Το πρόσφατο δίτευχο αφιέρωμα του περιοδικού Δέντρο στη λογοτεχνική γενιά του ’30, με τον ενδεικτικό τίτλο «Στη σκιά μιας γενιάς», έδειξε για μία ακόμη φορά πόσο η γενιά αυτή, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή της και αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο των ανθρώπων που την απάρτιζαν, εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά της στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Εδειξε, επίσης αν κρίνουμε από την ποιότητα των αρνητικών προς αυτήν τοποθετήσεων που περιέχει , ότι η γενιά αυτή θα συνεχίζει να ρίχνει τη σκιά της πάνω μας για αρκετόν ακόμη καιρό. Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αντιδράσεις ούτε πλήρη κατανόηση του επιτεύγματος και των αδυναμιών του έργου αυτής της γενιάς φανερώνουν, ούτε εκείνη την ωριμότητα η οποία επιτρέπει σε κάποιον να υπερβεί τα προδιαγεγραμμένα από τους προκατόχους όρια. Για να απαλλαγεί κανείς από το βάρος της παρουσίας των γεννητόρων χρειάζεται κάτι περισσότερο από το άγχος της επίδρασης ή την επιθυμία αυτοεπιβεβαίωσης.
Ενας από τους μονιμότερους στόχους των επικρίσεων εναντίον της γενιάς του ’30 είναι ο υποτιθέμενος ελληνοκεντρισμός της. Παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις της ορθότητας αυτής της επίκρισης, η γενιά που έμπασε τη λογοτεχνία μας στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα χαρακτηρίζεται ακόμη ελληνοκεντρική· ως «η γενιά που διατύπωσε το δόγμα της ελληνικότητας». Δεν λείπουν μάλιστα και εκείνοι που πιστεύουν ότι «η γενιά αυτή κατασκεύασε [ακόμη και την ίδια] την έννοια της ελληνικότητας».
Υπογραμμίζω αυτή την επίκριση, γιατί αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα ενός ιδεολογήματος που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες στις πνευματικές συζητήσεις μας (μια πτυχή του οποίου προσπάθησα να περιγράψω στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου, της 18ης Νοεμβρίου). Αναφέρομαι σ’ εκείνη την πρόσληψη της ελληνικής πραγματικότητας η οποία έχει παραχθεί από την υπέρμετρη και άκριτη αντίδραση στις μυθολογήσεις του ελληνοκεντρισμού και η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί «ιδεολόγημα του αντιελληνοκεντρισμού»: στην τάση να ανακαλύπτει κανείς σε οποιαδήποτε θετική (ή προσλαμβανόμενη ως θετική) αναφορά στη νεοελληνική πραγματικότητα (τη σύγχρονη ή του παρελθόντος) την απόδειξη μιας ελληνοκεντρικής αντίληψης, και να περιγράφει αυτές τις αναφορές ως αποτέλεσμα ιδεολογηματικής χρήσης της ιστορίας. Οχι βέβαια ότι πολλές από τις αναφορές αυτές δεν είναι ελληνοκεντρικές. Ομως και πολλές δεν είναι. Για την ακρίβεια, όσες δεν είναι, είναι τόσες, ώστε οι χαρακτηρισμοί και οι εκτιμήσεις που απορρέουν από το αντιελληνοκεντρικό ιδεολόγημα να συσκοτίζουν τη μελέτη της ελληνικής πραγματικότητας όσο αν όχι περισσότερο απ’ όσο τη συσκοτίζει και το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού.
Ορισμένους από τους λόγους που οδήγησαν πολλούς σε αυτό το αντιιδεολογηματικό ιδεολόγημα επιχείρησα να τους ανιχνεύσω, εκτός από την προηγούμενη, και σε παλαιότερες επιφυλλίδες μου· στις οποίες προσπάθησα, επίσης, να προσδιορίσω και το περιεχόμενο της έννοιας του ελληνοκεντρισμού. Επειδή ο προσδιορισμός μου εκείνος αισθάνομαι ότι δεν ήταν αρκούντως ακριβής, θα επιχειρήσω να τον συμπληρώσω εξετάζοντας αυτή τη συγκεχυμένη και ευρύτατη για πολλούς έννοια διά του αντιθέτου: προσπαθώντας να προσδιορίσω τι δεν είναι ελληνοκεντρισμός. Διότι όσα θα αμφισβητήσω παρακάτω αποτελούν εκφράσεις του αντιελληνοκεντρικού ιδεολογήματος:
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να επιχειρείς να περιγράψεις το περιεχόμενο της λέξης ελληνικότητα. Οχι μόνο διότι η ελληνικότητα δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών (όπως η ιταλικότητα, η ισπανικότητα κτλ.), αλλά και γιατί η περιγραφή μιας αφηρημένης ιδέας δεν σημαίνει αναγκαστικά την υπερβατικοποίησή της.
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις ότι η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια. Διότι όλοι οι εμβριθείς ιστορικοί της ελληνικής γλώσσας το έχουν διαπιστώσει αυτό.
* Δεν είναι αναγκαστικά ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις στην αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής συνείδησης (εγώ προσωπικά δεν πιστεύω). Διότι και η ασυνέχεια της ελληνικής συνείδησης είναι εξίσου δύσκολο να αποδειχτεί.
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις ότι υπήρχε νεοελληνική εθνότητα και πριν από τον Διαφωτισμό. Διότι ένα πλήθος ιστορικών στοιχείων το αποδεικνύει αυτό.
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να νιώθεις ένα αίσθημα υπερηφάνειας που ζεις στον χώρο όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Διότι το αίσθημα αυτό είναι φυσιολογικό (ψευδής συνείδηση θα ήταν να μην ένιωθες αυτό το αίσθημα).
* Δεν είναι αναγκαστικά ελληνοκεντρισμός το να χρησιμοποιείς σε ποιήματα ή σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα τις λέξεις Ελλάδα και ελληνικός.
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός ο θαυμασμός της γραφής του Μακρυγιάννη. Οχι μόνο διότι η γραφή του Μακρυγιάννη είναι άξια θαυμασμού, αλλά και γιατί, ακόμη και αν δεν ήταν, μια αισθητική ασχολία δεν αποτελεί αναγκαστικά ιδεολόγημα.
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να εκθειάζεις το φως του Αιγαίου. Διότι το φως του Αιγαίου είναι άξιο εκθειασμού (άλλωστε το θαυμάζουν και οι ξένοι).
* Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να αμφισβητείς το ιδεολόγημα του αντιελληνοκεντρισμού.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.