Το πρόβλημα της διαπλοκής βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο κέντρο της πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να το εντάξω σε ένα πιο ευρύ, θεωρητικό πλαίσιο με την ελπίδα πως αυτό θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του φαινομένου. Η «διαπλοκή» ως μια συγκεκριμένη σχέση συναλλαγής μεταξύ οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων παίρνει αρνητικό χαρακτήρα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Σε προκαπιταλιστικά πλαίσια (δηλαδή σε πλαίσια όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν έχει ακόμη κυριαρχήσει πλήρως), ο μη σαφής διαχωρισμός μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού καθιστά την οικονομικοπολιτική διαπλοκή μια φυσιολογική, μη προβληματική κατάσταση. Για παράδειγμα στην προεπαναστατική Γαλλία εθεωρείτο τελείως νόμιμο και φυσικό να μπορεί ο έχων οικονομικά μέσα να αγοράζει θέσεις στην κρατική διοίκηση, με την ίδια ευκολία που αγοράζει κανείς σήμερα ένα αυτοκίνητο ή ένα σπίτι.
Η σχέση της διαπλοκής αρχίζει να θεωρείται παράνομη μετά τον σαφή διαχωρισμό της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα, διαχωρισμό πάνω στον οποίο βασίζεται μια σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία ιδίως όταν συναρθρώνεται με δημοκρατικούς, κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Σε αυτή την περίπτωση η σαφής διαφοροποίηση της κοινωνίας σε θεσμικούς χώρους (τον οικονομικό, τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον πολιτισμικό) που αποκτούν ξεχωριστές αξίες και λογικές, οδηγεί σε μια κατάσταση όπου η διαπλοκή ως μια προσπάθεια υπόσκαψης της διαφοροποίησης μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού παύει να θεωρείται νόμιμη σχέση. Και αυτό γιατί η υπόγεια, κρυφή συναλλαγή «υπηρεσιών» μεταξύ κράτους και κεφαλαίου όχι μόνο υποσκάπτει τη δημοκρατία αλλά και καταργεί τη θεσμική διαφοροποίηση πάνω στην οποία βασίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Βέβαια, όπως πολύ σωστά μας υπενθυμίζει ο Μαρξ (και μετέπειτα μαρξιστές όπως ο Ν. Πουλαντζάς), το σύγχρονο κράτος δεν είναι ούτε μπορεί να είναι «ουδέτερο» απέναντι στο κεφάλαιο. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία το κράτος, επειδή παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, έμμεσα ή και άμεσα είναι αναγκασμένο να δημιουργεί συνθήκες που να ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Οπως σωστά υποστήριξε ο Κ. Τσουκαλάς σε ένα πρόσφατο άρθρο του σχετικά με το θέμα της διαπλοκής «από τη στιγμή που το πολιτικό υποσύστημα καλείται να αναπαραγάγει ένα δεδομένο σύμπλεγμα κοινωνικών σχέσεων, η πολιτική εξουσία συμπλέει εξ ορισμού με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών παραγόντων» («Το Βήμα της Κυριακής» 17.9.2000).
Η σχέση κράτους και κεφαλαίου
Αυτή η εξ ορισμού σύμπλευση δεν οδηγεί όμως αυτόματα σε αυτό που ονομάζουμε διαπλοκή. Γιατί αν η πολιτική εξουσία για καθαρά δομικούς λόγους δεν μπορεί να είναι απολύτως ουδέτερη στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου γενικά, μπορεί και πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένη έναντι συγκεκριμένων κεφαλαιούχων και συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων. Οταν στον Μεσοπόλεμο, για παράδειγμα, η κρατική εξουσία δημιούργησε κρατικοδίαιτες βιομηχανίες, που επιβίωναν για πολλές δεκαετίες λόγω προστατευτικών δασμών και πελατειακών σχέσεων μεταξύ βιομηχάνων και πολιτικών αυτή η σχέση είναι διαφορετική και πολύ λιγότερο νόμιμη από τη γενική / καθολική σχέση κεφαλαίου και κράτους που παρατηρούμε σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η πρώτη όχι μόνο δεν είναι αναπόφευκτη αλλά και, σε τελική ανάλυση, εμποδίζει αντί να βοηθά τη διευρυμένη αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας.
