Στο τέλος της προηγούμενης επιφυλλίδας μου έγραφα ότι με τη συνέχειά της θα επιχειρούσα μια πολιτική ανάγνωση των ποιημάτων του «πολιτικού κύκλου» του Καρυωτάκη. Ομως, καθώς σκέφτομαι ότι ο σκοπός μου δεν είναι τόσο να προσδιορίσω το πολιτικό στίγμα της καρυωτακικής ποίησης όσο να δείξω την παρανάγνωσή της για τις ανάγκες μιας αντισεφερικής χρήσης της από τους πολιτικώς ορθούς κριτικούς (μεταμοντέρνους και μη), θα επιχειρήσω κάτι εναργέστερο. Θα διαβάσω την ποίηση του Καρυωτάκη με τον τρόπο με τον οποίο οι κριτικοί αυτοί διαβάζουν τον Σεφέρη.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τους εν λόγω κριτικούς, στην περίπτωση των δύο ποιητών, τους διακρίνει μια αντιφατικά επιλεκτική λειτουργία της όρασης, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως ταυτόχρονη τύφλωση επί του υπαρκτού και θέαση του ανύπαρκτου. Διότι δεν βλέπουν ότι η ποίηση του Καρυωτάκη, την πολιτική φύση της οποίας χαρακτηρίζουν αριστερή, περιέχει, και μάλιστα επηυξημένα, όλα εκείνα τα στοιχεία που οι ίδιοι στην ποίηση του Σεφέρη μέμφονται ως συντηρητικά ή αντιδραστικά.
Απορεί κανείς πώς κριτικοί με τόση οξυδέρκεια ώστε να ανακαλύπτουν εθνοκεντρικό χαρακτήρα στην ποίηση του Σεφέρη δεν έχουν προσέξει στο Ελεγεία και σάτιρες (1927), στο σημαντικότερο βιβλίο του Καρυωτάκη, εκείνα τα ποιήματα στα οποία το κατ’ αυτούς εθνοκεντρικό γνώρισμα είναι εμφανές: τους πατριωτικούς στίχους της «Ηρωικής τριλογίας», στο κέντρο της συλλογής, και το ελεγείο για τους νεκρούς βετεράνους της Μικρασιατικής Καταστροφής («Οταν άνθη εδένατε…»). Απορεί κανείς πώς οι εν λόγω κριτικοί δεν διασυνδέουν τους στίχους αυτούς με εκείνους τους στίχους του εικοσιπενταετούς Καρυωτάκη που τελειώνουν με την προτροπή «Και με τον Κωνσταντίνο […] να μπούμε στην Αγια Σοφιά» («Τα παλιά μας τραγούδια, Πατρίδα», 1921), και πώς δεν αναφέρουν τον εφηβικό του ύμνο για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1914), που τελειώνει και αυτός με ανάλογη αναφώνηση («Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις»).
Απορίας άξιον είναι, ακόμη, πώς οι κριτικοί αυτοί δεν σχολιάζουν, έστω για να τις απορρίψουν, τις περί αντιφεμινισμού του Καρυωτάκη διαπιστώσεις της παλαιότερης κριτικής. Και βέβαια θα ήταν αυτοί που θα είχαν επισημάνει (αν το είχαν προσέξει) ότι οι στίχοι «Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν / έμποροι και κονσόρτσια κ’ εβραίοι» («Στο Αγαλμα της Ελευθερίας…») δηλώνουν αντισημιτικά αισθήματα, τα οποία συγχωνευμένα με την αντιπλουτοκρατική διάθεση του ποιήματος οδηγούν, την εποχή που δημοσιεύονται (1927), προς μια πολιτική κατεύθυνση όχι διαφορετική από τη σύγχρονή της του Εζρα Πάουντ, με τον οποίο ο Καρυωτάκης συμμερίζεται την απέχθεια για την τοκογλυφία («Ο κήπος της Αχαριστίας»).
