Ο συγγραφέας της υπέρβασης




Ο Δημήτρης Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και φιλόλογος, διέθετε μια οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και στους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και στην πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας:


α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγραφούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ως το Διπλό βιβλίο (1976)·


β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μια αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς·


γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των αναβαθμών διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως φιλόλογος.


Οι πρώτες ρήξεις


Τα κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ηπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη συγγραφέας. Η συνήθης ωστόσο πορεία, κατά την ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου με κορύφωση την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός – Δημοτικισμός, μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στα πλαίσια υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» που αναδύεται ως κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του ’40. Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία «ντροπαλής» όσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς. Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στην πρώτη περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη, βουλευτή αρχικά της ομάδας των «Ιαπώνων») είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει η «προνομιούχος ολιγαρχία», όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930): τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα» ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται συχνά με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα».


Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού, όταν σημειώνεται για παράδειγμα το 1932 στην Ηπειρο: «Τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι […] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα διά τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα».


Η συνάντηση με την Αριστερά


Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Τα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίστηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο του Χατζή η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση».


Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1949 ως το 1975, στη Βουδαπέστη και στο Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου – ιστορικού πια Χατζή που επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίστηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό – δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης». Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επί μέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια ­ 1958, 1959, 1962 ­ στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυτοτελώς, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικότερα η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς – πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.ά.), δηλαδή από όσους ­ άμεσα ή έμμεσα ­ έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της «μαρξιστικής – λενινιστικής» λογοτεχνικής κριτικής. Οπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει «ιδέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης.


Αστεγος και ηττημένος


Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ως τον θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ηδη μετά τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής Αριστεράς», είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Αστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας ­ ένας από τους πολλούς». Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο κύριο σώμα του έργου όσο και στους «Επιλόγους» που επισυνάπτονται. Κατ’ αρχήν τούτο αφορά τον τρόπο γραφής: «Δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που ‘ναι πίσω δε φαίνεται καθαρό ­ οι δυνάμεις, οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό… Δεν είναι ακριβώς ερείπια ­ είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το ‘να με τ’ άλλο».


Επίσης γίνεται ένα με την πολιτική συμπεριφορά του Βασιλειάδη: «Αριστερός ­ και δεν τα πήγε καλά μ’ αυτούς τους δημαγωγούς, τις επιτροπές τους, τις εκδηλώσεις που λέγανε, τα μέτωπά τους. Είπε πάντα ήσυχα και στρογγυλά πως ένα καινούργιο αριστερό κόμμα χρειάζεται στην Ελλάδα ­ αριστερό μα μακριά απ’ αυτούς. Και πως θα ‘ναι δύσκολο να γίνει. Εμένα μ’ άρεσε πάντα να τον ακούω ­ και για το καινούργιο κόμμα ­ μπορεί, λέω, στο τέλος σ’ αυτό να πάω και γω ­ και για τη δυσκολία ­ την καταλαβαίνω και γω με το μικρό το μυαλό μου, όσο τους βλέπω και τους ακούω τούτους εδώ στο ελληνικό καφενείο μας». Αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδιάζουσα πολιτική αίσθηση που διαποτίζει τον «Μικρό πρόλογο» που προαναγγέλλει το «δεύτερο βιβλίο»: «Βιβλίο της μοναξιάς είναι κι αυτό ­ της δικής σου της μοναξιάς το βιβλίο, στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό ­ που βρίσκεσαι εσύ πεταγμένος και που ‘χω φτάσει και γω. Η παλιά μας κληρονομιά δεν σε βοηθάει σε τίποτα, η φαντασία για τ’ αύριο λείπει. Το δικό μας πνεύμα κουρνιάζει πια σωπασμένο μες στο λυκόφως των καιρών. Και το βιβλίο δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελάνε για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που σου χρειάζεται να ντυθείς ­ να φυλαχτείς, να χτυπηθείς, να νικήσεις».


Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους αναβαθμούς στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της. Η πικρή όμως γεύση της αποτυχίας στον σχεδιασμό του «αντίκοσμου» της υπάρχουσας κοινωνίας με τους «μηχανισμούς που σε δένουν» και τα «γρανάζια που σε κρατούνε στην εντέλεια ταιριασμένα» δεν σημαίνει και γι’ αυτόν παραίτηση και νοσηρή εσωστρέφεια. Το «δεύτερο βιβλίο» θα μπορούσε να γραφεί «για το σημερινό, το δικό μας τον κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πώς είναι ­ και δεν τον φοβάσαι. Για τη ζωή των ανθρώπων ­ που πάει πιο πέρα. Με τη δική σου την εφηβεία: Αμόλευτη από την πρόληψη και την τύψη που βασανίσαν εμάς, τις αυταπάτες που αφήσαμε εμείς να μας βαυκαλίζουν, γυμνή κι από τα στολίσματα τα δικά μας…».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.