Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου διοργανώθηκε στο Καστέλο Κάροϊ στο Φεχιρβαρτσούργκο της Ουγγαρίας ένα διεθνές ιστορικό συνέδριο με θέμα «Τα παιδιά-πρόσφυγες από την Ελλάδα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». H πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του συνεδρίου ανήκε στο ουγγρικό πολιτιστικό ίδρυμα «Γιόζεφ Κάροϊ» που δραστηριοποιείται στον τομέα των πολιτιστικών εκδηλώσεων και τείνει να αναδειχθεί κέντρο αρχειακών ντοκουμέντων και έρευνας για την Ουγγαρία και την Ευρώπη. Πριν από περίπου 50 χρόνια το ίδιο αυτό κτίριο με το ιδιαίτερο ιστορικό και πνευματικό παρελθόν – ανοικοδομημένο σε αγγλικό κλασικό στυλ από τον Κοχ Χένρικ το 1844 – φιλοξένησε εκατοντάδες εκπατρισμένα ελληνόπουλα. Από το 1949 ως το 1955 παραχωρήθηκε ως παιδικός σταθμός για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης και εκπαίδευσης των ελληνόπουλων που βρέθηκαν στην Ουγγαρία προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Τις μνήμες της εποχής αυτής ήρθαν να ζωντανέψουν τα ίδια τα παιδιά που φιλοξενήθηκαν τότε στον χώρο αυτόν, ο τότε διευθυντής του παιδικού σταθμού Ρίγκο Ιστβαν, νηπιαγωγοί και δάσκαλοι των παιδιών…
Το κτίριο που έγινε καταφύγιο για τα ελληνόπουλα φιλοξένησε τώρα ιστορικούς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους. Είχαν έρθει από γνωστά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ να μιλήσουν για τις έρευνες και τις μελέτες τους με αντικείμενο τα παιδιά που απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα στη δίνη του Εμφυλίου και εγκαταστάθηκαν στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Το «αναπάντεχο» στη συνάντηση αυτή, τουλάχιστον για τους ομιλητές, ήταν ότι το ακροατήριο το αποτελούσαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας – τα τότε παιδιά – που είχαν συρρεύσει στο Τσούργκο από την Ελλάδα και διάφορες πόλεις της Ουγγαρίας (του γνωστού χωριού Μπελογιάννη συμπεριλαμβανομένου) για το συνέδριο.
H επικοινωνία μεταξύ των πρωταγωνιστών της ιστορίας και των επιστημόνων δεν ήταν αυτονόητη. «Πώς θα μιλήσουν κάποιοι για εμάς που δεν έζησαν τα γεγονότα, δεν γνώρισαν τότε την Ουγγαρία, δεν μας ξέρουν; Γιατί τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια;» αναρωτιόνταν οι πρώτοι για τους δεύτερους.
Βαθμιαία ο πάγος έσπασε. Οι ανακοινώσεις, οι περισσότερες «στεγνές», επιστημονικές γαρ, ακούστηκαν με προσοχή σε μια μεστή αίθουσα όπου περίσσευαν το συναίσθημα και η συγκίνηση του ακροατηρίου. Οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις δεν έλειψαν. Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν να αποφευχθεί αυτό για μια τέτοια περίοδο και μάλιστα για ένα θέμα αμφιλεγόμενο ως σήμερα, που επίσημα στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε «παιδομάζωμα» ενώ από τους εμπνευστές του αλλά και από πολλά παιδιά και γονείς που διέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες ονομάστηκε «παιδοφύλαγμα»;