Αυτά ως προς τα κειμενικά στοιχεία της ποίησης του Καρυωτάκη. Επειδή όμως οι κριτικοί αυτοί (ακόμη και οι βδελυσσόμενοι τον βιογραφισμό κειμενοκεντρικοί μεταμοντέρνοι) χρησιμοποιούν προς επίρρωσιν της πολιτικής τους ανάγνωσης της ποίησης του Σεφέρη και στοιχεία της βιογραφίας του, ας δούμε τι θα διαπίστωναν αν προσέγγιζαν με τον ίδιο τρόπο και την ποίηση του Καρυωτάκη. Θα ανακάλυπταν, πρώτα, ότι ήταν γόνος φιλοβασιλικής οικογένειας, και βασιλικός και ο ίδιος τόσο, ώστε στο αποκορύφωμα του Διχασμού (1916· 20 ετών) να καταταγεί εθελοντής στη Φοιτητική Φάλαγγα, που επανασυγκροτήθηκε τότε για να ενισχύσει τον αντιβενιζελικό πόλεμο των Επιστράτων, «η εκλεκτική συγγένεια των οποίων με φασιστικά και ιδίως πρωτοφασιστικά κινήματα σε άλλες χώρες είναι προφανής» (Γ. Θ. Μαυρογορδάτος)· και ότι παρέμεινε αντιβενιζελικός, αφού και κατά το τέλος της ζωής του (1928) «τα πολιτικά του αισθήματα ήταν αντίθετα προς το κόμμα που είχε τότε την πολιτική εξουσία» (T. Αγρας).
Θα αντιλαμβάνονταν, τέλος, ότι η Ελληνική, όπου ο Καρυωτάκης δημοσίευσε το «Ανάγκη χρηστότητος» (8-2-1928), το συνδικαλιστικό κείμενό του το οποίο καταδεικνύουν ως απόδειξη των αριστερού χαρακτήρα κοινωνικών ενδιαφερόντων του, ήταν εφημερίδα της λαϊκής δεξιάς, φανατικά βασιλική, αντιβενιζελική και αντικομμουνιστική, που με ανταποκρίσεις της από την Ιταλία (13-10-1927, 15-11-1927, 3-1-1928) εξήρε «τον δημιουργικόν πυρετόν», «την πολιτικήν αγωγήν» και «την θετικήν εργασίαν, την οποία ο φασισμός προσφέρει αδιακόπως ως δώρον προς την πατρίδα».
Παραθέτω στοιχεία, δεν ερμηνεύω. Συλλογίζομαι, ωστόσο, ότι με τα στοιχεία αυτά και με δεδηλωμένο τον θαυμασμό του για το αγροτικό ήθος («Κάθαρσις», «Φυγή, IV»· ο Γ. Παπακώστας εύλογα αναρωτιέται: «Γιατί ο Καρυωτάκης βλέπει την κάθαρση, και κατ’ επέκταση την κοινωνική αλλαγή, μέσω της τάξεως των χωρικών και όχι των εργατών;») οι εν λόγω κριτικοί, με βάση τη λογική της ανάγνωσής τους του Σεφέρη, θα έπρεπε να διακρίνουν στον Καρυωτάκη μιαν ιδεολογία συγγενική με εκείνη την έκφραση του φασισμού που μετέφερε με τη γλώσσα των διανοουμένων ορισμένες επιδιώξεις του «αγροτικού φασισμού»· δηλαδή με εκείνη την μικροαστικής εμπνεύσεως αναζήτηση που είχε εμφανιστεί την ίδια ακριβώς εποχή στην Ιταλία ως «αντίσταση της παράδοσης στις αθλιότητες της μοντερνικότητας» (M. Macari), οραματιζόμενη «μιαν επανάσταση των χωρικών, αντιπρολεταριακή, αντιαστική, μια συμφιλίωση ανάμεσα στο αγροτικό πνεύμα και τον ηρωισμό του ευγενούς αίματος» (C. Malaparte).
Θα τελειώσω διαβάζοντας τον Σεφέρη με βάση τη λογική με την οποία οι κριτικοί αυτοί διαβάζουν τον Καρυωτάκη.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.