Ο όρος κοτσάμπασης στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος της κατάκτησης παραπέμπει σε ένα σύνολο κοινωνικών θέσεων και πολιτικών ρόλων που μεσολαβούν, οργανώνουν και ρυθμίζουν τις σχέσεις των ραγιάδων με την οθωμανική διοίκηση σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα. Πρόκειται για σχέσεις που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το φορολογικό βάρος στους κατακτημένους χριστιανούς και διασφαλίζεται η οθωμανική τάξη. Οργανώνονται έτσι οι θεσμοί και οι ιεραρχίες των ραγιάδων, οι κοινότητες και οι ηγεσίες τους, οι κοτσαμπάσηδες. Παρά το γεγονός ότι τα ιστορικά αντικρίσματα αυτού του τρόπου άσκησης της εξουσίας ποικίλλουν ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο, ο τύπος του κοτσάμπαση παραπέμπει στις «κεφαλές» των χριστιανικών κοινοτήτων: στους ανθρώπους που έχουν τον «πρώτο λόγο» στην κοινότητα, που είναι υπεύθυνοι για τον τόπο και το ανθρώπινο δυναμικό του και άρα υπόλογοι απέναντι στην οθωμανική εξουσία (θέτουν δηλαδή το κεφάλι τους εγγύηση) για την τήρηση των όρων της υποταγής.
Οι κοινοτικοί θεσμοί και οι ιεραρχίες τους συνδέονται ασφαλώς με τη λειτουργία και την αναπαραγωγή του συστήματος της κατάκτησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές πρακτικές της ηγεσίας των χριστιανικών κοινοτήτων ακολουθούν πάντοτε τις διαδρομές της ενσωμάτωσης στο οθωμανικό πλαίσιο. Αλλωστε η λειτουργία της ενσωμάτωσης, την οποία επιτελούν οι κοτσαμπάσηδες, με κανέναν τρόπο δεν αντιτίθεται στις διάχυτες στην κατακτημένη κοινωνία μυθολογίες περί της «μέλλουσας αποκατάστασης του γένους» που συνδέονται με καταστροφικές εικόνες της κατάκτησης ή με την αναμονή της έλευσης του «ξένου απελευθερωτή». Δεν είναι λίγες οι φορές λοιπόν που οι κοτσαμπάσηδες ενεργούν κατά τρόπο που ενίοτε εγείρει ακόμη και ζήτημα αποδοχής της οθωμανικής νομιμότητας. Οταν κρίνουν, λόγου χάριν, ότι παραβιάζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις τους με τους αξιωματούχους της Πύλης και άρα ότι δεν προστατεύονται επαρκώς από τον Σουλτάνο (υπό την επίδραση μάλιστα του λεγόμενου ρώσικου σχεδίου αλλά και του ναπολεόντειου ηγεμονικού προτύπου), τότε ανταποκρίνονται στα κελεύσματα των ξένων δυνάμεων και πρωτοστατούν σε κινήματα επιζητώντας τη διεύρυνση της πολιτικής αυτονομίας τους, χωρίς βεβαίως κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έτσι εγκολπώνονται αυτόματα και τις αρχές του εθνικισμού. Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή τους σε κινήματα παραδοσιακού τύπου υπηρετεί τη βασική πολιτική και κοινωνική στρατηγική τους, που στηρίζεται στην αναπαραγωγή τους ως κεφαλών του γένους.
Στη δίνη μιας σημαντικής κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής κινητικότητας που αποτυπώνεται στην ανάπτυξη των εθνικών ιδεών, το πολιτικό υποκείμενο της «αποκατάστασης του γένους» μετατοπίζεται από τον «ξένο απελευθερωτή» στο «έθνος». Ετσι οι κοτσαμπάσηδες βρίσκονται να υπηρετούν ένα νέο ιδανικό: τον αυτοπροσδιορισμό του έθνους. Θέτουν βεβαίως τον εαυτό τους στην υπηρεσία αυτού του ιδανικού, ενόσω συνεχίζουν να προσδιορίζουν, όπως πάντοτε, και τον ρόλο τους ως αδιαμφισβήτητης ηγεσίας της εθνικής πλέον επανάστασης. Μόνο που αυτή τη φορά περιβάλλον της δράσης τους δεν είναι πια το παλιό, παραδοσιακό και γνωστό, οθωμανικό πλαίσιο: στην επανάσταση οι θέσεις, οι ρόλοι και οι ταυτότητες των ανθρώπων επαναπροσδιορίζονται, στον βαθμό που σταδιακά αποδιαρθρώνονται οι διαδικασίες διαμόρφωσης των ιεραρχιών του παλιού κόσμου και άρα τείνουν να κατισχύσουν νεωτερικές σχέσεις και θεσμοί πολιτικής κυριαρχίας. Ετσι οι κοτσαμπάσηδες που πρωταγωνιστούν στην επανάσταση ηγούνται μιας κίνησης που αναιρεί τελικά τους ίδιους τους όρους της κυριαρχίας τους ως «κεφαλών» των ραγιάδων. Οι άνθρωποι αυτοί, όπως έχει πει και ο Σπύρος Ασδραχάς, βάλθηκαν να ανατρέψουν τον μοναδικό κόσμο στον οποίο θα μπορούσαν να υπάρξουν και αυτό σημαίνει τη μεγάλη επανάσταση στις συνειδήσεις που προκάλεσε ο πόλεμος του 1821.