Κατά τον Καντ, οφείλεται στην ανθρώπινη ανωριμότητα το γεγονός ότι συχνά προτιμούμε να υποταχθούμε σε ένα καθεστώς κηδεμονίας, που μας παρέχει προστασία, από το να κινηθούμε ελεύθερα και αυτοδύναμα σε ανοιχτούς χώρους. Η ανθρώπινη αυτή ανωριμότητα παράγει τη φοβία των ανοιχτών χώρων εν γένει και ο φόβος της αγοράς γενικότερα μπορεί να ονομαστεί αγοραφοβία.
Σε μεγάλο βαθμό η αντιπάθεια που νιώθουν πολλοί για την αγορά οφείλεται στο ότι είναι απρόσωπη και αμείλικτη, όπως λέει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τ. Schultz (1902-1996). Ο κοινός άνθρωπος αισθάνεται ότι είναι απροστάτευτος στην αγορά, ενώ στην πολιτική αρένα όλο και υπάρχει δυνατότητα προφύλαξης.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου κυριαρχεί το πελατειακό σύστημα στην πολιτική: ο πολιτικός είναι προστάτης γενικά, όμως εκτός αγοράς. Μπορεί να διορίσει, να φροντίσει για νομοθετικές ρυθμίσεις χρεών, ακόμη και να «σβήσει» πρόστιμα για παραβάσεις του προστατευόμενου. Δεν μπορεί όμως να αποζημιώσει απώλειες στην αγορά. Και φυσικά, αντίθετα από τα άτομα, η αγορά δεν είναι ούτε πονόψυχη ούτε κάνει εξαιρέσεις με τους νόμους της. Οταν μάλιστα είναι παγκόσμια, αφοπλίζει το κράτος που επιμένει στον παρεμβατικό του ρόλο. Και αυτό είναι που φοβίζει τον πολίτη, που επιζητεί τον πολιτικό προστατευτισμό έναντι του ανταγωνισμού της αγοράς, καθώς και τη διατήρηση προνομίων στη θέση της υπεράσπισης δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία και η ατομική ιδιοκτησία. Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς υπερφαλαγγίζει το κράτος και τον παρεμβατικό του προστατευτισμό.
Η παγκοσμιοποίηση συνίσταται στη διαρκώς αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των χωρών όλου του κόσμου μέσα από την επιτάχυνση των ανταλλαγών κάθε είδους. Γεγονός είναι ότι επιφέρει ανισότητες στην κατανομή του πλούτου. Το εμπόριο ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη, μοιραία όμως δημιουργεί όχι μόνο κερδισμένους και χαμένους, αλλά και εντελώς περιθωριοποιημένους ανάμεσα στους τελευταίους. Σε αυτό συνίσταται το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού, που αποτελεί ένα από τα αρνητικά συμπτώματα της παγκοσμιοποίησης.
Αποτελεί όμως μύθο ότι οι περισσότεροι ζημιώνουν από την παγκοσμιοποίηση. Οπως έλεγε ο οικονομολόγος Tom Palmer στη συνέντευξή του στον Τάκη Μίχα πριν από λίγο καιρό («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 14.10.2000), οι ανοιχτές οικονομίες αναπτύσσονται με ρυθμό έξι φορές μεγαλύτερο από εκείνον που αντιστοιχεί στις κλειστές οικονομίες, σύμφωνα με συγκριτική μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για τις αναπτυσσόμενες χώρες στις δεκαετίες ’70 και ’80. Με αυτή την έννοια η παγκοσμιοποίηση είναι το «όπλο των φτωχών» στην παγκόσμια οικονομική παλαίστρα. Οπως έγραφε ο Peter Martin στους «Financial Times» πριν από τρία χρόνια, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ηθική επιταγή για την εποχή μας για αυτόν ακριβώς τον λόγο: ότι βασίζεται στην επιτάχυνση της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία κοινωνιών που στο παρελθόν ήταν περιθωριοποιημένες. Εκείνες ακριβώς οι οικονομίες που οι οικονομολόγοι της «σχολής της εξάρτησης» στο παρελθόν ονόμαζαν «περιφέρεια» εισέρχονται δυναμικά στο παιχνίδι της ανάπτυξης μέσα από την παγκοσμιοποίηση και όχι φευ! μέσα από τη σοσιαλιστική επανάσταση (όρα Κούβα και Βόρεια Κορέα σε σύγκριση με Βραζιλία και Νότια Κορέα). Και εδώ μιλούν οι αριθμοί: από το 1965 ως το 1995 τα πραγματικά εισοδήματα κατά κεφαλήν στις νέες βιομηχανικές χώρες (Ταϊλάνδη, Ταϊβάν, Νότια Κορέα) επταπλασιάστηκαν, ενώ η ποσοστιαία συμμετοχή του εμπορίου τους στο παγκόσμιο τετραπλασιάστηκε. Ο συσχετισμός επομένως μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ανάπτυξης συναλλαγών είναι φανερός.
Ασφαλώς η παγκοσμιοποίηση έχει δαιμονοποιηθεί από τους ιδεολόγους της στασιμότητας, κυρίως διότι με αυτή συρρικνώνεται ο ρόλος του εθνικού κράτους. Το τελευταίο δεν μπορεί να διαμορφώνει «δική του» εμπορική πολιτική, εφόσον είναι πλέον δυσδιάκριτα τα όρια της «δικής του» οικονομίας.
Τα κράτη υποχρεώνονται να παίξουν στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης ή να μείνουν απ’ έξω. Δεν μπορούν πια να θέτουν τεχνητά εμπόδια στον ανταγωνισμό ή να ενεργούν αυθαίρετα σε πεδία που παραδοσιακά αποτελούσαν τμήματα της δικαιοδοσίας τους. Ούτε είναι δυνατή η πολιτική εναντίωση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, για τον απλό λόγο ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με όρους σύγκρουσης. Αποτελεί ένα άυλο δίκτυο αφηρημένων διαδικασιών που υπακούει στη λογική της αυθόρμητα σχηματιζόμενης εσωτερικής τάξης την οποία δεν επιβάλλει καμία πολιτική δύναμη. Αυτή η αυθόρμητη τάξη είναι αφηρημένη και απρόσωπη. Ο κόσμος της και η δύναμή της βρίσκεται επέκεινα του πεδίου ελέγχου των εχθρών της και της συγκρουσιακής λογικής στην οποία αυτοί είναι εθισμένοι. Απομένουν οι «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» αμφίβολης αποτελεσματικότητας εναντίον της παγκοσμιοποίησης και τα απαραίτητα συνοδευτικά τους: τα ξόρκια, οι ιερεμιάδες και ο «βρυγμός των οδόντων».
Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.