Ο καθηγητής Ηλιος Γιαννακάκης αποπειράθηκε μια συνολική παρουσίαση του θέματος υπό την επιρροή και προσωπικών βιωμάτων του από τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία, η λέκτορας Μαρία Μποντίλα έκανε μια κριτική παρουσίαση των σχολικών βιβλίων που προορίζονταν για τα παιδιά-πρόσφυγες του Εμφυλίου (1949-1964). O λέκτορας Ιάκωβος Μιχαηλίδης έκανε μια παρουσίαση της μεταφοράς των παιδιών στη Γιουγκοσλαβία από το 1945 και μετά, και στη συνέχεια της μετεγκατάστασής τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οι ιστορικοί Ανθούλα Μπότου και Pavel Hradecny μίλησαν για την πολιτική του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στον επαναπατρισμό των παιδιών αναλύοντας την αρνητική στάση του KKT, ενώ ο καθηγητής Karel Koneczny αναφέρθηκε στις αντιθέσεις στους κόλπους των ελλήνων προσφύγων στην Τσεχοσλοβακία. H καθηγήτρια Εφη Βουτυρά και η κοινωνική ανθρωπολόγος Αίγλη Μπρούσκου αποπειράθηκαν να φωτίσουν την ανθρώπινη πλευρά ακολουθώντας τα μονοπάτια μετάβασης και επιστροφής ασυνόδευτων παιδιών του Εμφυλίου προς και από τη Ρουμανία. Οι καθηγητές Riki van Boeschoten και Loring Danforth, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, κατέθεσαν προφορικές μαρτυρίες παιδιών-προσφύγων στην Ουγγαρία και παιδιών που, επαναπατρισμένα πλέον, συγκρίνουν τη ζωή τους στην προσφυγιά και στο χωριό τους στην Ελλάδα όπου επέστρεψαν. Ο καθηγητής Stefan Troebst ανέλυσε τους λόγους εγκατάστασης μικρού αριθμού προσφύγων στην Ανατολική Γερμανία ανατρέχοντας στη σοβιετική πολιτική απέναντι στη χώρα αυτή. Τέλος, ο καθηγητής Richard Clogg αναφέρθηκε στην κομμουνιστική Διασπορά στο πλαίσιο της γενικότερης ελληνικής Διασποράς.
Τον λόγο πήραν, τέλος, τα τότε παιδιά-πρόσφυγες στην Ουγγαρία (Αρετή Μπακιρτζή, Θόδωρος Σκεύης, Βασίλης Ψημμένος κ.ά.) καθώς και οι δάσκαλοί τους έλληνες και ούγγροι.
Οι μαρτυρίες των άλλοτε παιδιών – με γκρίζα μαλλιά σήμερα – ήταν αφοπλιστικές. Διατύπωναν την ευγνωμοσύνη τους προς την Ουγγαρία και τον ουγγρικό λαό που όχι μόνο τα περιέθαλψαν αλλά τους παρείχαν ξεχωριστές συνθήκες διαβίωσης και μόρφωσης.
«Δεν ξεχάσαμε τη γλώσσα μας, δεν χάσαμε την ταυτότητά μας και αυτό χάρη στους δασκάλους μας και στον ουγγρικό λαό…». «Τα ρούχα μας όταν πάλιωναν τα δίναμε στα φτωχά ουγγαρόπουλα…». «Γυρίσαμε πίσω στο χωριό μας επιστήμονες γνωρίζοντας τρεις γλώσσες: ελληνικά, ουγγρικά, ρωσικά…».
Από τα λόγια τους δεν λείπει και μια νοσταλγία για την εποχή εκείνη, όπως και η πίκρα για τα προβλήματα που δεν έχουν ακόμη λυθεί στην Ελλάδα (κυρίως συνταξιοδοτικά).
Μια ηλικιωμένη σήμερα γυναίκα, τότε 14χρονο κορίτσι από το χωριό Λια, που είχε επιφορτιστεί με τη φροντίδα και την ευθύνη των μικρότερων από αυτήν παιδιών, καταθέτοντας την προσωπική της μαρτυρία αναρωτιέται: «Ποιος μου δίνει εμένα τα παιδικά μου χρόνια; Ποιος; Κανένας. Μόνο η ιστορία…».
Σίγουρα όσοι δεν πήραν τον λόγο και άκουγαν σιωπηλοί είχαν πολλά να πουν. Σε αυτούς μάλλον κατατάσσονται και όσα σλαβόφωνα μακεδονόπουλα απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα και έτυχε να παρακολουθούν το συνέδριο. Προτίμησαν τη σιωπή. Στάση ίσως εύλογη καθώς η ιστορία του Εμφυλίου παραμένει επίκαιρη και εκτυλίσσεται ακόμη για αυτά ύστερα από 50 χρόνια.
H κυρία Ειρήνη Λαγάνη είναι επίκουρη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, συγγραφέας του βιβλίου «Το «παιδομάζωμα» και οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις 1948-53» (εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 1996).