Δεν υπάρχει ποιητής που να μην έχει ευαισθησία στη χρήση τής γλώσσας ­ μέσα και έξω από την ποίηση. Με το γλωσσικό ζήτημα «χαίνον» επί δεκαετίες στην Ελλάδα, δεν υπήρξε Ελληνας ποιητής που να μην έχει προβληματισθεί για ζητήματα χρήσης τής ελληνικής γλώσσας ­ μέσα και έξω από την ποίηση. Υπήρξαν μάλιστα αρκετοί ποιητές στην Ελλάδα που εξέφρασαν πιο συχνά και συστηματικά τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους για διάφορα ζητήματα τής γλώσσας γενικότερα και τής ελληνικής γλώσσας ειδικότερα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωριστή θέση κατέχουν ιδίως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Ελύτης και ο Σεφέρης. Τιμώντας τη μνήμη τού μεγάλου ποιητή και στοχαστή Γιώργου Σεφέρη, θα άξιζε να θυμηθούμε και να σχολιάσουμε μερικές καίριες απόψεις του για τη γλώσσα, διάσπαρτες στους τρεις τόμους των «Δοκιμών» (δοκιμίων) τού ποιητή.


Γλωσσική παράδοση


Υποστηρικτής τού σημαντικού ρόλου και τής γενικότερης αξίας τής παράδοσης για τη διαμόρφωση τού Νέου Ελληνισμού σε διάφορα πεδία (τέχνη, λογοτεχνία, πολιτισμό), φτάνει να αποτελεί δημιουργική μνήμη σε επίπεδο ουσίας και όχι απλό «σταμάτημα» ή «γύρισμα προς τα πίσω» (πβ. Δοκιμές Β, 178), ο Σεφέρης στάθηκε πάντα θετικά στη συνέχεια τής ελληνικής γλώσσας, στη συγγένεια των ιστορικών της φάσεων και στην ανάγκη να βλέπει κανείς την ελληνική γλώσσα ενιαία.


Ηδη το 1941 στις «Σημειώσεις για μια ομιλία σε παιδιά» έγραψε: «Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Ομηρος ώς τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους τού Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πώς όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας […] η σύγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση» (Δοκιμές Α, 177-8).


Ο Σεφέρης, γνήσιος δημοτικιστής, αφοσιωμένος στη δημοτική γλώσσα και στην ιδεολογία τού δημοτικισμού, δεν παύει να τονίζει το κύριο χαρακτηριστικό τής ελληνικής γλώσσας, τον ενιαίο χαρακτήρα της, που οδηγεί στην πράξη τον λογοτέχνη ­ και όχι μόνον ­ στην υπέρβαση των περιοριστικών και, συχνά, στενόκαρδων οριοθετήσεων και πολώσεων μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής: «Η γλώσσα που μας εδόθηκε είναι ενιαία, νομίζω» (Δοκιμές Γ, 185) και πιο κάτω στο ίδιο κείμενο («Διάλεξη στην Κρήτη», 1967) «Οπως βλέπετε, αποφεύγω να κάνω τη διάκριση δημοτική-καθαρεύουσα, γιατί, όπως και να το πάρουμε το πράγμα, η γλώσσα είναι μία. Ομως εκείνο που μας συμβαίνει, είναι που έχουμε μια όμορφη γλώσσα με πλατιές εκτάσεις της νεκρές ακόμη. Εχουμε πολλή δουλειά ακόμη για να τη ζωντανέψουμε ολόκληρη» (Δοκιμές Γ, 189). Ηδη το 1937, στο πολύ γνωστό κείμενό του με τίτλο «Ελληνική γλώσσα», λέει: «Νομίζω ότι σήμερα […] έχουμε στερεώσει πια την πεποίθηση ότι το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα «νεοελληνικά», αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα» (Δοκιμές Α, 65-66). Αξίζει να σημειώσουμε εδώ (άποψη που έχει υποστηρίξει και ο γράφων σε δύο κείμενά του στο «Βήμα» ­ 5.12.1999 και 23.1.2000 ­) ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης για τη σύγχρονη γλώσσα μας, σύμφωνα με την ενιαία θεώρηση που είχε, είναι ο όρος «Ελληνικά»: «Μεταχειρίζομαι τη λέξη ελληνικά, όταν εννοώ είτε τα ελληνικά που μιλούν σήμερα οι Ελληνες, είτε την ελληνική γλώσσα συνολικά από την αρχή της μέχρι σήμερα. Οταν εννοώ τα ελληνικά άλλων εποχών, τα προσδιορίζω με ειδικά επίθετα. Τη λέξη νεοελληνικά την αποφεύγω· είναι χωρίς ακρίβεια, όταν την καλοκοιτάξεις και άσκημη· ούτε ο Αγγλος λέει νεοαγγλικά, ούτε ο Γάλλος νεογαλλικά» (Δοκιμές Α, 510-11 Σημειώσεις).


