Οι διαμάχες οι σχετικές με την εθνική υπόσταση ενός πληθυσμού έχουν πάντοτε μια πρωταρχική ιστορική αναφορά η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης για την αναγνώριση όλων των μελών της εν λόγω κοινωνίας μεταξύ τους. Αδιάφορο αν η ιστορική αυτή αναφορά είναι πλήρως ή μερικώς επινοημένη. Σημασία έχει ότι είναι κοινά αποδεκτή, για την ακρίβεια αυτονόητη για τον καθένα και την καθεμία.


Η εθνική ιδεολογία, πολιτική ανακάλυψη της ευρωπαϊκής διανόησης της νεότερης ιστορικής περιόδου, συστηματοποιήθηκε από τον γαλλικό διαφωτισμό και την επανάσταση, και θεμελιώθηκε σε ορισμένους από τους ωραιότερους μύθους που δημιούργησαν ποτέ οι άνθρωποι. Οι εθνικοί μύθοι επιδιώκουν την επιβεβαίωση μιας ιστορικής συνέχειας του πληθυσμού: οι Αγγλοι από τον βασιλιά Αρθούρο και στον αντίποδα οι Σκωτσέζοι με τους δικούς τους πατριαρχικούς αρχηγούς, οι Γάλλοι από τους Γαλάτες, από τους δίδυμους γιους της λύκαινας και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι Ιταλοί, οι Σύριοι από τους Φοίνικες, από τον Μωυσή οι Ισραηλινοί και φυσικά εμείς από τους αρχαίους Ελληνες, φανούς της οικουμένης, κ.ο.κ. Ολοι αυτοί οι μύθοι, αν και αποτελούν σημαίνοντα και εξαιρετικά περίπλοκα πολιτισμικά δημιουργήματα των ανθρώπων, έχουν το κοινό νόημα της δήλωσης μιας διαρκούς, αδιάλειπτης παρουσίας των εκάστοτε πληθυσμών στο διεκδικούμενο σημείο του πλανήτη. Πρόκειται για τη θεμελίωση του δικαιώματος πλήρους ελέγχου της εκάστοτε γεωγραφικής περιοχής, που μέσα από διαδικασίες επαναστατικές, ή πολιτικές διεργασίες το συνηθέστερο, θα οριστεί ως εθνική επικράτεια. Οι αυξομειώσεις της κάθε εθνικής επικράτειας με πολέμους ή με πολυμερείς συμφωνίες, και αυτές στους θεμελιωτές μύθους θα αναφερθούν, με αυτούς πρωτίστως θα επιδιωχθεί να νομιμοποιηθούν προς εαυτούς και άλλους, ανεξάρτητα αν το εκάστοτε τελικό αποτέλεσμα το καθορίζει ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα δυνάμεων που ορίζουμε κάπως αμήχανα ως συσχετισμό.


Ο θεμελιωτής μύθος


Οι δικοί μας πρόγονοι ήταν εύλογο να επιλέξουν την ελληνική αρχαιότητα ως πρότυπο ιστορικής αναφοράς. Αρχής γενομένης από τους ελάχιστους και χωρίς καμία επιρροή διανοουμένους του ύστερου Βυζαντίου που κατασκεύασαν αμήχανα τα πρώτα υποτυπώδη ιστορικά στοιχεία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από τον 15ο αιώνα, ως τους επιγόνους τους επαναστάτες των ευρωπαϊκών στοών των αρχών του 19ου αιώνα, όλοι είχαν προδιαγεγραμμένη επιλογή. Τα τρία μεγάλα κρατικά συστήματα της εποχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το βυζαντινό, το οθωμανικό και το ρωμαιοκαθολικό, απορρίπτονταν από τους υστεροβυζαντινούς λογίους για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετική ένταση. Αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν. Αργότερα, στις παραμονές της επανάστασης επαναβεβαιώνονται οι ίδιες επιλογές, κατά πολύ συστηματοποιημένες και επιπλέον πολιτικοποιημένες. Ο οικουμενισμός του Πατριαρχείου και η ταύτισή του με το σκοταδιστικό Βυζάντιο αρχικά και την οθωμανική τυραννία στη συνέχεια αποτέλεσαν μαζί με το ρωμαιοκαθολικό πρότυπο αντικείμενα σκληρής πολεμικής αλλά και πραγματικών μαχών στη διάρκεια της επανάστασης. Ιδεολογικά οι διανοούμενοι του ελληνικού διαφωτισμού είχαν εντάξει την υπόθεση των Ελλήνων στον ευρωπαϊκό εθνικισμό ήδη από τον 18ο αιώνα. Η ελληνική αρχαιότητα νομιμοποιούσε τόσο την αδιάλειπτη ιστορική παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη τους, αλλά και τον ορθό λόγο, την ελεύθερη ατομική δράση και επιτέλους την πολιτική. Αυτά δηλαδή που οι αναδυόμενοι οργανικοί διανοούμενοι της εθνικής ιδέας είχαν συστηματοποιήσει με τη συνεχή δράση τους στη διεθνή αγορά, στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, στις επαναστατικές στοές. Και η Ρώμη, αυτή αναπαριστούσε τον κατ’ εξοχήν τόπο πολιτικής οργάνωσης του πληθυσμού, το κράτος, οργανωμένο όμως με βάση τον λόγο του Νόμου.


Πολλοί ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι οι έλληνες διαφωτιστές απλώς αντέγραψαν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Πρόκειται φυσικά για ισχυρισμό που είναι αποτέλεσμα διανοητικής νωχέλειας, δεδομένου ότι οι αντιγραφές δεν οδηγούν σε επαναστάσεις και δημιουργία εθνών αν δεν υπάρχουν ισχυρότατα εσωτερικά ερείσματα. Το κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού, έχοντας αφανείς ρίζες κάπου στον 15ο αιώνα, συστηματοποιεί ως τις αρχές του 19ου αιώνα την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για τους πληθυσμούς των πάλαι ποτέ αρχαίων ελληνικών επικρατειών. Και όσο ρευστές ήταν αυτές γεωγραφικά τόσο ρευστός υπήρξε και ο καθορισμός της ελληνικής επικράτειας αργότερα.


Οι συγγένειες των ελλήνων διαφωτιστών με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό υπήρξαν οριζόντιες και επιλεκτικές. Ωστόσο, όπως σε όλους τους εθνικιστές επαναστάτες της εποχής εκείνης, οι κοινές αρχές ήταν η ελευθερία και η ισότητα, με την αδελφοσύνη να διαμορφώνει την αναγκαία αλληλεγγύη στη διάρκεια του αγώνα τους για αυτές τις αξίες, αλλά ιδίως την αδελφοσύνη που απορρέει από τον κοινό εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Για τους έλληνες διαφωτιστές, γιακωβίνους και μετριοπαθείς, το πρόταγμα για τη σύσταση έθνους είχε απόλυτη προτεραιότητα. Και με βάση αυτή την προτεραιότητα οργάνωσαν το ούτως ή άλλως ασύστατο παρελθόν. Οσα δεν άρμοζαν με τα εθνικά κριτήρια, όπως η αυτοκρατορική τυραννία και ο εκκλησιαστικός σκοταδιστικός οικουμενισμός, αποδίδονταν στον αντίπαλο. Και ορθώς. Ενώ η αδιάλειπτη παρουσία των ελληνικών πληθυσμών και το κλέος της αρχαιότητας εντάχθηκαν στον εθνικό σχεδιασμό της ιστορίας. Με την αναγωγή ενός ακατέργαστου παρελθόντος σε σύστημα ιστορικής εξέλιξης, θεμελίωσαν οι δημιουργοί του διαφωτιστές διανοούμενοι μια φαντασιακή, αρχικά, ταυτότητα-κοινότητα, τους Ελληνες. Η ιστορία στην υπηρεσία της πολιτικής στρατηγικής μεγάλης εμβέλειας, περί αυτού πρόκειται. Ετσι, η σύνταξη του παρελθόντος σε ιστορία με προεξάρχον κριτήριο το έθνος διαμόρφωσε μια δύναμη παραγωγής έθνους χωρίς προηγούμενο. Αυτή ήταν η ηθική και η ψυχική κινητήρια δύναμη της πολιτικής δράσης τους πριν και κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.


Οι ανατροπές της επανάστασης


Με το πρόταγμα Ελληνες-ανεξάρτητο έθνος, που αποτελούσε ένα αδιαίρετο σύνολο ιστορίας και πολιτικής στρατηγικής, αλλά και κοινωνικά ως εκπρόσωποι της εμπορικής τάξης, οι διαφωτιστές διανοούμενοι συνάπτουν συμμαχίες με άλλες άρχουσες διακεκριμένες ομάδες, ιδίως τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, τους προεστούς των ναυτικών νησιών και τους άκρως προβληματικούς από πολιτική άποψη κλεφταρματολούς. Η πολιτική ηγεσία της επανάστασης σχεδόν ταυτίζεται με τις κατά τόπους ελίτ των ελληνικών πληθυσμών, άρχουσες πολύ πριν από το 1821. Αυτές οι ποικίλες ελίτ αποτέλεσαν την άκρως αντιφατική ηγεσία της επανάστασης, και όταν απείχαν οι χωρικοί και οι ποιμένες ­ όπως συχνότατα συνέβαινε ­ οι ελίτ ήταν αυτές οι ίδιες κοινωνική βάση.