Και για να πάμε και στη σημερινή κατάσταση όταν ένας κρατικός οργανισμός αγοράζει συγκεκριμένο εξοπλισμό του οποίου η τιμή λόγω διαπλοκής είναι πολλαπλάσια της ισχύουσας διεθνώς, αυτό σίγουρα υποσκάπτει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Σε αυτή την περίπτωση το πελατειακό / κλεπτοκρατικό κράτος γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Αρα παρ’ όλο που η απόλυτη κρατική ουδετερότητα είναι αδύνατη, η μερική τουλάχιστον πάταξη της διαπλοκής είναι και δυνατή και απαραίτητη. Και αυτό όχι μόνο γιατί η καταπολέμηση της πελατειακής / κλεπτοκρατικής νοοτροπίας και η ισχυροποίηση του ουσιαστικού οικονομικού ανταγωνισμού βοηθά την οικονομία αλλά και γιατί η διαπλοκή συχνά παίρνει μορφές που υποσκάπτουν άμεσα τη δημοκρατική λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οσο για τον τρόπο άμβλυνσης της οικονομικοπολιτικής διαπλοκής, αυτός δεν βρίσκεται ούτε στον χώρο της αγοράς ούτε σε αυτόν του κράτους. Βρίσκεται μάλλον στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. δημιουργία ανεξάρτητων από το κράτος ελεγκτικών αρχών, χρησιμοποίηση από την κυβέρνηση πολυεθνικών εταιρειών που δεν έχουν άμεσα συμφέροντα στη χώρα και που ειδικεύονται στον λογιστικό και ουσιαστικό έλεγχο κτλ. βλέπε σχετικό άρθρο μου στο κυριακάτικο «Βήμα», 22.11.1998).
Η επιβίωση της δημοκρατίας
Περνώ τώρα σε μια άλλη μορφή διαπλοκής που έχει να κάνει με την ικανότητα του οικονομικού κεφαλαίου να αγοράζει για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Bourdieu όχι μόνο πολιτικό αλλά και πολιτισμικό κεφάλαιο. Πρόκειται για την παγκοσμίως εντεινόμενη τάση των οικονομικά ισχυρών να αγοράζουν ΜΜΕ (εφημερίδες, σταθμούς ραδιοφώνου, τηλεόρασης κτλ.) με σκοπό να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη από τη μια πλευρά και να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις πολιτικές ελίτ από την άλλη.
Και σε αυτόν τον χώρο, παρ’ όλο που το φαινόμενο παρατηρείται παντού, η σταδιακή μείωση αυτού του είδους της διαπλοκής είναι απαραίτητη για την επιβίωση της δημοκρατίας και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό γίνεται κατανοητό αν λάβουμε υπόψη μας αυτό που για μένα είναι η πιο κεντρική αντινομία της ύστερης νεωτερικότητας στον πολιτισμικό κυρίως χώρο: από τη μια πλευρά η σταδιακή έκλειψη της παράδοσης και η ραγδαία ανάπτυξη της ατομοποίησης δημιουργεί την ανάγκη για τη διάχυση όχι μόνο πολιτικών αλλά και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τα κάτω. Από την άλλη πλευρά όμως αυτή η δημοκρατική απαίτηση / ανάγκη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί επειδή η πολιτισμική σφαίρα «αποικιοποιείται» από την οικονομική. Αυτού του είδους τον αποικισμό βλέπουμε ήδη στην πρώιμη νεωτερικότητα, στην ύστερη νεωτερικότητα όμως η διαδικασία «αποικιοποίησης» έχει προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Χάριν των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και των θεσμικών ανακαλύψεων που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση, τα μέσα ενημέρωσης γενικά και η τηλεόραση ειδικότερα, αποτελούν μια δύναμη που συνεισφέρει περισσότερο στη διαμόρφωση αξιών και στην κατασκευή ταυτοτήτων και τρόπων ζωής από ό,τι όλοι οι άλλοι φορείς κοινωνικοποίησης (οικογένεια, σχολείο, γειτονιά, εκκλησία, κτλ.) μαζί. Ταυτόχρονα, ο έλεγχος αυτών των επιβλητικών πολιτιστικών τεχνολογιών συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια λίγων οικονομικά ισχυρών αλλά δημοκρατικά μη υπόλογων ατόμων των οποίων οι πολιτικές ακολουθούν περισσότερο μια κερδοσκοπική και λιγότερο μια πολιτιστική / χειραφετική λογική.
Ο εκδημοκρατισμός των Μέσων
Αρκεί να εξετάσουμε το φαινόμενο Murdoch, δηλαδή το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης ελέγχονται από ένα μόνον άτομο για να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο βαθμό λείπουν προς το παρόν οι αντικειμενικές συνθήκες για ατομική αυτονομία και πολιτισμική χειραφέτηση. Μια αναγκαία (αλλά όχι ικανή από μόνη της) προϋπόθεση για το ξεκίνημα μιας πολιτισμικής χειραφέτησης στην ύστερη νεωτερικότητα είναι ο βαθύς εκδημοκρατισμός των μέσων «πολιτισμικής παραγωγής». Αυτό απαιτεί όχι απλώς συνταγματικές / νομικές ρυθμίσεις που να απαγορεύουν τον έλεγχο των ΜΜΕ από οικονομικά ισχυρούς παράγοντες· όχι απλώς την απαγόρευση μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών καταστάσεων στο χώρο των ΜΜΕ· πέρα από τέτοιου είδους ρυθμίσεις και εξετάζοντας το πρόβλημα από μια μακρόχρονη προοπτική, ο πολιτισμικός εκδημοκρατισμός απαιτεί τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός πλαισίου για την ανατροπή της αυξανόμενης ανισορροπίας που παρατηρείται στην ύστερη νεωτερικότητα ανάμεσα στην οικονομική και στην πολιτιστική σφαίρα. Απαιτεί μηχανισμούς που θα καταστήσουν δύσκολο για το οικονομικό κεφάλαιο να αγοράζει σχεδόν αυτόματα πολιτιστικό κεφάλαιο. Απαιτεί μηχανισμούς που θα μεταφέρουν τον έλεγχο των πολιτιστικών τεχνολογιών από τους μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης όχι στο κράτος, αλλά κυρίως σε εκείνους που πράγματι παράγουν πολιτισμό (καλλιτέχνες, συγγραφείς, διανοούμενους, φιλοσόφους) καθώς και σε εκείνους που είναι αρμόδιοι να τον μεταδώσουν στις νέες γενιές (δασκάλους, γονείς, ιερείς).
Αυτό δεν σημαίνει την απαγόρευση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον χώρο των ΜΜΕ. Σημαίνει μάλλον την ισορροπημένη συνύπαρξη τριών διαφορετικά οργανωμένων χώρων:
* ενός σημαντικού κρατικού χώρου που (όπως π.χ. το BBC στη Μ. Βρετανία) θα χαίρει μεγάλης αυτονομίας έναντι της κυβέρνησης και των κομμάτων.
* ενός χώρου ιδιωτικής πρωτοβουλίας που θα λειτουργεί μέσα σε ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο.
* ενός χώρου ανοιχτού στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών· ενός χώρου δηλαδή όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες και οργανώσεις (π.χ. μειονότητες, αντιπρόσωποι των παραγωγών πολιτισμού κτλ.) θα έχουν τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στο δια μέσου των ΜΜΕ πολιτισμικό γίγνεσθαι (ένας τέτοιος χώρος έχει αναπτυχθεί σοβαρά στις Σκανδιναβικές χώρες).
Οι μηχανισμοί ελέγχου
Η κατασκευή και εφαρμογή τέτοιων μηχανισμών για την απάλυνση ή την ανατροπή του αποικισμού του πολιτιστικού από το οικονομικό εντός του καπιταλισμού, ακούγεται άκρως ουτοπική. Και όμως, δεν είναι τόσο ουτοπική αν θυμηθεί κανείς ότι, σε αρκετά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, οι πλουτοκρατικές τάσεις της καπιταλιστικής δημοκρατίας έχουν ελεγχθεί σε έναν ομολογουμένως μικρό αλλά σημαντικό βαθμό από μέτρα όπως η πληρωμή λογικών μισθών στους βουλευτές (πράγμα που επιτρέπει σε ανθρώπους με χαμηλά οικονομικά μέσα να διαγωνίζονται στην πολιτική αρένα), η υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να υποβάλλουν τα οικονομικά τους σε δημόσιο έλεγχο, ο περιορισμός του ποσού των χρημάτων που οι υποψήφιοι μπορούν να ξοδεύουν σε προεκλογικές εκστρατείες κτλ.
Αυτά τα μέτρα δεν έχουν φυσικά εξαφανίσει την ανισορροπία που εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής σφαίρας, ούτε και έχουν εξαφανίσει τις ισχυρές πλουτοκρατικές τάσεις των δημοκρατιών της ύστερης νεωτερικότητας. Σηματοδοτούν ωστόσο καθαρά ότι μπορεί κάτι να γίνει εντός του καπιταλισμού για να απαλυνθεί η κατάσταση στην οποία το οικονομικό κεφάλαιο αγοράζει αυτόματα πολιτικό κεφάλαιο. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος γιατί παρόμοια είδη μηχανισμών ελέγχου δεν μπορούν να επινοηθούν και να εφαρμοστούν για τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική και στην πολιτιστική σφαίρα. Αληθεύει βεβαίως, ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες των μέσων ενημέρωσης, ειδικά η καλωδιακή τηλεόραση και το Διαδίκτυο, έχουν καταστήσει αδύνατο το είδος του ελέγχου «περιεχομένου» που διάφοροι επίσημοι φορείς μπορούσαν να ασκούν στο παρελθόν. Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι να ελεγχθεί το «μήνυμα» με γραφειοκρατικά ή άλλα μέσα· αυτό που έχει σημασία είναι να ενταθεί ο έλεγχος στα μέσα ενημέρωσης από καταναλωτές και από τους απευθείας παραγωγούς πολιτισμού (καθώς και από «νομιμοποιημένους φορείς κοινωνικοποίησης»: γονείς, δασκάλους κτλ.). Το πρόβλημα τελικώς είναι πρόβλημα εκδημοκρατισμού του ελέγχου των μέσων ενημέρωσης. Αυτό σημαίνει ότι τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να πάψουν να θεωρούνται ένας ακόμη κλάδος της παραγωγής υπηρεσιών όπου εφαρμόζονται μόνο κανόνες μεγιστοποίησης του κέρδους. Οι παραπάνω ιδέες μπορεί να φαίνονται ιδιαιτέρως ανεφάρμοστες στην πράξη, πιστεύω όμως ότι είναι λιγότερο ανεφάρμοστες αν λάβουμε υπόψη μας ότι αλλαγές στον τρόπο ελέγχου των μέσων ενημέρωσης μπορούν να εφαρμοστούν βαθμιαία όσο βαθμιαία εφαρμόζονται αντιπλουτοκρατικοί κανόνες στη σφαίρα των κομμάτων. Επιπλέον, με δεδομένη τη σχετικά περιορισμένη εμβέλεια των παραπάνω μεταρρυθμίσεων (δεν συνεπάγονται αλλαγή των «σχέσεων παραγωγής» σε άλλους κλάδους υπηρεσιών), αυτές δεν θα υπονόμευαν τον δυναμισμό της συνολικής καπιταλιστικής οικονομίας. Αντίθετα, για παράδειγμα, από ακραία σχέδια εσωτερικού εκδημοκρατισμού των επιχειρήσεων, όπως το περιβόητο σχέδιο Meidner της Σουηδίας που απέτυχε, αλλαγές στον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και πολιτισμικής παραγωγής είναι απολύτως συμβατές με μια οικονομία της αγοράς είναι ασύμβατες μόνο με μια κοινωνία της αγοράς.
Η κοινωνία των πολιτών
Συμπερασματικά, αν ριζικές αλλαγές για τον παραπέρα εκδημοκρατισμό των καπιταλιστικών κοινωνιών μέσα σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό χώρο έχουν αποτύχει (π.χ. στον οικονομικό χώρο οι συνεταιρισμοί, διάφορες μορφές αυτοδιαχείρισης και συμμετοχής των εργαζομένων στις αποφάσεις κτλ.) ίσως ήρθε η στιγμή να δοκιμαστεί ένας λιγότερο κάθετος, πιο «οριζόντιος» τύπος ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού: αυτός συνίσταται στο διαθεσμικό επίπεδο, σε προσπάθειες για την εμβάθυνση της δημοκρατίας μέσω αγώνων για τη σταδιακή κατάργηση της κυριαρχίας της οικονομικής λογικής του κέρδους πάνω στην πολιτισμική λογική της ατομικής αυτονομίας / αυτοπραγμάτωσης. Και για να το τονίσω ξανά, αυτού του είδους η διαθεσμική, οριζόντια ριζοσπαστικοποίηση (δηλ. η επίτευξη μεγαλύτερης ισορροπίας μεταξύ των λογικών των διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων) είναι εφικτή γιατί ενισχύει τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό μιας κοινωνίας χωρίς αναγκαστικά να υποσκάπτει τον δυναμισμό της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η μάχη εναντίον των διαπλεκομένων συμφερόντων (σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο) μπορεί να θεωρηθεί ως μια πτυχή αυτής της διαθεσμικής ριζοσπαστικοποίησης που συνίσταται στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της αξίας της παραγωγικότητας στον οικονομικό χώρο, της δημοκρατίας στον πολιτικό, της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και της αυτοπραγμάτωσης στον πολιτισμικό. Τέλος είτε κοιτάζουμε τη διαπλοκή μεταξύ κράτους και εργολάβων / προμηθευτών του Δημοσίου, είτε τη διαπλοκή που σχετίζεται με τα ΜΜΕ και στις δύο περιπτώσεις η σταδιακή μείωσή της οδηγεί αναπόφευκτα στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Οπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές απ’ αυτές τις στήλες, στην ύστερη νεωτερικότητα ο εξορθολογισμός και εξανθρωπισμός του καπιταλισμού περνά μέσα από την ανάπτυξη οργανισμών που δεν βασίζονται ούτε στην κερδοσκοπική λογική της αγοράς ούτε στη γραφειοκρατική / πελατειακή λογική του κομματικοκρατικού χώρου.
* Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.