Δεν υπάρχει αμφιβολία ­ θα το ξαναπούμε ­ ότι ο Σεφέρης είναι συνειδητός υποστηρικτής τής δημοτικής και αποδοκιμάζει τις στρεβλώσεις και τις αγκυλώσεις που προκάλεσαν στη ζωντανή γλώσσα η αττικιστική παρέκκλιση και η άκαμπτη καθαρεύουσα. Ωστόσο, με κάθε ευκαιρία τονίζει την ενότητα τής ελληνικής γλώσσας ως συνέχειας γλωσσικής μέσα στο ευρύτερο και αυτόχρημα καθοριστικό πλαίσιο τής ελληνικής παράδοσης.


Είναι χαρακτηριστικό ότι την πιο μεγάλη στιγμή τής ζωής ενός λογοτέχνη, τη στιγμή τής τελετής βραβεύσεως με το βραβείο νόμπελ τής ποίησης, ο Σεφέρης επιλέγει να μιλήσει στο διεθνές κοινό για τη γλώσσα και για την ποίηση. Για τη γλώσσα, για την οποία θα μιλήσει λίγα χρόνια αργότερα από το ίδιο βήμα και ο άλλος νομπελίστας ποιητής μας, ο Οδυσσέας Ελύτης. Είναι σύμπτωση; Είναι ανάγκη; Είναι ο φόρος τιμής τού ποιητή στη γλώσσα μέσα από την οποία υπάρχει η ποίησή του και στην παράδοση τής ελληνικής γλώσσας που συμβαίνει ιστορικά να έχει κάτι που την ξεχωρίζει διεθνώς; Οπως και να ‘ναι ο Σεφέρης θα πει στην «Ομιλία στη Στοκχόλμη»: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. […] Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μάς παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα» (Δοκιμές Β, 159).


Γλωσσική ακηδία


Πόσο φροντίζουμε στην Ελλάδα για τη γλώσσα μας, για μια καλύτερη γνώση και χρήση τής γλώσσας μας; Αγαπάμε πραγματικά τη γλώσσα, αναγνωρίζουμε την αξία της, αξιοποιούμε τις δυνατότητές της; Ο Σεφέρης μιλάει σκληρά για την αδιαφορία μας προς τη γλώσσα και τα θλιβερά επακόλουθά της: «… όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ισως, ποιος ξέρει, οι «απωθήσεις» που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» (Δοκιμές Α, 321-2). Αυτά γράφει ο Σεφέρης το 1946.


Στον πρόλογο τής β’ έκδοσης τού α’ τόμου των «Δοκιμών» το 1961 επανέρχεται στο θέμα τής γλωσσικής ακηδίας που οδηγεί στην «επιδερμική γραφή» και τα «ασπόνδυλα φραστικά σχήματα». Τα λόγια του: «Αυτή την εποχή, αφήνοντας κατά μέρος λιγοστές εξαιρέσεις, περνούμε στον τόπο μας ­ με τη νωχελική ευλογία τής Παιδείας μας ­ μια περίοδο γλωσσικής αδιαφορίας, επιδερμικής γραφής και ασπόνδυλων φραστικών σχημάτων. […] Την έβλεπε κανείς να έρχεται αυτή την κατάσταση, εδώ κι ένα τέταρτο τού αιώνα τουλάχιστο» (Δοκιμές Α, 12-13).


