Ο Κυπάρισσος από την Κέα μια μέρα, από λάθος του, σκότωσε ένα ιερό ελάφι. Από τη θλίψη του παρακάλεσε τον Απόλλωνα να διατηρήσει τη μνήμη της λύπης του αθάνατη. Ο Απόλλωνας τον άκουσε και τον μετέτρεψε σε κυπαρίσσι. Το δέντρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών, και είναι έμβλημα πένθους. Από την αρχαιότητα το κυπαρίσσι χρησιμοποιήθηκε στα κοιμητήρια και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, τόσο από τους χριστιανούς όσο και από τους μωαμεθανούς.


Το κυπαρίσσι το βρίσκουμε αυτοφυές κυρίως στην Κρήτη, αλλά και ­ λίγοι το γνωρίζουν ­ στη Ρόδο και στη Σύμη. Το ξύλο του έχει άριστες ιδιότητες, που συνδέονται άμεσα και με το γεγονός ότι «σαπίζει» δύσκολα. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη ναυπηγική και στο χτίσιμο ναών. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, για να γίνει ο Ναός της Εφέσου, ο αφιερωμένος στην Αρτεμη, συγκέντρωναν επί τέσσερις γενιές κυπαρίσσια. Οι θύρες του ναού διατηρήθηκαν ανέπαφες για περισσότερα από 300 χρόνια. Στον Αγιο Πέτρο του Βατικανού οι κυπαρισσένιες πύλες έχουν διατηρηθεί χωρίς φθορά επί έξι αιώνες. Τα κείμενα των Νόμων του Σόλωνα ήταν χαραγμένα σε πλακίδια από ξύλο κυπαρισσιού.


Είναι χωρίς αμφιβολία το κυπαρίσσι ένα πανέμορφο δέντρο, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την παράδοσή μας στις εκκλησίες, στα μοναστήρια, στα κοιμητήρια. Μπορεί κανείς να φανταστεί αιγαιοπελαγίτικο ξωκλήσι χωρίς το λυγερό κυπαρίσσι δίπλα;


Ο Γιάννης Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη» τραγουδά:


«Τα μάτια τους είναι κόκκινα από


την αγρύπνια,


μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη


ανάμεσα στα φρύδια τους


σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δύο


βουνά το λιόγερμα».


Την εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έγραφε το «Κυπαρισσάκι», έφτασε δυστυχώς και στην Ελλάδα μια ανίατη αρρώστια των κυπαρισσιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, που περιγράφηκε για πρώτη φορά η αρρώστια στη χώρα μας (στη γειτονική Ιταλία είχε προηγηθεί με τεράστιες καταστροφές δέκα χρόνια νωρίτερα), ως σήμερα η εξάπλωση της επιδημίας, προπαντός την τελευταία δεκαετία, ήταν ταχύτατη. Ιδιαίτερα στη Δυτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, τα αποτελέσματα είναι ήδη τραγικά.


Σήμερα στην Καλαμάτα το 70% των κυπαρισσιών έχουν προσβληθεί και νεκρώνονται. Το ίδιο συμβαίνει και στην Κυπαρισσία, στη Μεγαλόπολη, στην Πάτρα. Δραματική είναι η έκκληση των κατοίκων της Κέρκυρας (πώς θα είναι άραγε το Ποντικονήσι χωρίς κυπαρίσσια;): Κάντε κάτι! Δυστυχώς παρ’ όλες τις προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο (υπάρχει ειδική ομάδα για το πρόβλημα ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση!) δεν βρέθηκε ακόμη αντίδοτο και τα δέντρα που προσβλήθηκαν είναι καταδικασμένα να νεκρωθούν.


Την ασθένεια προκαλεί ένας μικροοργανισμός (ένας μύκητας) και περιγράφηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Προχώρησε ταχύτατα στη Νότια Ευρώπη και αφού πέρασε από την Ιταλία (έχουν νεκρωθεί, μόνο στην περιοχή της Φλωρεντίας, τρία εκατομμύρια κυπαρίσσια!) ήρθε στη χώρα μας.


Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται με αλλαγή του χρώματος ­ από σκούρο πράσινο ανοιχτό και μετά κίτρινο ­ στα νέα κλαριά. Μόνη επί του παρόντος λύση για την επιβράδυνση τουλάχιστον της διασποράς της αρρώστιας είναι η άμεση κοπή και το κάψιμο. Είναι κάτι απολύτως απαραίτητο επειδή έχει διαπιστωθεί ότι ο μύκητας μπορεί να επιβιώσει και στο νεκρό δέντρο. Σήμερα η αρρώστια του κυπαρισσιού, εκτός από τη Δυτική, έχει επεκταθεί σε ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα. Από τα Τέμπη ως τη Μονεμβασιά έχει ήδη προσβληθεί και είναι καταδικασμένο το ένα στα τρία δέντρα.


Ενα από τα πανέμορφα δημοτικά μας λιανοτράγουδα, τα παινέματα «Της αγαπητικής», κατά τον λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, περιγράφει:


«Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια


βρύση σε ποτίζει


που στέκεις πάντα δροσερό


κι ανθείς και λουλουδίζεις;».


Ισως αρκετοί το έχουν απολαύσει μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι στον εξαίσιο «Μεγάλο Ερωτικό», τραγουδισμένο από την ευαίσθητη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη. Οπότε η πρώτη ερώτηση που προκύπτει είναι: Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε παραπάνω από το κόψιμο και κάψιμο;


Πέρα από το «τσεκούρι και φωτιά» πρέπει να εμποδίσουμε όσο μπορούμε την εξάπλωση της αρρώστιας. Είναι τελείως ανόητο καθημερινά να φυτεύουμε κυπαρίσσια στα κράσπεδα των εθνικών μας οδών και στις αναδασώσεις. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουμε βλακωδώς τη διασπορά της καταστροφής.


Ευτυχώς ως σήμερα τουλάχιστον δεν έχουν προσβληθεί τα ανεπανάληπτα αυτοφυή δάση κυπαρισσιών στη Σαμαριά της Κρήτης, στη Ρόδο και στη Σύμη παρ’ όλο που η ασθένεια έχει εμφανιστεί ήδη στην Κρήτη και έχει νεκρώσει χιλιάδες δέντρα.


Η Κρήτη στο παρελθόν ήταν γεμάτη δάση κυπαρισσιών και το ιερό δάσος της «θεάς Ρέας» (κόρης της Γαίας και του Ουρανού, μητέρας του Δία) ήταν από κυπαρίσσια. Η υπερεκμετάλλευση του κυπαρισσιού στην Κρήτη, ήδη από τη Μινωική εποχή, έχει μειώσει σοβαρότατα την εξάπλωση του αυτοφυούς δάσους. Το πρόβλημα ήταν ήδη από τον Μεσαίωνα γνωστό και βρέθηκε διαταγή της Γερουσίας της Βενετίας το 1414 που απαγόρευε την εξαγωγή από την Κρήτη κυπαρισσιών.


Στα νησιά του Αιγαίου η αξία του κυπαρισσιού ήταν μεγάλη. Στη Σύμη η γέννηση ενός κοριτσιού σήμαινε και το φύτεμα ενός κυπαρισσιού, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της προίκας της. Θα το χρησιμοποιούσε ο γαμπρός για το κατάρτι στο καΐκι που θα ναυπηγούσε. Χώρια που όταν περνούσες έξω από την αυλή ενός σπιτιού ήξερες από τον αριθμό των κυπαρισσιών πόσες κόρες είχε ο νοικοκύρης.


Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να περιορίσουμε το κακό. Ελλάδα χωρίς κυπαρίσσια θα είναι σαν καΐκι χωρίς κατάρτι.


Οταν μας ήρθε πριν από πολλές δεκαετίες η φυλλοξήρα και κατέστρεψε συνολικά τα αμπέλια μας, η λύση ήρθε με την ανακάλυψη νέων ποικιλιών, ανθεκτικών στην ασθένεια. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται ότι γίνεται και με τα κυπαρίσσια. Δεν θα καταφέρουμε, πιθανότατα, να βρούμε το αντίδοτο για τη θεραπεία τους από την αρρώστια. Ηδη όμως άρχισαν να παράγονται στο πρωτοποριακό Εργαστήριο Δασικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό την διεύθυνση του καθηγητή Κ. Πανέτσου ανθεκτικές ποικιλίες κυπαρισσιού. Λέτε να είναι η λύση;


Ο κ. Νίκος Σ. Μάργαρης είναι καθηγητής Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.