομιμότητα γιατί αποσυνδέει την έννοια του «βασικού μετόχου» από τη γενικώς παραδεδεγμένη στο δίκαιο του ανταγωνισμού έννοια του «ελέγχου» επιχειρήσεων. Ετσι η ταύτιση του «βασικού μετόχου» με την κυριότητα μετοχών που αντιστοιχούν στο 5% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου (άρθρο 1 παρ. 4 του N. 3021/2002) είναι πολύ πιο κάτω από το λογικό ποσοστό που συνιστά «έλεγχο», ενώ ανάξια σοβαρού επιστημονικού σχολιασμού είναι η προτεινόμενη μείωση του ποσοστού αυτού στο 1% (!), η οποία κινείται πλέον στη σφαίρα της νομικής παραδοξολογίας. Οσον αφορά την άλλη καινοφανή ιδέα του a priori χαρακτηρισμού των συζύγων και συγγενών ως «παρένθετων» προσώπων, αυτή δεν συναντάται σε καμία ελληνική ή διεθνή διδασκαλία του αστικού ή εμπορικού δικαίου περί «παρένθετων» προσώπων, εκτός του ότι παραβιάζει βάναυσα τη θεμελιώδη συνταγματική αξία της προσωπικής αυτονομίας (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.).
Πώς φθάσαμε στο σημείο αυτό; Γιατί στην Ελλάδα επικράτησε η ιδέα ότι ο τομέας των μέσων ενημέρωσης είναι ένα ανοικτό χωράφι στο οποίο ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης μπορούν να παρεμβαίνουν σχεδόν ελεύθερα και απεριόριστα, κατά περιφρόνηση της ελευθερίας της πληροφόρησης;
Νομίζω ότι η δυσπιστία ή και η εχθρότητα με την οποία περιβάλλει η ελληνική έννομη τάξη την ελευθερία της πληροφόρησης έχει πρωτίστως μια ιστορικο-πολιτική εξήγηση, η οποία πρέπει να αναζητηθεί στο «κομματοκρατικό» σύστημα που εδραιώθηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, δηλαδή στην υπερτροφική συσσώρευση εξουσίας στα χέρια των κομμάτων, τα οποία επιδιώκουν να έχουν το μονοπώλιο στην άσκηση επιρροής στο πεδίο της πολιτικής και δεν ανέχονται άλλα κέντρα εξουσίας στη δημόσια σφαίρα.
Ωστόσο η γενική τάση της εποχής μας δεν ευνοεί την προοπτική της «κομματοκρατίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημόσια συζήτηση έχει μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Βουλή και το εσωτερικό των κομμάτων στα μέσα ενημέρωσης και ιδίως στο παλκοσένικο της τηλεόρασης.
O πρωταγωνιστικός ρόλος των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική επικοινωνία οδηγεί σε μείωση του κομματικού ελέγχου πάνω στις πολιτικές διαδικασίες και δημιουργεί έντονο αίσθημα ανασφάλειας στην «πολιτική τάξη». Δεν υπάρχουν πλέον ούτε ευθύγραμμες πολιτικές εξελίξεις ούτε σταθεροποιημένοι πολιτικοί συσχετισμοί ούτε εξασφαλισμένες πολιτικές σταδιοδρομίες, γιατί όλα αυτά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική λειτουργία των μέσων ενημέρωσης. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπουργοί και πρώην υπουργοί, κορυφαία κομματικά στελέχη, βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με τη «διάχυτη» πολιτική τους ευθύνη για τα λάθη ή τις ανεπάρκειές τους, ευθύνη την οποία καταλογίζουν ενώπιον της κοινής γνώμης τα μέσα ενημέρωσης.
Τα νομοθετήματα στα οποία αναφερθήκαμε ενδεικτικά προηγουμένως, και ιδίως η επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία της νέας κυβέρνησης για τα μέσα ενημέρωσης, βρίσκουν κατά βάθος την εξήγησή τους στον φόβο που αισθάνεται η ελληνική «πολιτική τάξη» απέναντι στον πολιτικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης.