Στο κείμενο που έγραψε το 1946 ο Σεφέρης για να τιμήσει τον Αχιλλέα Τζάρτζανο, τον «άνθρωπο που έγραψε το πρώτο Συντακτικό τής δημοτικής», θίγει μια τραγική πραγματικότητα, την έλλειψη συστηματικής διδασκαλίας τής γλώσσας μας, των Ελληνικών όπως τα λέει ο Σεφέρης, στην Εκπαίδευση. Μέχρι τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση τού ’76, με σποραδικές εξαιρέσεις, ούτε η δημοτική γλώσσα διδασκόταν στο σχολείο αλλά ούτε και ­ η επίσημη μέχρι το ’76 μορφή γλώσσας ­ η καθαρεύουσα. Διδασκόταν μόνον η αρχαία γλώσσα (κείμενα-γραμματική-σύνταξη)· η «διδασκαλία» τής δημοτικής περιοριζόταν στην ανάγνωση και ­ στην καλύτερη περίπτωση ­ τον σχολιασμό κάποιων λογοτεχνικών αποσπασμάτων, η δε καθαρεύουσα διδασκόταν μέσα από την έκθεση, από τη διόρθωση των λαθών (γραμματικών, συντακτικών και λεξιλογικών) των μαθητών στην έκθεση και από την ανάγνωση λίγων λογοτεχνικών αποσπασμάτων στην καθαρεύουσα. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σεφέρης, δεν υπήρχε διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας αλλά… μύηση, μυστική και κρυφή, τρόπον τινα, ατομική μάθηση τού καθενός. Γράφει ο Σεφέρης: «Κι όμως αυτή τη γλώσσα [μια ζωντανή γλώσσα με μακραίωνη παράδοση] σήμερα ακόμη, στα 1946, τη μαθαίνουμε όχι από διδασκαλία, αλλά, μπορεί να πει κανείς, από μύηση. Την έχουμε αφήσει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. Ο νέος που θέλει να τη μάθει, πρέπει να καταφύγει σε φιλολογικές έρευνες που μόνο ειδικοί θα έκαναν σε τόπους πολύ πιο προοδευμένους από τον δικό μας. Δεν έχει λεξικό· το Λεξικό τής Ακαδημίας βρίσκεται ακόμη στο Α ­ εννοώ: το στοιχείο Α. Τα πνευματικά μας ιδρύματα την καταφρονούν. […] Η διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες. Υστερα από τόσα χρόνια ελεύθερης ζωής, και σε καιρούς που στις πολιτισμένες χώρες οι πνευματικοί διδάσκαλοι κοιτάζουν πώς να ανυψώσουν την παράδοσή τους, αυτό μονάχα βρήκε η παιδεία μας για ν’ ανταμείψει το έθνος που έσωσε τη γλώσσα τού Σολωμού και τού Παλαμά μέσα από τα σκοτάδια αιώνων. Το αποτέλεσμα είναι το εσπεράντο» (Δοκιμές Α, 322-3).


Παραπονείται ακόμη για τη χρήση τής γλώσσας που γίνεται στη λογοτεχνία των χρόνων του (σε αντίθεση με τη γλώσσα τού «Ερωτόκριτου» που θεωρεί υποδειγματική): «Ακόμα και μετά την επικράτηση τής ζωντανής λαλιάς στη λογοτεχνία, ο κίνδυνος μεγαλώνει. Θέλω να πω ότι, όσο προχωρεί ο καιρός, βλέπουμε ολοένα και περισσότερα κείμενα με γλώσσα αναιμική, με γλώσσα ουδέτερη. Θα ‘λεγε κανείς πως η τριβή τους ανάμεσα στα παρδαλά ιδιώματα που μιλούμε τους έχει αφαιρέσει κάθε χαραχτήρα» (Δοκιμές Α, 295-6).


Με αφορμή αυτή την παρατήρηση, ο Σεφέρης θίγει το κύριο πρόβλημα που οδηγεί παντού και πάντοτε στην έλλειψη ποιότητας στη γλώσσα, το πρόβλημα τής έλλειψης «ζωντανού αισθήματος τής γλώσσας». Τα λόγια του: «Μηχανικά μπορεί να έχουμε καλυτερέψει. Μπορεί να μεταχειριζόμαστε περισσότερες λέξεις, η γραμματική μας να είναι πιο στρωτή. Εκείνο που χειροτερεύει είναι το ζωντανό αίσθημα τής γλώσσας» (Δοκιμές Α, 504). Μήπως το κύριο πρόβλημα και σήμερα, που η γλώσσα έχει σημειώσει ασύγκριτη πρόοδο σε σχέση με τη δημοτική τού 1946 για την οποία γράφει ο Σεφέρης, δεν είναι όχι η φορμαλιστική χρήση τής γλώσσας (βασικοί κανόνες γραμματικής και σύνταξης) αλλά ακριβώς η έλλειψη «ζωντανού αισθήματος τής γλώσσας», η ικανότητα να χρησιμοποιούμε δημιουργικά τις δυνατότητες και τις επιλογές που μας προσφέρει η παράδοση τής ελληνικής γλώσσας;


Η αντοχή τής γλώσσας μας


Η σπουδή τής γλώσσας για τον Σεφέρη υπήρξε πράγματι «έργο ζωής». Σ’ αυτό τον οδήγησε η ποιητική ιδιοσυγκρασία του, η ασυνήθιστη καλλιέργειά του και τα πρότυπά του, ελληνικά και ξένα: ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Ελιοτ, ο Προυστ, για να αναφέρουμε μερικούς. Οι «Δοκιμές» του γέμουν από αναφορές σε θέματα γλώσσας, όλος δε ο στοχασμός του περιστρέφεται επίμονα γύρω από τα θέματα τής ποίησης, τής γλώσσας, τής παράδοσης και τής παιδείας. Κι αυτό ως προς τη γλώσσα γίνεται από μια βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση από έναν γνήσιο σεβασμό στην αξία τής γλώσσας, από μιαν αγάπη στη γλώσσα και συνάμα από ένα πνεύμα άσκησης και μαθητείας στις πηγές, στο υλικό, στα πρότυπα και στα άδυτα των αδύτων τής μυστικής λειτουργίας τής γλώσσας, στην ποίηση. Το «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» τού άλλου μεγάλου λάτρη και μάστορα τής γλώσσας μας, τού Οδυσσέα Ελύτη, είναι στον ίδιο βαθμό και στην ίδια ένταση μέλημα, βίωμα και πρακτική τού Σεφέρη.


