Στα ευνομούμενα δημοκρατικά καθεστώτα οι πολιτικές ελίτ έχουν δύο βασικές λειτουργίες/καθήκοντα. Το πρώτο είναι η ουσιαστική αντιπροσώπευση των πολιτών στο κοινοβούλιο – αντιπροσώπευση που ενέχει διαδικασίες όπως η άρθρωση συλλογικών συμφερόντων, η μετάφρασή τους σε συγκεκριμένες πολιτικές, η διαμόρφωση και ψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων κτλ. Το δεύτερο δημοκρατικό καθήκον έχει να κάνει με τη σωστή πληροφόρηση και ενεργό διαμόρφωση της κοινής γνώμης ως προς τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν με γνώμονα το γενικό συμφέρον της χώρας.
Είναι όταν έχουμε μια ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο λειτουργιών, της «αντιπροσωπευτικής» και της «διαφωτιστικής/παιδευτικής», που οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας λειτουργούν σωστά. Οταν αυτού του είδους η ισορροπία διαταράσσεται, τότε οδηγούμαστε σε διαφόρων ειδών δημοκρατικά ελλείμματα. Πιο συγκεκριμένα, όταν η αντιπροσωπευτική λειτουργία ατονεί, τότε έχουμε την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης από αντιλαϊκές πολιτικές ηγεσίες. Εχουμε, δηλαδή, το είδος του ολιγαρχικού αυταρχισμού που βλέπουμε για παράδειγμα στον «παλαιοκομματικό» ελληνικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα ή στον αντικομμουνιστικό κοινοβουλευτισμό της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου. Οταν, από την άλλη μεριά, η «παιδευτική/διαφωτιστική» λειτουργία ατονεί, τότε περνάμε από τον ολιγαρχικό στον λαϊκιστικό αυταρχισμό. Περνάμε σε μια κατάσταση όπου οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις από κάτω – ακόμη και όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ενδοτικότητά τους σε τέτοιου είδους πιέσεις θα οδηγήσει σε λύσεις που υποσκάπτουν το γενικό συμφέρον της χώρας.
* H αποτυχία στο Μακεδονικό
Στη χώρα μας στη μεταπολίτευση, όπου έχουμε τη μαζικοποίηση των κομμάτων χωρίς τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό τους, τα φαινόμενα του αντιδημοκρατικού λαϊκισμού (ιδίως μετά την ανάπτυξη του θεσμού των δημοσκοπήσεων) έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το βλέπουμε στην περίπτωση του Μακεδονικού. H πλειονότητα του πολιτικού κόσμου ήξερε πολύ καλά πως η ακολουθούμενη μισαλλόδοξη σοβινιστική πολιτική σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις των Σκοπίων (ιδίως σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της ονομασίας) θα οδηγούσε στην επίτευξη της χειρότερης για μας λύσης.
Παρ’ όλα αυτά, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών δεν τόλμησε να διαφωτίσει τον λαό, δεν τόλμησε να εναντιωθεί στα φανατισμένα πλήθη που κάτω από την επιρροή εκκλησιαστικών και άλλων πατριδοκαπηλικών κύκλων βρίσκονταν σε πλήρες σκότος ως προς το τι ακριβώς διακυβευόταν στο θέμα της ονομασίας. Ούτε βέβαια και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που σήμερα έχει αλλάξει ηγετικό στυλ, μπόρεσε να αντισταθεί στις λαϊκιστικές πιέσεις της εποχής. Απέρριψε το λεγόμενο πακέτο Πινέιρο (που πρότεινε τη μεικτή ονομασία) ξέροντας πολύ καλά ότι αυτή η απόρριψη θα οδηγούσε σε χειρότερες για τα εθνικά συμφέροντα λύσεις – δηλαδή, στην αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Τουλάχιστον όμως ο κ. Μητσοτάκης, μετά το αναπόφευκτο φιάσκο, είχε το θάρρος να αναγνωρίσει το σφάλμα του – πράγμα το οποίο δεν συνέβη με άλλους παράγοντες που ευθύνονταν εξίσου για το τελικό αποτέλεσμα. Δεν είδαμε για παράδειγμα ούτε ίχνος αυτοκριτικής από τον χώρο της Εκκλησίας ούτε από τον βασικό αρχιτέκτονα του Μακεδονικού φιάσκου, τον Αντώνη Σαμαρά. (Ο τελευταίος, «νικητής και τροπαιούχος», σύντομα απ’ ό,τι φαίνεται θα επανέλθει στους κόλπους της ΝΔ!)
* Ποιοι δεν τολμούν να μιλήσουν
Περνώντας στη σημερινή κατάσταση, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο παρατηρούμε παρόμοια φαινόμενα παραπληροφόρησης και λαϊκιστικής συμπεριφοράς μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου. Μιας μερίδας που, αντί να προσπαθεί να διαφωτίσει και να διαμορφώσει την κοινή γνώμη, γίνεται απλά έρμαιό της. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε αυτούς τους πολιτικούς οι οποίοι ειλικρινά πιστεύουν πως το Σχέδιο Αναν δεν προωθεί τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου και εξαρχής το απέρριψαν.
Αναφέρομαι σε όλους αυτούς οι οποίοι πιστεύουν ότι το Σχέδιο Αναν προσφέρει μια ικανοποιητική λύση αλλά δεν τολμούν να το ομολογήσουν ευθέως «σεβόμενοι την κοινή γνώμη» και το «λαϊκό αίσθημα». Αναφέρομαι σε αυτούς που βλέπουν ξεκάθαρα ότι η απόρριψη του Σχεδίου Αναν θα οδηγήσει, όπως και η απόρριψη της πρότασης Πινέιρο στο Μακεδονικό, σε χειρότερες για τα ελληνικά και τα ελληνοκυπριακά εθνικά συμφέροντα λύσεις, αλλά δεν τολμούν για μικροκομματικούς λόγους να το πουν ξεκάθαρα.
* H περίπτωση της ΝΔ
Στον ελλαδικό χώρο το κυβερνών κόμμα παίζει σαφώς αυτόν τον στρουθοκαμηλικό ρόλο παραμελώντας το δημοκρατικό του καθήκον που απαιτεί να είναι διαμορφωτής και όχι παθητικό ανδρείκελο της κακώς πληροφορημένης κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων. Και αυτή η απίστευτη ολιγωρία συγκαλύπτεται με το σκεπτικό ότι «ο κυπριακός λαός αποφασίζει και εμείς απλώς ακολουθούμε». Το ότι το Σχέδιο Αναν δεν αφορά μόνο το μισό εκατομμύριο των Ελληνοκυπρίων αλλά και τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων (σε θέματα που κυμαίνονται από τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία και την EE ως το ύψος των στρατιωτικών δαπανών) αποσιωπάται.
Ετσι, είτε κοιτάξουμε τον παθητικό ρόλο που η κυβέρνηση έπαιξε στη Λουκέρνη είτε την απίστευτη κωλυσιεργία μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων στην Ελβετία είτε το κατόπιν εορτής δειλό «Ναι» του Πρωθυπουργού, όλα αυτά δείχνουν την παντελή έλλειψη αυτού που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν statemanship. Δείχνουν επίσης μια βαθιά αντιδημοκρατική, λαϊκιστική νοοτροπία που συγχέει τον ουσιαστικό σεβασμό της λαϊκής βούλησης με μια παθητικότητα/ενδοτικότητα που εφευρίσκει όλων των ειδών τις προφάσεις («σεβασμός» της απόφασης του κυπριακού λαού, εθνική ενότητα, ανάγκη «σοβαρής» μελέτης των πλην και των συν του Σχεδίου Αναν κτλ.) για να συγκαλυφθεί μια απλή αλήθεια: η προσπάθεια διαμόρφωσης/διαφώτισης της κοινής γνώμης εγκαταλείπεται και όλα θυσιάζονται στη λογική του πολιτικού κόστους, των δημοσκοπήσεων και των κομματικών ισορροπιών. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως, ως πρωθυπουργός της χώρας, ο κ. Καραμανλής είχε το καθήκον να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και διαλλακτικός ως προς τον τρόπο έκφρασης του «Ναι». Αλλά ως κόμμα η ΝΔ γιατί δεν έπαιξε πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης;
* H ηγεσία του ΑΚΕΛ
Και δυστυχώς η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην Κύπρο αφού το μεγαλύτερο κόμμα της ελληνοκυπριακής πολιτείας ακολουθεί παρόμοιες λαϊκιστικές στρατηγικές. H ηγεσία του ΑΚΕΛ κατάφερε όντως να τετραγωνίσει τον κύκλο υποστηρίζοντας συγχρόνως το «Ναι» και το «Οχι». Αφού το «Ναι» πάει ενάντια στην κοινή γνώμη (δηλαδή, δεν συμφέρει κομματικά), με έναν τελείως ταχυδακτυλουργικό τρόπο το «Ναι» μετατρέπεται σε «Οχι» με τη ρηξικέλευθη πρόταση αναβολής του δημοψηφίσματος. Το ότι το ΑΚΕΛ ήξερε εκ των υστέρων πως μια τέτοια πρόταση δεν θα ήταν αποδεκτή από την τουρκική πλευρά και άρα και από τον Γραμματέα του ΟΗΕ δεν έχει σημασία, αφού ο σκοπός είναι μια ερμαφρόδιτη πολιτική που δεν θα οδηγήσει στην απώλεια ψήφων. Ολα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
Ετσι, αν στην Αθήνα η υποταγή στη μικροκομματική νοοτροπία πήρε τη μορφή «σεβασμού της απόφασης των Ελληνοκυπρίων», στη Λευκωσία μια παρόμοια λαϊκιστική νοοτροπία συγκαλύφθηκε με τους βυζαντινισμούς της εξωπραγματικής πρότασης για την αναβολή του δημοψηφίσματος. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ένα σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα από πολιτικές ηγεσίες που δεν τολμούν να πουν αυτό που πιστεύουν, που προτιμούν για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους να γίνονται όχι διαμορφωτές αλλά έρμαια της κοινής γνώμης.
* Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος
Τέλος, δυο λόγια για τη στρατηγική του ελληνοκύπριου προέδρου που διαφέρει σημαντικά από τις στρατηγικές του ΑΚΕΛ και της ΝΔ. Αντίθετα με τις τελευταίες, εδώ δεν έχουμε αποδοχή αλλά εξαρχής απόρριψη του Σχεδίου Αναν, χωρίς όμως την ανοιχτή παραδοχή της απόρριψης. Ετσι περνάμε από την πολιτική δειλία στην πολιτική κουτοπονηρία. Πράγματι ο σκληροπυρηνικός πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είχε από την αρχή καμία πρόθεση να αποδεχθεί το σχέδιο του ΟΗΕ. Συμφώνησε όμως στις διαδικασίες που προτάθηκαν στη Νέα Υόρκη ελπίζοντας ότι το σχέδιο θα ναυαγήσει λόγω της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς. Οταν αυτό δεν συνέβη, αναγκάστηκε να αναλάβει την αποδόμηση του σχεδίου στη βάση μιας ψευδοαντικειμενικής ανάλυσης των μειονεκτημάτων του. Το ότι η EE επείσθη να συναινέσει στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας επειδή είχε τη διαβεβαίωση της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι θα γινόταν σοβαρή προσπάθεια επανένωσης της Κύπρου πριν από την ένταξη (πράγμα το οποίο ο κύπριος πρόεδρος φρόντισε να μη συμβεί) δεν απασχολεί ποσώς τον κ. Παπαδόπουλο που κατόρθωσε να ξεγελάσει τους «κουτόφραγκους».
Αυτού του είδους όμως η λεβαντίνικη νοοτροπία μπορεί να είναι αποδεκτή στον χώρο των επιγόνων του οθωμανικού δεσποτισμού, δεν περνάει όμως τόσο εύκολα στους κόλπους της EE. Οντως η κουτοπόνηρη πολιτική του κύπριου προέδρου δεν πέρασε απαρατήρητη στην EE, όπου ο κ. Παπαδόπουλος καθώς και ο έλληνας Πρωθυπουργός θα βρεθούν χωρίς φίλους και συμμάχους μετά την ένταξη της Κύπρου την 1η Μαΐου.
* Μερικά συμπεράσματα
(α) Ενα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα και στην Κύπρο για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους επέλεξαν να είναι έρμαια παρά διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
(β) Αυτή η παθητική, λαϊκιστική, βαθιά αντιδημοκρατική στάση συνδέεται άμεσα με τη συστηματική παραπληροφόρηση των πολιτών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Συνδέεται επίσης με την καλλιέργεια ενός παρανοϊκού εθνικισμού που μας οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές πολιτικές.
(γ) H σχεδόν βέβαιη απόρριψη του Σχεδίου Αναν στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου δεν θα είναι το τέλος του κόσμου. Θα έχει όμως αποτελέσματα παρόμοια με αυτά που είχαμε με την απόρριψη της πρότασης Πινέιρο στο Μακεδονικό: η επιδίωξη μιας μαξιμαλιστικής/εξωπραγματικής στρατηγικής θα οδηγήσει στο μέλλον σε λύσεις πολύ χειρότερες από τη λύση Αναν, δηλαδή σε λύσεις λιγότερο συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα και της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων.
(δ) Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα οδηγηθούμε σε μια μεγαλύτερη αυτογνωσία. Ως συνήθως, η ευθύνη για την επιδείνωση της κατάστασης θα μετατεθεί από μέσα προς τα έξω. Αν τα πράγματα χειροτερεύσουν, δεν θα φταίμε εμείς. Θα φταίνε οι αδιάλλακτοι Τούρκοι, οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές, οι αδιάφοροι Ευρωπαίοι. Ετσι οι μεν πολιτικοί θα εξακολουθήσουν με οδηγό τις δημοσκοπήσεις την μπακάλικη μικροπολιτική τους, ενώ οι επαγγελματίες πατριδοκάπηλοι θα προχωρήσουν αγέρωχα σε νέους αγώνες εθνικιστικής μισαλλοδοξίας.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.