Δεν θέλουμε εδώ να αρνηθούμε τον υπαρκτό κίνδυνο χειραγώγησης της πληροφόρησης από επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης «συνδεδεμένες» με άλλες οικονομικές επιχειρήσεις, και όχι μόνον αυτές που δραστηριοποιούνται σε διαγωνισμούς ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, στις οποίες εξαντλείται επιλεκτικά η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ., ενώ θα έπρεπε να τις καταλαμβάνει όλες, ανεξαρτήτως του τομέα της οικονομικής ζωής στον οποίο δραστηριοποιούνται.
Ωστόσο η παρέμβαση του κράτους προκειμένου να εξασφαλίσει την εντιμότητα και την αμεροληψία της πληροφόρησης δικαιολογείται μόνο όταν πράγματι διαπιστώνεται χειραγώγηση της πληροφόρησης, δηλαδή ψευδής ή διαστρεβλωμένη πληροφόρηση ή «εσωτερική» λογοκρισία που οδηγεί σε αποσιώπηση ειδήσεων, ερμηνειών ή αξιολογήσεων.
Ο N. 2328/1995 μεριμνά για το θέμα αυτό εισάγοντας την έννοια της «αθέμιτης χρήσης των μέσων ενημέρωσης» (άρθρο 1 παρ. 11) και το ΕΣΡ θα μπορούσε, αντί να καταπιάνεται με ζητήματα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, τα οποία εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων και των τεχνικών του γνώσεων, να ασκήσει τον έλεγχο αυτόν, επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στα μέσα ενημέρωσης που χρησιμοποιούνται ανεπιτρέπτως από τους ιδιοκτήτες τους για την εξυπηρέτηση και προώθηση των «εξωεπικοινωνιακών» τους οικονομικών συμφερόντων.
Αν ήμασταν μια χώρα που έπαιρνε στα σοβαρά την ελευθερία της πληροφόρησης, τότε δεν θα χρειαζόμασταν άλλη ρύθμιση για την καταπολέμηση της «διαπλοκής» εκτός από την προαναφερθείσα ρύθμιση του N. 2328/1995 περί «αθέμιτης χρήσης των μέσων ενημέρωσης». Από ‘κεί και πέρα, είναι ζήτημα της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων η διασφάλιση της διαφάνειας και των αρχών του πραγματικού και αποτελεσματικού ανταγωνισμού κατά τη σύναψή τους. Και επειδή η «διαπλοκή» μπορεί να πάρει και τη μορφή της πολιτικής διαφθοράς, είναι ζήτημα της νομοθεσίας περί εκλογικών δαπανών και της οικονομικής διαχείρισης των κομμάτων και των βουλευτών η αποτελεσματική διασφάλιση της διαφάνειας και στον τομέα αυτόν, ώστε να αποκαλύπτονται οι ανέντιμοι πολιτικοί.
Ομως η νέα κυβέρνηση, αντί να ανοίξει μια σοβαρή και πολιτισμένη δημόσια συζήτηση πάνω στα ζητήματα αυτά, που θα μπορούσε να οδηγήσει στη βελτίωση των προαναφερομένων ρυθμίσεων, κυρίως από την άποψη της αποτελεσματικότητάς τους, και γιατί όχι στην «αυτοδιόρθωση» των αρχικών της θέσεων, χρησιμοποιεί τη συναίνεση των εκλογέων της 7ης Μαρτίου ως επιχείρημα για να δικαιολογήσει τη θέσπιση ενός νέου δρακόντειου νόμου, ο οποίος υποτίθεται ότι θα έλθει να αποκαταστήσει το αληθινό νόημα του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ.
Στο κλίμα αυτό, υπάρχει πλέον σοβαρός κίνδυνος να επικρατήσει στον νέο νόμο για τα μέσα ενημέρωσης η λογική του πολέμου: συμβολικά εναντίον της «διαπλοκής» αλλά στην πραγματικότητα εναντίον όλων εκείνων που η νέα κυβέρνηση λογαριάζει στην κατηγορία των «εχθρών» της.
Ο κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, επίκουρος καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου.