1. Τώρα ξυπνήσανε οι δυτικοί φίλοι-μας για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Αφγανιστάν. Πρόκειται για τα εκατομμύρια των αφγανίδων, που ζούν σκλάβες των ανδρών, όσο ίσως ποτέ άλλοτε στην ανδροκρατούμενη Ιστορία: Κλεισμένες στα σπίτια, χωρίς μόρφωση, χωρίς επάγγελμα, χωρίς κάν το δικαίωμα να τις κυττάξη σερνικός γιατρός ­ υποζύγια των ξεδιάντροπων αφεντικών τους ­ ενώ τα γαϊδούρια βοσκάνε τουλάχιστον ελεύθερα και ακουκούλωτα. (Οι συνθήκες αυτές είναι ασύγκριτα τρισχειρότερες απ’ τις συνθήκες των συμπαθών Κοσοβάρων πρίν απ’ την επέμβαση). Παρ’ όλ’ αυτά, ούτε τα αμερικανικά συμφέροντα επέτρεψαν την έγκαιρη ευαισθησία μπροστά στον εγκληματικό μισογυνισμό των ταλιμποθεολόγων, ούτε η «πολιτική ορθότητα» ορισμένων δικών-μας αφήνει περιθώρια για την ανοιχτόστομη καταδίκη του φαινομένου. («Είναι θέμα κουλτούρας», σου λένε οι ημιμαθέστατοι).


2. Κατι τέτοιες σκέψεις με ξαναγύρισαν σ’ εκείνον τον Γίγαντα, τον Παύλον τον εκ Ταρσού. Η επαναστατική σκέψη-του εκήρυξε εκείνο το άνευ όρων «ούκ ένι άρσεν ή θήλυ, πάντες υμείς έν εστέ» (Γαλ., γ’, 28). Υστερα απο τρείς(;) χιλιάδες χρόνια μετά την ήττα των Αμαζόνων, ένας εβραίος ελληνόφων θα έσπαγε την ύπατη ανηθικότητα της Ιστορίας, και θα επανανθρώπιζε το γένος των βροτών. Αυτή η θεολογικώς θεμελιωμένη ηθική του Παύλου ενισχύεται κι απ’ την εντολή «καθώς ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν, ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα» (Εφεσ., ε’, 25-28).


3. Παρα ταύτα, φαίνεται οτι ακόμη κι ο Παύλος υπέπεσε στο αμάρτημα μιας ρεάλπολιτίκ. Ητανε τέτοια η κρατούσα «ιδεολογία» (ανάγνωθι συμφεροντολογία) της ανδροκρατίας, ώστε ο Παύλος να θεωρή υποχρέωσή-του να την καθησυχάζη κάθε τόσο με κάμποσες μισογυνικές κραυγές:


­ «Οι γυναίκες να υποτάσσωνται στους άνδρες-τους όπως στον Κύριο» (Εφεσ., ε’, 22)


­ «Γυναίκες, να υποτάσσεσθε στους άνδρες καταπώς πρέπει στον Κύριο» (Κολοσ., γ’, 18)


­ «Οι γυναίκες να υποτάσσωνται στους άνδρες-τους στο κάθετί» (Εφεσ., ε’, 24)


­ «Η γυναίκα να μαθαίνη εν σιγή και υποταγή. Δέν επιτρέπω σε γυναίκα να διδάσκη, ούτε να διευθύνη άνδρα. Ο Αδάμ δεν ξεγελάσθηκε, ενώ η γυναίκα ξεγελάσθηκε και έκαμε παράβαση» (Α’ Τιμοθ., γ’, 11-14)


­ «Στις συναθροίσεις οι γυναίκες να σιγούν. Δέν τους επιτρέπεται να μιλάνε, αλλά να υποτάσσωνται, όπως λέει ο Νόμος. Κι αν θέλουν να μάθουν κάτι, άς ρωτάν τους άντρες-τους στο σπίτι, διότι είναι επαίσχυντο να μιλάη η γυναίκα στη συνάθροιση» (Α’ Κορινθ., ιδ’, 34-35).


Ο Παύλος προσπαθεί πάντα να αιτιολογή τα ηθικά παραγγέλματα μέσα απ’ την ίδια τη θρησκεία ­ αλλά βλέπετε εδώ τις δυσκολίες του: Στην αρχή, αναφέρεται σε μιαν (εμφανώς αυθαίρετη) παραβολή του «κυρίου» με τον Κύριο. Επειτα, καταφεύγει στον εβραϊκό Νόμο ­ πράγμα που αδυνατίζει κι άλλο την εντολή-του, αφού ο ίδιος είχε βροντοφωνάξει «κάθε Νόμος, σε μιά μόνο φράση ικανοποιείται: Αγάπα τον πλησίον-σου σάν τον εαυτό σου» (Γαλ., ε’, 14).


Πώς εξηγούνται λοιπόν ετούτες οι αντιφάσεις; Κι, ακόμα χειρότερα, πώς εξηγείται η εμμονή του Παύλου να υποτάσση μόνο τις γυναίκες στο παλαιό έθιμο να φοράν μαντήλια κατα την προσευχή, ενώ απαλλάσσει τους άνδρες απ’ το εβραϊκό «κιπά»;


­ «Οποιος άντρας προσεύχεται με σκεπασμένο κεφάλι, ντροπιάζει το κεφάλι του» (Α’ Κορινθ., ια’, 4). Αλλά:


­ «Οποια γυναίκα προσεύχεται με ασκέπαστο κεφάλι, ντροπιάζει το κεφάλι-της, το ίδιο ως εάν να το είχε ξυρισμένο» (Α’ Κορινθ., ια’, 5).


Για να αιτιολογήσει δε ετούτη την απίστευτη αντίφαση, προσφεύγει σε ένα δήθεν φυσιοκρατικό(;) επιχείρημα, οτι τάχα «η ίδια η φύση σας διδάσκει οτι ειναι ατιμία ο άντρας ν’ αφήνη μακριά μαλλιά, ενώ για τη γυναίκα είναι δόξα τα μακριά μαλλιά που της δόθηκαν αντί για κάλυμμα» (Α’ Κορινθ., ια’, 14-15). Διερωτάται βέβαια κανείς, τί το θέλει το πρόσθετο κάλυμμα της κεφαλής αφού η φύση της έχει δώσει κάλυμμα…


Και μοιάζει απίστευτο οτι ο Παύλος φαίνεται να ξεπερνάη καί αυτήν την αντίφαση με το πρόσθετο επιχείρημα: «Η γυναίκα πλάσθηκε για τον άντρα. Γι’ αυτό, η γυναίκα πρέπει να έχη στο κεφάλι-της ενα σύμβολο περιουσίας» (Α’ Κορινθ., ια’, 9-10).


4. Δέχομαι πως ετούτη η κριτική προς έναν Γίγαντα, πάσχει απο κάποιον αναχρονισμό. Προτιμώ όμως να θαυμάζω τον Παύλο απο μέσα ­ αναβιώνοντας τις αντιφάσεις στις οποίες τον περιήγαγε ο πολλαπλός ρόλος του ­ παρά να τον λατρεύω κεχηνώς απ’ έξω, αποδεχόμενος τα πάντα. Διότι, πράγματι, υποθέτω οτι ο Απόστολος των Εθνών ήταν υποχρεωμένος να κηρύξη την επαναστατική νέα διαθήκη, αλλά συγχρόνως να αποφύγη την «επανάσταση» και το σκάνδαλον εάν διετάρασσε αμέσως τη ζωή των κοινοτήτων στην πρακτική-τους καθημερινότητα…


Ευτυχώς όμως, η νέα διαθήκη είχε αρχίσει να ποτίζη τις συνειδήσεις. Το «ούκ ένι άρσεν ή θήλυ» (Γαλ., γ’, 28), το «δέν εξουσιάζει το σώμα-του ο άντρας, αλλ’ η γυναίκα» (Α’ Κορινθ., ζ’, 4), και το «να μή διώχνη ο άντρας τη γυναίκα» (Α’ Κορινθ., ζ’, 11), εξανθρώπισαν σιγά-σιγά τις χριστιανικές κοινότητες.


Αλλωστε, ο Παύλος, χίλια εφτακόσια χρόνια πρίν απ’ τη Γαλλική Επανάσταση, είχε κηρύξει ισότητα και ελευθερίαν:


­ «Ούκ ένι δούλος ή ελεύθερος» (Γαλ., γ’, 28).


­ «Οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέσχεσθε» (Κολοσ., δ’, 1).


­ «Τιμής αγοράσθητε. Μή γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Α’ Κορινθ., ζ’, 23).


Ποτέ δεν είν’ αργά.


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.