Πέρασαν 172 χρόνια από την έκδοση του ψηφίσματος 10/15.12.1828 της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως του Αργους με το οποίο εμφανίζεται ο εισαγγελικός θεσμός στη νεότερη Ελλάδα. Ο πρώτος εισαγγελέας Χριστόδουλος Κλονάρης που έγινε και υπουργός Δικαιοσύνης ονομάστηκε «δημόσιος συνήγορος» όχι κατήγορος. Εκτοτε ο θεσμός έμελλε να περάσει πολλές συμπληγάδες για να καταλήξει σήμερα σε σώμα χωρίς κεφαλή, αφού ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά κανόνα είναι δάνειος, προερχόμενος από το δικαστικό σώμα, ως εάν οι αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου κρίνονται ολιγότερο κατάλληλοι από έναν τρίτο δικαστή που στο τέλος της σταδιοδρομίας του εμφυτεύεται ως ξένο σώμα στον εισαγγελικό κλάδο και τίθεται απροσδόκητα επικεφαλής χωρίς να ενσωματώνεται ποτέ στις ιδιαίτερες παραδόσεις, στην ιστορία και στην εσωτερική δυναμική του κλάδου. Είναι προς τιμήν των πολιτικών κομμάτων ότι κατά τη συνταγματική αναθεώρηση που βρίσκεται σε εξέλιξη δέχτηκαν ομόφωνα το αυτονόητο να εκλείψει δηλαδή η συνταγματική αυτή ασχήμια του άρθ. 90 παρ. 5 του Συντάγματος, γεγονός που συνιστούσε παγκόσμια πρωτοτυπία και είχε ως αναγκαία συνέπεια τον μαρασμό ολοκλήρου του εισαγγελικού Corpus.
Θα επιχειρήσω να επισημάνω, με όση μπορώ σαφήνεια, μερικές πληγές που μένουν ανοιχτές, επειδή πιστεύω ότι κάθε δυσλειτουργία στη δημόσια ζωή και στους θεσμούς έχει τον αντίκτυπό της στην ελληνική κοινωνία.
Η ελπίδα
1. Εξ αρχής θέλω να τονίσω ότι λίγοι θεσμοί παραμένουν σχεδόν αλώβητοι στη φθορά όσο ο εισαγγελικός θεσμός. Ισως οφείλεται στην αντιεγκληματική λογική, στη δυναμική του σεβασμού των νόμων και στο γεγονός ότι ο εισαγγελέας είναι ύστατη ελπίδα και καταφύγιο για κάθε αδικημένο. Μπορεί και πρέπει η Δικαιοσύνη να είναι τυφλή, οφθαλμός της όμως είναι ο εισαγγελέας, που οφείλει να δικαιώνει κάθε ημέρα τον ρόλο του, όπως και η πολιτεία οφείλει σε κάθε πολίτη να εξασφαλίζει έναν θεσμό άφθαρτο, ο οποίος μέσα από προληπτικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς θα ισορροπεί την τάξη και την αρμονία στο κοινωνικό σώμα. Οσο ο εισαγγελικός θεσμός ενισχύεται τόσο η Δημοκρατία αυξάνεται. Οι θεσμικές και οι λειτουργικές κατοχυρώσεις είναι σε υψηλό βαθμό εξασφαλισμένες και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας επιστρέφονται στην πολιτική εξουσία, γιατί όσο εκουσίως συστέλλεται υπέρ του θεσμού τόσο η ίδια η πολιτική εξουσία αποκτά βάθος και κοινωνική προαποδοχή που δεν μπορεί να της χαρίσει κανένας δυναμικός καταναγκασμός.