Δεν είναι, όμως, μόνο η επίμοχθη επεξεργασία τού στίχου και η γενικότερη αγωνία τής έκφρασης που απασχολούν τον Σεφέρη. Δοκιμάζει τις δυνατότητες τού δικού του λόγου και τις δυνάμεις τής ελληνικής γλώσσας στη γλωσσική αναμέτρηση που απαιτεί η μετάφραση κειμένων από ξένες γλώσσες και από παλαιότερα κείμενα τής ίδιας τής ελληνικής γλώσσας. Αυτή την αναμέτρηση, αυτή τη δοκιμασία ονομάζει «αντοχή τής γλώσσας»: «... προσπάθησα να μεταφράσω ελληνικά την Ερημη Χώρα και μερικά άλλα ποιήματα τού Ελιοτ. Το έκανα νομίζω για δυο λόγους. Πρώτα, γιατί δεν είχα άλλον τρόπο να εκφράσω τη συγκίνηση που μου έδωσαν· κι έπειτα για να δοκιμάσω την αντοχή τής γλώσσας μου» (Δοκιμές Β, 19). Μιλώντας για τις «Αντιγραφές» του, όρο που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης για τη μετάφραση κειμένων από μια ξένη γλώσσα στη δική μας (γιατί μεταφράζοντας «κάνουμε κάτι σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν’ αντιγράφουν… πίνακες διαφόρων ζωγράφων»), σημειώνει: «... είναι η επιλογή από μια ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας...» (Δοκιμές Β, 374 Σημειώσεις). Βεβαίως ο ίδιος ο ποιητής δεν αμφιβάλλει για την αντοχή τής γλώσσας μας: «έχουμε μια γλώσσα ανθεκτική, μ’ εξαίρετες δυνατότητες, φτάνει να μην την κακομεταχειριζόμαστε υπερβολικά» (Δοκιμές Γ, 264). Μιλώντας μάλιστα με αφορμή την ελάχιστη ξένη γλωσσική επίδραση που έχει δεχθεί η γλώσσα που θαυμάζει ο Σεφέρης, η γλώσσα τού «Ερωτόκριτου», λέει αποφθεγματικά: «Η ελληνική γλώσσα, για καλό ή για κακό, είναι από τις πιο συντηριτικές γλώσσες τού κόσμου» (Δοκιμές Α, 298).


Ο Σεφέρης, γνήσιος και έμπειρος δημιουργός ο ίδιος και βαθύς γνώστης τής γλώσσας, αισθάνεται πως κάποτε η αντοχή τής γλώσσας τής εποχής του αφήνει αβοήθητο τον δημιουργό: «… δεν υπάρχει, φαντάζομαι, Ελληνας τής τέχνης τού λόγου, που να μην έχει νιώσει τις δύσκολες εκείνες στιγμές όπου μένει άφωνος, όπου το γλωσσικό όργανο δεν παρακολουθεί και τού κόβει τη λαλιά» (Δοκιμές Α, 206). Μια τέτοια θέση, με τις σημερινές αντιλήψεις για τη γλώσσα τής λογοτεχνίας και με τις αρχές τής γλωσσολογίας, θα μπορούσε να συζητηθεί στη βάση της και να αμφισβητηθεί η ισχύς της. Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι ο Σεφέρης το αισθάνεται έτσι και το χρησιμοποιεί μάλιστα ως ερμηνευτικό εργαλείο για να εξηγήσει την αποσπασματικότητα τής ποίησης τού Σολωμού (Δοκιμές, αυτόθι).


Γλωσσική αρχοντιά


«Είναι παράξενο να συλλογίζεται κανείς», λέει ο Σεφέρης (Δοκιμές Α, 203), «ότι από τους τέσσερεις ποιητές πρώτου μεγέθους που ακμάσανε ή που άρχισαν να γράφουν τον περασμένο αιώνα: τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, ο ένας μονάχα είναι ο πραγματικός άρχοντας τής ελληνικής γλώσσας, ο Παλαμάς. Οι τρεις άλλοι είναι ποιητές δίγλωσσοι. […] Εχουν δυο μητρικές γλώσσες· μια ξένη κι έπειτα την ελληνική» . Με τη φράση «άρχοντας τής γλώσσας» ο Σεφέρης εννοεί αυτόν που έχει κυριαρχήσει απόλυτα στη γλώσσα του, κι αυτό μπορεί με φυσικό τρόπο να γίνει στη μητρική του γλώσσα, αυτήν που έχει κληρονομήσει από παιδί. Ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης πάσχισαν πολύ ­ το εξηγεί πειστικά ο Σεφέρης στις «Δοκιμές» του ­ για να δαμάσουν την ποιητική τους έκφραση μ’ ένα γλωσσικό όργανο που τους ήταν στην αρχή ξένο. Το αποτέλεσμα τής ποίησής τους δείχνει ότι ­ με ασύγκριτα μεγαλύτερες δυσκολίες ­ κατόρθωσαν τελικά να κυριαρχήσουν απολύτως στη γλώσσα και, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους που διέφερε γλωσσικά, να φτάσουν στις υψηλότερες βαθμίδες τής ποίησης. Ο Παλαμάς πρωτογενώς, οι άλλοι τρεις υστερογενώς, κατέκτησαν την ελληνική γλώσσα και την υπέταξαν στην υπηρεσία μιας ποίησης με ευρύτερα αναγνωρισμένη αξία.


Για τον Σεφέρη η γλωσσική αρχοντιά, η κυριαρχία στη γλωσσική έκφραση, μια βαθύτερη γλωσσική καλλιέργεια και όχι μια επιφανειακή τεχνική, είναι απαραίτητος όρος για την αληθινή ποίηση: «πρέπει να μην το ξεχνούμε: ο ποιητής, αν αληθινά είναι ποιητής, προορίζεται να γίνει άρχοντας και κυρίαρχος τής γλώσσας του…» (Δοκιμές Γ, 185). Και μάλιστα αυτή η «κυριαρχία», θέλει ο Σεφέρης να επεκτείνεται και στον πεζό λόγο, στα πεζά γραπτά ενός ποιητή. Εχοντας ο ίδιος αγωνιστεί σε πολλά επίπεδα τής γλωσσικής έκφρασης, στον ποιητικό αλλά και στον δοκιμιογραφικό λόγο, στην πρωτότυπη γραφή αλλά και στη «μεταγραφή» (από τα αρχαία στα νέα Ελληνικά) και στις «αντιγραφές» (μεταφράσεις από ξένες γλώσσες) που συνιστούν μιαν άλλη επίπονη γλωσσική άσκηση, τη γλωσσική αρχοντιά, τον εξουσιασμό τής γλωσσικής έκφρασης τον θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ: «δεν υπάρχει συγγραφέας που να είναι άγλωσσος· κι όποιος δεν αγωνίζεται για να κυριαρχήσει το υλικό του, δεν είναι τεχνίτης και η ευαισθησία του είναι λειψή» (Δοκιμές Α, 13).


Θεωρώ ότι την καλύτερη περιγραφή τής σχέσης τού ποιητή με τη γλώσσα, την πιο ποιητική αλλά και την πιο δυναμική περιγραφή αυτής τής σχέσης, που είναι τελικά ό,τι ο Σεφέρης αποκάλεσε αρχοντιά τής γλώσσας, δηλ. κυριαρχία πάνω στη γλώσσα, μας την δίνει ο ποιητής στον «Πρόλογο για μια έκδοση των «Ωδών» του Κάλβου»: «Η σχέση τού ποιητή με τη γλώσσα είναι σαν τον άνθρωπο με τον ήλιο, που παρασταίνει σε μια έξοχη στροφή του ο Κάλβος: «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως». (ΙΙΙ, κ’). Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στ’ αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως. Δεν υπάρχει πιο τέλεια εικόνα τής μυστικής ζωής τού ποιητή. Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ώς τα βασίλεια τού θανάτου, όπου δε βλέπει παρά σκιές. Και πάλι, χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτή την πρόοδο, σίγουρος πως η ίδια κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως: σήμερα, αύριο, ύστερα από χρόνια» (Δοκιμές Α, 208-9).


Ο Σεφέρης κράτησε τον τίτλο «άρχοντας τής γλώσσας» μόνο για τον Παλαμά. Αν αναλογιστούμε, ωστόσο, πόσο βαθιά έσκαψε ο ίδιος στη γλώσσα μας, άλλοτε από τα μονοπάτια τής ποίησης κι άλλοτε από τις ατραπούς τού πεζού λόγου, πόσο βαθιά και ουσιαστικά μπόρεσε να εισχωρήσει στα μυστικά τού ποιητικού λόγου και τής καθόλου λειτουργίας τής ανθρώπινης γλώσσας καθώς και πόσο αποκαλυπτικά προχώρησε στην αναζήτηση των πηγών τού νεοελληνικού λόγου, τότε σ’ αυτόν κατεξοχήν ανήκει δικαιωματικά η προσηγορία τού άρχοντα τής γλώσσας.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.