Η επανάσταση ξεκίνησε από μηδενική θεσμική βάση. Οι υφιστάμενοι κρατικοί θεσμοί ήταν υποτυπώδεις και πάντως απορριπτέοι. Ολα έπρεπε να δημιουργηθούν εξαρχής με κριτήριο αυτό που υπήρχε, το πρόταγμα έθνος. Φαίνεται πως η δύναμή του ήταν μεγαλύτερη από όση φανταζόμαστε. Οταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, η Ιερή Συμμαχία στην Ευρώπη απέκλειε και συχνά καταδίωκε την παραμικρότερη ανατρεπτική δράση. Αλλά ο συμβολισμός του γεγονότος «οι Ελληνες επαναστάτησαν» ήταν τόσο ισχυρός που αναζωογόνησε ιδεολογικά και οργανωτικά πολλά ευρωπαϊκά επαναστατικά δίκτυα, οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα. Η επανάσταση των Ελλήνων ­ που φάνταζε σαν να είχαν ξεσηκωθεί τα ίδια τα επαναστατικά σύμβολα της Ευρώπης ­ επέστρεψε στους ευρωπαίους ομοϊδεάτες τις ιδεολογικές οφειλές των ελλήνων διανοουμένων, και οι Ευρωπαίοι αντεπέστρεψαν σε όλους τους Ελληνες την αρχή της αδελφότητας οργανώνοντας το γνωστό κύμα αλληλεγγύης που αποκαλέσαμε φιλελληνισμό.


Η εθνική συνείδηση δεν είναι αναγκαστικά η αντανάκλαση κάποιων υλικών (βλ. οικονομικών) συνθηκών. Ανακαλύφθηκε πολύ προτού διαμορφωθούν οι υλικές συνθήκες, και σε κάποιο βαθμό συνέβαλε στην παραγωγή τους. Δηλαδή, στον βαθμό που διακεκριμένες ομάδες των ελληνικών πληθυσμών βαθμιαία αναγνωρίζονταν στην εθνική ταυτότητα, τότε διαφοροποιούνταν πολιτισμικά από τους υπόλοιπους, Ελληνες και μη. Και το γεγονός αυτό τους επέτρεπε να ανοίγονται σε καινούργιες δραστηριότητες οικονομικές, διοικητικές και μορφωτικές προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιβεβαιώσουν το νέο τους κοινωνικό είναι και τα δέοντα που απορρέουν από αυτό. Στο μέτρο που οι καινούργιες δραστηριότητες πετύχαιναν, οι εν λόγω ομάδες διευρύνονταν κοινωνικά και μπορούσαν να βλέπουν τον εαυτό τους καθώς και να διεκδικούν τη θέση ισχύος τους από ένα άλλο, υψηλότερο κατώφλι. Αντιπροσωπευτικοί της διαδικασίας αυτής οι γνωστοί πλέον έμποροι και καραβοκυραίοι. Ιδίως οι πρώτοι, ακολουθώντας κυριολεκτικά τη διεύρυνση της διεθνούς αγοράς ως «κατακτητές βαλκάνιοι έμποροι», έφτασαν στο σημείο να διαφοροποιηθούν από τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς σε βαθμό τέτοιο ώστε να αποκτήσουν ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής. Ετσι προέκυψαν τα διάφορα σχολεία και η χρηματοδότησή τους, και οι κοσμικοί διανοούμενοι διαφωτιστές, όλοι σχεδόν προερχόμενοι από τις ομάδες των εμπόρων. Και η επιρροή τους ήταν τέτοια ώστε στο κίνημα του διαφωτισμού κατάφεραν να κερδίσουν κληρικούς, είτε ως πολιτικά στελέχη όπως ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος είτε ως παραγωγούς ορθολογικής γνώσης του κόσμου όπως οι Δημητριείς. Κληρικούς οι οποίοι ασπάστηκαν την εθνική ιδέα αρνούμενοι την αυτοκρατορική τυραννία και τον πολιτικά δίδυμο πατριαρχικό οικουμενισμό.


Από την ανακάλυψη της ταυτότητας Ελληνες τον 15ο αιώνα ως το πρόταγμα για ανεξάρτητο ελληνικό έθνος κάπου στο μεταίχμιο 18ου και 19ου αιώνα και από αυτό ως την καθιέρωση του ελληνικού έθνους το 1832 παρακολουθούμε μια μεγάλη πορεία όπου ιστορία, πολιτική και πολυσχιδής εκπολιτιστική δράση σχεδόν ταυτίζονται. Θα ήταν πολύ μίζερο να δεχθούμε ότι ο ιστορισμός του διαφωτισμού αποτελεί ιδεολογική χρήση της ιστορίας ή καθαρό υποκειμενισμό. Θα ήταν ορθότερο να δεχθούμε πως πρόκειται για τη συμβολική αναπαράσταση του κοινωνικού είναι και του ιδεολογικού δέοντος ελληνόφωνων ελίτ που επικρατούν πολιτικά με την επανάσταση και διαχέουν βαθμιαία τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους στις κοινωνικά χαμηλές ομάδες του υπόλοιπου πληθυσμού, ενσωματώνοντάς τες αργά στο εθνικό πρότυπο.


Το κράτος και η ιστορία


Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος εξέφρασε το δεύτερο κατά σειρά συμβολικό σύστημα αναπαράστασης του έθνους, το οποίο διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνο του διαφωτισμού. Στο μεταξύ το ελληνικό κράτος, από γενικός στόχος που ήταν για τον διαφωτισμό, έχει γίνει η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα του έθνους, και η Εκκλησία αυτοκέφαλη, αποσπασμένη από τον οικουμενισμό του Πατριαρχείου, εθνικοποιήθηκε. Δύο μείζονα θεσμικά κέντρα ισχύος αναδεικνύουν τη δική τους συμβολική αναπαράσταση του έθνους διά του σχήματος που διατύπωσε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος. Η τρισχιλιετής συνέχεια παρουσιάζεται στο εξής σαν θεσμική και κατά το δυνατόν ορθόδοξη εντάσσοντας σε αυτήν τους αυτοκρατορικούς θεσμούς του Βυζαντίου και το οικουμενικό Πατριαρχείο. Η διάδοση αυτής της άποψης θα πρέπει επίσης να συσχετιστεί και με την επικράτηση της στρατηγικής της διεύρυνσης της εθνικής επικράτειας.


Οι πολιτικές προτεραιότητες του έθνους εύλογα είχαν αλλάξει σε σχέση με την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Είχαν αλλάξει οι δυνάμεις που συνέθεταν το έθνος, άλλαξε συνεπώς και η κρατούσα ιστορική αναπαράστασή του. Και ακόμη, ήρωες (βλ. ηθικά δικαιωμένοι) δεν ήταν πλέον οι διανοούμενοι, τα πολιτικά στελέχη, αλλά τα παλικάρια, οι κλεφταρματολοί. Δεν έχει σημασία ότι αυτοί ακριβώς είχαν την πλέον απόμακρη σχέση με την εθνική ιδέα. Σημασία έχει ότι οι νέες ανάγκες, στα πρότυπα του ιστορισμού του κράτους, αναδεικνύουν τα ιστορικά τους σύμβολα: πολεμιστές για το έθνος. Σύμβολα μονοσήμαντα, συρρικνωμένα, συχνά αντίθετα από την ιστορική αναφορά τους. Γενικότερα ο συμβολισμός του ιστορισμού του κράτους και της Εκκλησίας τον οποίο εξέφρασε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ήταν πολύ αδύνατος για να αντέξει στις ραγδαίες πολιτικές αλλαγές του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ηδη στην εποχή του Βενιζέλου η συμβολική του ιστορισμού ήταν απολύτως επικουρική. Στους πολέμους του ελληνικού κράτους μιλούσε πλέον ανοιχτά το εθνικό συμφέρον.


Το τρίτο σύστημα αναπαράστασης του ελληνικού έθνους, αυτό που διατυπώθηκε επί Μεταξά και κυριάρχησε ως και τη χούντα, δηλαδή ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, ήταν πλέον άκρως εργαλειακό και κοινωνικά πολωτικό. Λειτούργησε απλώς ως ένα ιδεολογικό τείχος προς αποκλεισμό των κάθε είδους ετεροδόξων ή ως ευθέως προσχηματική αναφορά για τη νομιμοποίηση μιας τυφλής καταπίεσης των αριστερών.