Η ψευδαίσθηση
2. Ξεκινώντας από την παραπάνω αντίληψη πιστεύω πως δεν ωφελεί η καλλιέργεια της ψευδαίσθησης, ότι το ρολόι της Δικαιοσύνης δουλεύει στην εντέλεια αφού όλοι ακούνε πως χτυπά λανθασμένα τις ώρες. Πρέπει εξ αρχής να παραδεχτούμε ότι η ποινική δικαιοσύνη υποφέρει. Χρειάζονται τόσο βαθιές τομές που φοβάμαι πως επειδή ποτέ δεν επιχειρήθηκαν, συνολικά και σε βάθος, το κακό έχει περάσει ως τη ρίζα της. Ο πολίτης όμως μπορεί να δεχτεί όλους τους θεσμούς, έτσι όπως λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα και ας υποφέρει πολύ γι΄αυτούς, τη Δικαιοσύνη όμως δεν μπορεί να τη δεχτεί ανάξια του ρόλου της ή διεφθαρμένη. Η εισβολή κάθε κρίσης στη ζωή μας αρχίζει όταν όσα καταναλώνουμε δεν μας χορταίνουν. Η Δικαιοσύνη είναι δίψα αξεδίψαστη που ποτέ δεν σβήνει. Και όσο το κακό και το άδικο μεταμφιέζονται σε δίκιο και οι σύγχρονες καλές κοινωνίες απαρτίζονται, εν μέρει τουλάχιστον, από τον υπόκοσμό τους τόσο η δίψα αυτή γιγαντώνεται. Αραγε υπάρχει ελπίδα να διατηρηθούν στην αιχμηρή εποχή μας φορείς εξουσίας, λειτουργοί κάποιων θεσμών οι οποίοι θα αντισταθούν, που θα παλέψουν να συντηρήσουν την ελπίδα μέσα από όσα μελανά αθροίζει η σημερινή ζωή; Οι καιροί είναι κατακλυσμικοί και συνεχώς ωθούν προς ακραία όρια, αλλά όταν και το τελευταίο οχυρό γκρεμιστεί τότε όλα για όλους επιτρέπονται. Η κοινωνία δεν ξεγελιέται πια. Πίσω από τις μεγαλοστομίες των ΜΜΕ ότι «επενέβη ο εισαγγελέας ή παραπέμφθη στον εισαγγελέα η υπόθεση» κρύβεται η απλή κατασίγαση του σάλου, αφού όλοι γνωρίζουν ότι η ώρα της δίκαιης κρίσης είναι απελπιστικά μακριά. Οταν η υπόθεση προλάβει στην καλύτερη περίπτωση να δικαστεί αμετάκλητα ύστερα από χρόνια, πριν παραγραφεί, για ποια Δικαιοσύνη μπορούμε να μιλάμε όταν η λήθη θα έχει πια σκεπάσει τα πάντα. Το περίεργο είναι ότι τα δικαστήρια δεν είναι υπεύθυνα για τη διαιώνιση των δικών. Απειροι παραλυτικοί μηχανισμοί, δικονομικά παράδοξα, γελοίοι αναιρετικοί λόγοι, άνθρωποι που ζουν από τη διαιώνιση των δικών, συνθέτουν ένα νοσηρό μίγμα που παραλύει την ποινική δικαιοσύνη. Κλείνω αυτό το πελώριο ζήτημα με τρεις επιγραμματικές προτάσεις: Πρώτον, χωρισμός των ποινικών δικαστηρίων από τα αστικά δικαστήρια. Δεύτερον, νομοθετική βαριά κάθαρση των ποινικών αδικημάτων και των δικονομικών μηχανισμών ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων. Τρίτον, άμεση ίδρυση δικαστικής αστυνομίας υπαγομένης στον εισαγγελέα εφετών.
Η κατάσταση
3. Παρενθετικά και προκειμένου να δείξω πόση ανάγκη υπάρχει για να χωριστεί η ποινική από την αστική δικαιοσύνη παραθέτω δύο στοιχεία τα οποία φωτίζουν την κατάσταση που υπάρχει. α). Η τακτική ανάκριση είναι ο κορμός του ποινικού δικονομικού μας συστήματος. Μου έλεγε ανακριτής ότι κατά μήνα είχε 8 διαθέσιμες ημέρες για ανάκριση, όλες τις άλλες ήταν απασχολημένος με άλλης φύσεως εργασίες που του ανέθεταν. Είχε 120 εκκρεμείς υποθέσεις και από αυτές 45 περίμεναν πάνω από δύο χρόνια, χωρίς να τις έχει ακόμη ανοίξει από τότε που τις παρέλαβε. β). Στην προανάκριση ο εισαγγελέας δεν είναι σε θέση να ελέγξει τον προανακριτή πώς και πότε θα εκτελέσει την παραγγελία του. Ο πταισματοδίκης είναι εκτός εισαγγελικού ελέγχου, πειθαρχικά και λειτουργικά δεν υπόκειται στον εισαγγελέα αλλά στον… πρόεδρο Εφετών. Αν τώρα κάνει καλά τη δουλειά του ο παραγγελμένος, αν κάνει γνήσιο ανακριτικό έργο ή συλλέγει μηχανικά καταθέσεις και χαρτιά, αυτό δεν ελέγχεται από τον φύσει και θέσει αρμόδιο και το ίδιο ισχύει για όλους τους προανακριτές (αστυνομικούς κτλ.)
Η αυτονομία
4. Σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εδώ και χρόνια ειδικεύονται δικαστές και εισαγγελείς στις σύγχρονες μορφές εγκλημάτων. Στην Ελλάδα ένας εισαγγελικός χθεσινός πάρεδρος μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη για πολύ σοβαρές υποθέσεις, για οικονομικά εγκλήματα των οποίων την πολυπλοκότητα φυσικά αγνοεί. Παρακολουθούμε συχνά ερασιτεχνικές εισαγγελικές ασκήσεις επί μεγάλων οικονομικών εγκλημάτων που καταλήγουν, από ότι δείχνει, στο τίποτε, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η επενδυτική πολιτική που ευθέως συνιστά απειλή για την Εθνική Οικονομία. Ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενώ μπορεί ο άρτι διορισθείς εισαγγελικός λειτουργός ακόμη και για θέματα που άπτονται μεγάλων τομέων της δημόσιας ζωής και των διεθνών σχέσεών μας. Ακόμη και κάποια προκαταρκτική εξέταση που παραγγέλλει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν κρίνεται τελικά από τον ίδιο. Η άσκηση όμως της ποινικής διώξεως έχει σήμερα εύρος και συνέπειες που δεν είχε το 1950, όταν καταρτιζόταν ο ΚΠΔ. Σήμερα επιβάλλεται η νομοθετική κατοχύρωση της ασφάλειας της κρίσεως με συνευθύνη ωρίμων και έμπειρων εισαγγελικών λειτουργών, ιδιαίτερα σε υποθέσεις που πρέπει a priori να συνεκτιμηθούν παράλληλες συντεταγμένες. Η διασφάλιση της ευθυκρισίας και της έλλογης στάθμισης δεν πρέπει να προσβάλλουν φυσικά την ανεξαρτησία της γνώμης. Η απόφαση όμως επί σοβαρών υποθέσεων για άσκηση ποινικής διώξεως επιβάλλεται να λαμβάνεται με συνευθύνη και συναπόφαση. Ο εισαγγελικός θεσμός είναι ανεξάρτητος, που σημαίνει ότι κάθε λειτουργός της είναι αδέσμευτος και ελεύθερος, ο θεσμικός όμως αυτός ρόλος δεν είναι αυτόνομος και δεν έχει ευταξία όταν αποκόπτεται από την υπόλοιπη κρατική και πολιτειακή δράση όπου και εντάσσεται, χωρίς να σημαίνει φυσικά ότι βρίσκεται σε σχέση υποταγής.
Το όραμα
5. Το έγκλημα σήμερα έχει γίνει δυσπολέμητο. Οι εισαγγελείς, ρομαντικοί και γενναίοι, ψάχνουν ακόμη για το ηθικό νόημα της ποινής, για την παιδευτική της αξία, για τη βελτίωση του δράστη μέσα από ένα διάτρητο σωφρονιστικό σύστημα, χρεοκοπημένο ως τη ρίζα του. Οι φυλακές άνοιξαν ουσιαστικά ακόμη και γι’ αυτούς που τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης ως πέντε (5) χρόνια (αρθρ. 100Α πκ). Οι ποινές εκχρηματίστηκαν, δηλαδή αχρειώθηκαν και έμμεσα το κράτος, δηλαδή όλοι εμείς συμμετέχουμε στην παράνομη λεία. Οι εισαγγελείς όμως δουλεύουν πάνω σε έναν σκοπό που μοιραία ποτέ δεν ολοκληρώνεται με μέτρα ανθρώπινα. Η Δικαιοσύνη είναι ένα όραμα που κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που δείχνει, δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να αγωνίζεσαι, να αναστηλώνεις τη διαρκώς λιπόθυμη ελπίδα των Ελλήνων. Ο ήλιος της Δικαιοσύνης είναι νοητός κατά τον Ελύτη, δεν ανήκει στον ρεαλισμό της ζωής, παρ’ όλα αυτά όσο αντέχουμε κρατούμε τη σπίθα στις στάχτες που σωρεύει καθημερινά το έγκλημα και η αδικία.
Ο κ. Βασίλης Παπαδάκης είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.