Η σχολική Ιστορία έχει και αυτή το παρελθόν της, την ιστορία της, παρ’ όλο που φαίνεται συχνά πως η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι η Ιστορία που διδάσκεται στο σχολείο έχει σταθερό και προσδιορισμένο περιεχόμενο. Ισως η άποψη αυτή να προέρχεται από την πεποίθηση ότι η σχολική Ιστορία οφείλει να έχει προσδιορισμένο περιεχόμενο σε συνάρτηση με τους στόχους που της αποδίδονται, οι οποίοι επίσης θεωρούνται σταθεροί και αναλλοίωτοι. Εν τούτοις μια έρευνα στην εκπαιδευτική μας ιστορία διαψεύδει αυτή την ανιστορική πλάνη. Ενα μάλιστα περιστατικό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί μας αποκαλύπτει πώς αντιμετωπίστηκε η καινοτομία στον χώρο της σχολικής Ιστορίας και πόσο δύσκολη υπήρξε η αποδοχή της. Το περιστατικό είναι ενδιαφέρον και για έναν πρόσθετο λόγο: αφορά τον «εθνικό μας ιστοριογράφο» Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είναι γνωστός χάρη στο πολύτομο, επιβλητικό έργο του Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874), που υπήρξε η πρώτη προσπάθεια από έλληνα ιστορικό να συνθέσει σε μια ενιαία αφήγηση την εθνική ιστορία. Το σχήμα του Παπαρρηγόπουλου εξάλλου, βασισμένο στις έννοιες της συνέχειας και της ενότητας, δεν αμφισβητήθηκε στις αδρές του γραμμές ως τα πρόσφατα χρόνια. Αυτό που δεν είναι γνωστό ωστόσο είναι ότι πριν από τη μεγάλη Ιστορία του ο Παπαρρηγόπουλος ασχολήθηκε με τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων: πρώτα μεταφράζοντας ένα γαλλικό εγχειρίδιο ιστορίας, το 1845, και στη συνέχεια γράφοντας ο ίδιος ένα εγχειρίδιο ελληνικής ιστορίας, το 1853. Ούτε είναι γνωστό εξάλλου ότι το βιβλίο του Παπαρρηγόπουλου απορρίφθηκε από την επιτροπή εγκρίσεως των διδακτικών βιβλίων που αποτελούνταν από γνωστούς και επιφανείς καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και λογίους, όπως ο Φ. Ιωάννου, ο Σ. Κουμανούδης, ο Κ. Ασώπιος, ο Θ. Φαρμακίδης, ο Θ. Μανούσης, ο Γ. Γεννάδιος κ.ά. Για ποιους λόγους όμως απορρίφθηκε ένα βιβλίο το οποίο ως προς το περιεχόμενό του αποτελούσε το προοίμιο της διάσημης Ιστορίας του ελληνικού έθνους, μιας Ιστορίας που γνώρισε ευρύτατη διάδοση και αποδοχή;
Οι λόγοι εκτίθενται αναλυτικά στην έκθεση που φαίνεται ότι έχει συντάξει ο Θεόδωρος Μανούσης, καθηγητής της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο και «γενναίος φορέας του Διαφωτισμού», σύμφωνα με τον Κ. Θ. Δημαρά. Ο βασικός λόγος απόρριψης του εγχειριδίου ήταν το γεγονός ότι η ιστορική σύνθεση που παρουσίαζε ο Παπαρρηγόπουλος ερχόταν σε αντίθεση με το κυρίαρχο ως τότε ερμηνευτικό σχήμα για την ελληνική ιστορία και αποτελούσε μια επιστημονική καινοτομία δύσκολα αποδεκτή στον χώρο της σχολικής Ιστορίας. Συγκεκριμένα, ο Παπαρρηγόπουλος επικρίνεται για την υποβάθμιση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας σε όφελος της νεότερης ιστορίας, δηλαδή της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης. Πράγματι στο εν λόγω εγχειρίδιο η αρχαία ιστορία καλύπτει το 37,5% των σελίδων έναντι 54,5% των νεότερων χρόνων και 8% της μεσαιωνικής περιόδου. Ο Παπαρρηγόπουλος επικρίνεται επίσης επειδή έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του περιόδους που, σύμφωνα με τους κριτές, δεν αποτελούν μέρος της ελληνικής ιστορίας, όπως η ιστορία των ελληνιστικών κρατών και η βυζαντινή ιστορία.
Η μεγάλη αξία που αποδιδόταν στην κλασική Ελλάδα οδηγούσε πράγματι σε περιφρόνηση του Βυζαντίου, το οποίο ταυτιζόταν με την παρακμή και το πολιτισμικό σκότος. Η βυζαντινή ιστορία συνεπώς δεν εντασσόταν στην προγονική ιστορία ως τα μέσα του 19ου αιώνα και τη δημοσίευση των έργων του Σπ. Ζαμπέλιου αφενός και του Κ. Παπαρρηγόπουλου αφετέρου. Η απόρριψη της βυζαντινής ιστορίας, απόλυτα εναρμονισμένη με τη διαφωτιστική άποψη για τον Μεσαίωνα, δεν σήμαινε ότι αμφισβητούνταν η συνέχεια του ελληνικού έθνους. Η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι το ελληνικό έθνος, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ζούσε υπόδουλο σε διαφορετικούς δυνάστες ως την «αναγέννησή» του το 1821. Ο Παπαρρηγόπουλος λοιπόν καινοτομεί θεωρώντας αντίθετα τη βυζαντινή περίοδο εποχή ελευθερίας και όχι δουλείας για το ελληνικό έθνος. Η καινοτόμος αυτή αντίληψη ανταποκρινόταν κατ’ αρχάς στην επαναξιολόγηση του Μεσαίωνα γενικότερα από τη ρομαντική ιστοριογραφία. Εξυπηρετούσε όμως παράλληλα και πολιτικούς στόχους, εφόσον το μοναρχικό Βυζάντιο ως πολιτικό πρότυπο ήταν εγγύτερο προς τις τότε ελληνικές πραγματικότητες από ό,τι η δημοκρατική Αθήνα.
Σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, οι κριτές του εγχειριδίου του Παπαρρηγόπουλου διατυπώνουν την άποψη ότι δεν ανήκει ακόμη στο πεδίο του ιστορικού, εφόσον πολλοί από τους πρωταγωνιστές ζουν ακόμη και δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστοριογραφικής επεξεργασίας. Το επιχείρημα αυτό – ότι δεν είναι δυνατόν να διατυπώνει ο ιστορικός κρίσεις για πρόσφατα γεγονότα – θα επαναληφθεί πολλές φορές στο μέλλον. Εξίσου χαρακτηριστικά είναι, για παράδειγμα, τα επιχειρήματα για την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου.
Η σχολική Ιστορία του Κ. Παπαρρηγόπουλου θα απορριφθεί άλλη μια φορά από την επιτροπή κρίσης των διδακτικών βιβλίων, 30 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση (1882). Τώρα το επιχείρημα θα είναι ότι το βιβλίο είναι πλέον «ξεπερασμένο» από άποψη μεθόδου και περιεχομένου. Το 1853 συνεπώς το σχολικό εγχειρίδιο που αποτέλεσε τομή για την εθνική ιστοριογραφία απορρίφθηκε λόγω της καινοτομίας του. Τριάντα χρόνια αργότερα το ίδιο βιβλίο απορρίφθηκε ως «πεπαλαιωμένο». Τότε πλέον το τολμηρό σχήμα που είχε προτείνει ο Παπαρρηγόπουλος ήταν κοινός τόπος για την ελληνική ιστοριογραφία και κανείς δεν το αμφισβητούσε. Το αντίθετο μάλιστα: είχε πια ξεπεραστεί.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.