Διακόσια χρόνια μετά την πολιτικοποίηση του ελληνικού διαφωτισμού και 179 χρόνια μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης, οι διαδοχικοί συμβολισμοί του ιστορισμού για το έθνος είναι άχρηστοι ή καταδικασμένοι. Καταδικασμένοι είτε επειδή ταυτίστηκαν με τον Μεταξά, τον εμφύλιο και τη χούντα, ή απλώς άχρηστοι επειδή το ελληνικό έθνος έχει πλέον ικανή θεσμική και πολιτική αναγνώριση διεθνώς, και μια ικανοποιητική εσωτερική ανάπτυξη ώστε αυτού του είδους οι συμβολισμοί του ιστορισμού να τονίζουν τη σχετική πολιτιστική του καθυστέρηση απλώς. Ωστόσο οι ποικίλοι θεμελιωτές μύθοι θα είναι πάντοτε αναγκαίοι. Το ίδιο και η αναπαράσταση του έθνους, που εκκρεμεί να ανακαλυφθεί ξανά αλλά με σημερινούς όρους. Αλλά η δραστικότητα του ιστορικού συμβολισμού του έθνους εξαρτάται όλο και περισσότερο από μια ρεαλιστική και οπωσδήποτε σύνθετη ιστορική γνώση. Και η κριτική ιστορική σκέψη έχει να συμβάλει σημαντικά σε αυτό.


Εθνογένεση. Ενας περιγραφικός όρος παλαιός, ξεχασμένος, που επανέρχεται προφανώς για να εκφράσει ανάγκες επαναπροσδιορισμού ενός ελάχιστου συλλογικού εαυτού στην εποχή της ιστορικής εξάντλησης παλαιών συλλογικών αναφορών και των αναδυόμενων μαζικών ατομικοτήτων. Ευκαιρία λοιπόν για τους ιστορικούς ­ και φυσικά όχι μόνον αυτούς ­ να διευρύνουν τη δράση τους, κατά το δυνατόν τη θεματολογία τους και ακόμη καλύτερα την προβληματική τους, με στόχο να δώσουν νέες αναπαραστάσεις του παρελθόντος εκείνου που εξακολουθεί να επηρεάζει τις συνθήκες του παρόντος. Η ιστορική σκέψη είναι και αυτή ένας από τους πάμπολλους τρόπους πραγματοποίησης του παλαιότατου ονείρου των ανθρώπων να ελέγξουν το επιστητό, με τεχνικές, εργαλεία, γνώση και πολιτική και όπως αλλιώς μπορούμε. Η ιστοριογραφία, όταν δεν αναλώνεται στην απλή αναπαραγωγή του ομοιώματός της (που είναι ο κανόνας), αποτελεί έναν θαυμάσιο δρόμο λογικής πρόσβασης στο επιστητό. Με αποκλειστικό ρόλο να οργανώνει το χάος του παρελθόντος, επιλέγει από αυτό ό,τι θεωρεί άξιο, δηλαδή σημαντικό για την κοινωνική και ατομική ζωή των ανθρώπων στο εκάστοτε παρόν. Οι φορείς της ιστορικής επιστημονικής σκέψης αναφέρονται στο εκάστοτε παρόν και αποκλειστικά σε αυτό, σε αυτό στοχεύουν και σε αυτό επιβεβαιώνονται ή καταπίπτουν οι επιλογές και οι συστηματοποιήσεις που έχουν κάνει στις διαδρομές τους στον χώρο του ακατέργαστου παρελθόντος. Οι ποικίλες και μεταξύ τους ανταγωνιστικές λειτουργίες της ιστοριογραφίας, λειτουργίες νομιμοποίησης, κριτικής ή και ριζικής αμφισβήτησης, δηλώνουν ότι ο εκάστοτε συμβολισμός που παράγεται από την ιστορική επιστήμη έχει ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία και μάλιστα σημασία για την πολιτική. Γι’ αυτό και η τελευταία θέλει συχνά να εποπτεύει την ιστοριογραφική παραγωγή ή τουλάχιστον να έχει λόγο για αυτήν.


Οι εκάστοτε ιστοριογραφικές ερμηνείες του παρελθόντος συστήνουν έναν ιδιότυπο θεσμό με ιδιαίτερη σημασία για το εκάστοτε παρόν, θεσμό σχετικά ανεξάρτητο από τους εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς αντίστοιχους. Και από τις προσπάθειες προσδιορισμού του νοήματος αυτού του θεσμού απορρέουν οι σκληρότατες διαφωνίες ή και οι επιστημονικές συγκρούσεις για την ορθότητα της μιας ή της άλλης μεθόδου, της μιας ή της άλλης ιστορικής ερμηνείας, η διεκδίκηση του επιστημονικά ορθού ή ακόμη και της αλήθειας για ζητήματα φαινομενικά τελειωμένα. Τελειωμένα και όμως τόσο ζωντανά ώστε να προκαλούν όλες αυτές τις διαμάχες στο εκάστοτε παρόν.


Ο κ. Πέτρος Πιζάνιας είναι ιστορικός, καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου.