Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 στο νοσοκομείο «Broussais» του Παρισιού. Πέντε ημέρες αργότερα ένα πλήθος περίπου 50.000 ανθρώπων συνόδευε τη σορό του στο κοιμητήριο του Montparnasse. Καθώς πρόκειται για φιλόσοφο, το γεγονός είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο, μπορεί όμως να εξηγηθεί αν ληφθούν υπόψη ορισμένες άλλες ιδιότητες του Σαρτρ: λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και, κυρίως, στρατευμένος διανοούμενος που φρόντιζε πάντοτε να βρίσκεται κοντά στις μάζες. Φαίνεται ότι οι προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς, εφόσον υπήρξε δημοφιλής σε ευρύτατο κοινό και κατόρθωσε να βάλει τη σφραγίδα του (με τον λόγο, τα κείμενα και τη φυσική παρουσία του) σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο της Ευρώπης του πνεύματος. Εχοντας συναίσθηση του ρόλου και της αποστολής του, από πολύ νέος ο Σαρτρ βρέθηκε συνεχώς στο προσκήνιο, φλερτάροντας με ό,τι ονομάζουμε επικαιρότητα και παρεμβαίνοντας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αλλωστε ίσως είναι και αυτός ένας λόγος ικανός να εξηγήσει το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι θεωρητικές του αναλύσεις σχετικά με το τι είναι και πώς εξελίσσεται η ιστορία.
Το ζήτημα της ιστορίας τίθεται από τον Σαρτρ με βάση την αντίληψή του για τον άνθρωπο, στο μέτρο που ο υπαρξισμός έχει αφετηρία τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα επειδή χαρακτηρίζεται κατά τρόπο μοναδικό από τη συνείδηση και την ελευθερία του. Βεβαίως η ελευθερία είναι πάντα ελευθερία «εν καταστάσει», σύμφωνα με την έκφραση του Σαρτρ, δηλαδή εξαρτάται από μια κατάσταση αποτελούμενη από συνθήκες και όρους που προηγούνται της ελεύθερης δράσης. Ετσι η ανθρώπινη ελευθερία συνίσταται κατά κύριο λόγο σε ένα σχέδιο για το μέλλον: ο άνθρωπος ορίζεται από το σχέδιό του και είναι ελεύθερος στον βαθμό που προσδίδει μια σημασία στην κατάσταση, για να την αποδεχθεί ή να την τροποποιήσει. Ενώ τα πράγματα είναι, ο άνθρωπος υπάρχει: στη σαρτρική προοπτική η ύπαρξη θεωρείται σημαντικότερη από την ουσία.
Η ελευθερία επιλογής
Περνώντας τώρα στις διατομικές σχέσεις, η ελευθερία τού ενός ανθρώπου απειλείται διαρκώς από την παρουσία του άλλου, ο οποίος υπάρχει ως υποκείμενο όπως ακριβώς υπάρχει και ο πρώτος. Ο άλλος άνθρωπος με το βλέμμα του καθιστά τον άνθρωπο πράγμα ή τον εκμηδενίζει. Για να μην περιορισθεί η ελευθερία του, ο άνθρωπος πρέπει να δράσει, πρέπει να επιλέξει, αλλά σε τούτη την επιλογή του είναι μόνος: είναι απολύτως υπεύθυνος για την ελευθερία του και μάλιστα είναι υπεύθυνος για όλη την ανθρωπότητα. Η ελεύθερη επιλογή του είναι ηθικά μοναχική και πολιτικά υπεύθυνη. Για τον σαρτρικό υπαρξισμό ο Θεός δεν υπάρχει και ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.
Στο βιβλίο του Κριτική του διαλεκτικού λόγου (1960) ο Σαρτρ διευρύνει τις προηγούμενες αναλύσεις, εφαρμόζοντάς τες στο πεδίο της κοινωνίας και της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθεί να συμφιλιώσει τον υπαρξισμό με τον μαρξισμό, δεχόμενος κατ’ αρχήν πως ο μαρξισμός αποτελεί την ανυπέρβλητη φιλοσοφία της εποχής μας. Η κριτική του Σαρτρ προς τη μαρξιστική θεωρία συνίσταται στις εξής δύο βασικές προτάσεις: α) Ο μαρξισμός υποτάσσει το άτομο σε έναν γενικότερο σκοπό, ο οποίος συνίσταται σε μια αφηρημένη ιστορική σύλληψη που δεν έχει σχέση με την πράξη αλλά είναι προκατασκευασμένη· β) Η μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας επιμένει στις αντιφάσεις που εμπεριέχουν οι οικονομικές συνθήκες και στην αλλοτρίωση του ατόμου, περιγράφοντας εύστοχα την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα· ωστόσο αφήνει στην άκρη την ύπαρξη του ανθρώπου και υποτιμά την ελευθερία του. Ετσι, σύμφωνα με τις σαρτρικές θέσεις, ο μαρξισμός, η μόνη αξιόλογη ερμηνεία της ιστορίας, καταλήγει να είναι δογματικός και φορμαλιστικός επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τον υπαρξισμό, τη μόνη συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο υπαρξισμός πρέπει λοιπόν να ενσωματωθεί στον μαρξισμό, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η υπέρβαση του δογματισμού.
Στην κατεύθυνση αυτή ο Σαρτρ θα προτείνει μια διαλεκτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και στις υλικές και οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας τα πορίσματα διαφόρων γνωστικών περιοχών (όπως είναι η ψυχανάλυση ή η θεωρία της λογοτεχνίας), θα προσπαθήσει να παραγάγει την ιεραρχία διαμεσολαβήσεων που λείπει από τη μαρξιστική θεωρία. Ετσι θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία του αλλά τη φτιάχνει μέσα σε δεδομένες συνθήκες. Ο άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία και, ταυτόχρονα, μέσω της δημιουργίας του αυτής αντικειμενοποιείται και αλλοτριώνεται. Η ανθρώπινη πράξη, δηλαδή η δράση των ατόμων που είναι ελεύθερα αλλά βρίσκονται «εν καταστάσει», επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει και να υπερβεί ό,τι ο Σαρτρ ονομάζει «πρακτικό – αδρανές» πεδίο, εννοώντας την περιοχή που ορίζεται από την κυριαρχία των εξωτερικών δεσμεύσεων και των καθημερινών συμβάντων. Τούτη η υπέρβαση του «πρακτικού – αδρανούς» θα σημάνει και την άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου: οι ατομικές πράξεις συνδυάζονται και συντίθενται μέσα στη συλλογικότητα, μέσα στο επαναστατικό πλήθος που καταστρώνει ένα συλλογικό σχέδιο δράσης. Η επανάσταση είναι η υπέρβαση των δεδομένων καθορισμών, η έκφραση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ενας ενδιαφέρων διάλογος
Ο διάλογος του υπαρξισμού με τον μαρξισμό, τουλάχιστον όπως τον πρότεινε ο Σαρτρ, παρουσιάζει μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για τη σύγκρουση δύο ριζικά αντίθετων φιλοσοφικών θέσεων ως προς την ιστορία: η πρώτη θέση (του Σαρτρ) υποστηρίζει πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία, η οποία εξαρτάται από τη δραστηριότητα ενός ελεύθερου υποκειμένου και, συνεπώς, έχει εξ ορισμού σκοπό (τέλος) και νόημα. Στην προοπτική αυτή ο άνθρωπος μοιάζει να είναι ένας μικρός θεός, ένας δημιουργός που αποφασίζει και ενεργεί με γνώμονα τη συνείδηση και την ελεύθερη βούλησή του. Η δεύτερη θέση (του Μαρξ) συλλαμβάνει την ιστορία ως αναγκαία και καθορισμένη διαδικασία που εκτυλίσσεται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση, ανεξάρτητα από το υποκείμενο. Ο άνθρωπος δεν είναι «κράτος εν κράτει»: είναι ελεύθερος στον βαθμό που κατανοεί την αναγκαιότητα. Την ιστορία δεν τη δημιουργεί ο άνθρωπος: η ιστορία φτιάχνεται από τις μάζες και έχει κινητήρα της την πάλη των τάξεων. Γι’ αυτό και η ιστορία από μόνη της δεν έχει κανέναν σκοπό και κανένα νόημα· αποκτά κάθε φορά το νόημα που της προσδίδουν οι άνθρωποι, οι οποίοι ενίοτε είναι και φιλόσοφοι.
Η συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Σαρτρ έχει δώσει ήδη την αφορμή για μια επαναπροσέγγιση του έργου του διεθνώς. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ χρήσιμο, αρκεί να γίνει με τρόπο νηφάλιο και συστηματικό. Γιατί, αν ορισμένοι θεωρούν αυτονόητο ότι ο σαρτρικός υπαρξισμός (με επίκεντρο το δίδυμο ανθρωπισμός – ελευθερία) πρέπει να αποτελέσει τη βάση της νέας φιλοσοφίας για τα επόμενα χρόνια, καλό θα ήταν να σκεφθούν μήπως, από ειρωνεία της ιστορίας, προσγειωθούν αντί για τον εικοστό πρώτο σε παλαιότερους αιώνες. Οσο για τον εικοστό, που φεύγει, δύσκολα θα πίστευε κανείς πως ήταν «ο αιώνας του Σαρτρ», όπως δηλώνει ο τίτλος ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε προσφάτως στη Γαλλία· ήταν όμως σαφώς ο αιώνας και του Σαρτρ.
Ο κ. Αρης Στυλιανού είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.