Στον βαθμό που η ποίηση κάθε εποχής προσδιορίζεται από την ειδική ποιότητα της σχέσης της με το ποιητικό παρελθόν, στην περίπτωση της γενιάς του 1970 θα χαρακτήριζα την εν λόγω σχέση ιδιόρρυθμη, σε σύγκριση με τη σχέση που είχαν παλαιότερες γενιές του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού με την ποιητική παράδοση. Σε τι ακριβώς έγκειται η ιδιορρυθμία; Κατά τη γνώμη μου, πηγή της ιδιορρυθμίας είναι ότι στους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970 δεν ασκούν έλξη τόσο τα ίδια τα κείμενα παλαιότερων μειζόνων ποιητών, όπως ο Καρυωτάκης, ο Σολωμός ή ο Καβάφης, όσο οι μορφές των συγγραφέων, οι οποίοι ανάγονται σε μυθιστορηματικούς ήρωες μέσω της παρανάγνωσης των κειμένων τους, παρανάγνωσης η οποία στηρίζεται στην εστίαση της προσοχής στη συναρπαστική σύνδεση βίου και έργου. Με άλλα λόγια, η πρόσληψη της ποιητικής παράδοσης εδώ ισοδυναμεί με τη μυθοποίηση των εξεχουσών μορφών της. Η μυθοποίηση αυτή εδράζεται αφενός στη θεώρηση του έργου του παλαιού ποιητή ως καθρέφτη του βίου, αφετέρου στην ανάπλαση και προβολή στάσεων του βίου ως τρόπων ερμηνείας του έργου. Το γεγονός ότι η γενιά του 1970 καλλιέργησε προσωπολατρικούς μύθους, με κυρίαρχο αυτόν του Καρυωτάκη, είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο βάρους της πρόσληψης να μετατεθεί από το λογοτεχνικό έργο στα μυθοποιημένα πρόσωπα των ποιητών-συμβόλων. Πρόκειται για μια νέου τύπου, διαφορετική από το παρελθόν, ποιητική μυθολογία, με βασικά κέντρα της τους ποιητές-σύμβολα της ιδεολογίας και της αισθητικής της γενιάς.
«Πάνω απ’ όλα Φίλος»
Σε σχέση με τον παραπάνω κανόνα, η πρόσληψη του έργου του Σεφέρη από τη γενιά του 1970 ήταν αισθητά διαφορετική. Ο Σεφέρης ούτε μυθοποιήθηκε ούτε εξιδανικεύτηκε. Τα ευθέως αναφερόμενα στους Καρυωτάκη ή Σολωμό μυθοποιητικά ποιήματα της γενιάς είναι δεκάδες, ενώ τα ποιήματα που αναφέρονται ρητά στον Σεφέρη, αναγνωρίζοντάς τον ως βασικό ποιητικό πρόγονο και ως κύριο συντελεστή της πικρίας με την οποία οι νεότεροι ποιητές αντικρίζουν τη σύγχρονή τους ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, είναι ελάχιστα, όπως π.χ. τα ποιήματα «Λήθαργος κόσμος, Β» του Ηλία Γκρη (Λήθαργος κόσμος 1977-1985, 1987) και «Προσευχή» του Νίκου Β. Λαδά (Αστροβατεί, 1986). Στην «Προσευχή» διασκευάζεται το σεφερικό ποίημα «Υστερόγραφο» (1941), με τρόπο τέτοιο ώστε να καταγγέλλεται η πολιτικοκοινωνική συγχρονία της εποχής του Λαδά: οι φασίστες του σεφερικού ποιήματος αντικαθίστανται από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών τον καιρό της δικτατορίας. Από την άλλη μεριά επίσης ελάχιστα είναι τα ποιήματα που προσέγγισαν τον Σεφέρη μέσα από σατιρική ή ειρωνική προοπτική, όπως π.χ. το ποίημα του Νάσου Βαγενά «Η αίθουσα» (Βιογραφία, 1978), όπου ο Σεφέρης λανθάνει πίσω από την αναφορά σε έναν «παχύ διπλωμάτη με τριχωτό χέρι» που κλείνει το στόμα του αφηγητή μη αφήνοντάς τον να φωνάξει, ή το ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη «Το εξηνταένα» (Προσπέκτους, 1977), όπου η ανάμνηση της αναγνωστικής γνωριμίας και σχέσης με την ποίηση του Σεφέρη οδηγεί σε ευθεία σάτιρα των συνηθειών του αβροδίαιτου αθηναίου αστού, διανοούμενου του Μεσοπολέμου.
Τη δεκαετία του 1960, χρόνο της πνευματικής διαμόρφωσης για τους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970, ο Σεφέρης καθιερώνεται ποιητικά (με τη βράβευσή του με το βραβείο Νομπέλ το 1963), γνωρίζει ευρεία λαϊκή απήχηση (χάρη στις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Θεοδωράκη) και αποκαθαίρεται ιδεολογικά (με τη γνωστή δήλωσή του κατά της δικτατορίας τον Μάρτιο του 1969). Ετσι αφενός αναδείχθηκε στη συνείδηση των νέων ποιητών ως ο πρωτεργάτης του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, της απώτερης μήτρας και της δικής τους εκφραστικής, αφετέρου απετράπη η αισθητική ή ιδεολογική αμφισβήτησή του. Το γεγονός ότι ο Σεφέρης αντιμετωπίστηκε από τους «οργισμένους» νέους ποιητές της δεκαετίας του 1970 με διακριτικότητα και σεβασμό, επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του, με τη δημοσίευση δύο επιμνημόσυνων κειμένων από τους ποιητές Στέφανο Κ. Μπεκατώρο και Θανάση Θ. Νιάρχο (τα κείμενα αυτά περιελήφθησαν στον τόμο Στήλη 20-9-71. β’ Εξι μήνες, 1972). Μια φράση του δοκιμίου του Μπεκατώρου συμπυκνώνει το τι αντιπροσώπευε ο Σεφέρης για την τότε εκκολαπτόμενη γενιά του ’70: «Ηταν πάνω απ’ όλα ο Φίλος. Η ζεστή, χαμηλότονη, κουβεντιαστή, απλή, συντροφική, αγαπημένη φωνή». Ακριβώς επειδή ο Σεφέρης εξέφρασε το αίσθημα της συντριβής και του κενού, αίσθημα που σημάδεψε γενικότερα τους μεταπολεμικούς ανθρώπους και παρέμενε ενεργό στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 λόγω της δικτατορίας, σύμφωνα με τον Μπεκατώρο, «είπε τον λόγο εκείνο που εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να τον επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μονότονα, χάνοντας πολλές φορές μέσα σ’ αυτόν το πρόσωπό μας, αντικαθιστώντας το πρόσωπό μας μ’ αυτόν τον λόγο».
Παιδιά πολλών ανθρώπων…
Η λογοτεχνική κριτική γενικά απέδωσε τη διασπορά θεμάτων και εκφραστικών τρόπων, τη γλωσσοκεντρική τάση, την ερμητικότητα ή και την αυτοαναφορικότητα, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της νεανικής ποιητικής παραγωγής στη δεκαετία του 1970, στην επίδραση της σεφερικής ποιητικής ως της «κυρίως ορίζουσα(ς) το πρότυπο έκφρασης των νεωτέρων» (Αλέξης Ζήρας). Υπό αυτή την έννοια, καθώς πηγή διαμόρφωσης του εκφραστικού στίγματος της γενιάς του 1970 στάθηκε ο ελληνικός ποιητικός μοντερνισμός και καθώς η μία κυρίαρχη εκδοχή του ήταν αυτή που κυρίως μορφοποίησε η σεφερική ποίηση, εγκλιματίζοντας στην Ελλάδα την ποιητική του γαλλικού συμβολισμού και του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, όλοι οι ποιητές της γενιάς του ’70 κατάγονται, λιγότερο ή περισσότερο, από τον Σεφέρη. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι ποιητές, όπως οι Αναστάσης Βιστωνίτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Δημήτρης Μίγγας, Στέφανος Μπεκατώρος και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, στους οποίους αναγνωρίζεται μια πιο απτή εκλεκτική συγγένεια με τη σεφερική ποίηση. Η συγγένεια αυτή εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους. Κάποτε εντοπίζεται στο κουβεντιαστό και απέριττο, ακριβολόγο ύφος· άλλοτε στον γενικώς απαισιόδοξο ψυχικό ή συναισθηματικό τροπισμό· ενίοτε στη διαμόρφωση μιας μυθολογίας που τροφοδοτείται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα κείμενά του· τέλος, στην προσπάθεια για την εξεύρεση μιας συλλογικής αίσθησης, μέσα από την οικείωση της πολιτιστικής παράδοσης. Τα σημεία δημιουργικού διαλόγου με τη σεφερική ποίηση ήταν και παραμένουν πολλά. Π.χ., η ενασχόληση ορισμένων ποιητών, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο Πάνος Θεοδωρίδης και ο Δημήτρης Ποταμίτης, με το θέμα της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας διαλέγεται κατά βάθος με την ομόλογη εντατική δοκιμή του Σεφέρη πάνω στο ζήτημα της ελληνικότητας και της σχέσης της με την τέχνη. Ενδεικτική αυτού του διαλόγου είναι η δήλωση του Ποταμίτη ότι ο Σεφέρης στάθηκε για τον ίδιο «ένα βαθύ μάθημα πατριδογνωσίας». Με άλλα λόγια, ήταν εκείνος που δίδαξε και μετέδωσε μια ιδιάζουσα, πικρή αίσθηση σε όσους ποιητές είχαν την τάση να αντιμετωπίζουν κριτικά τον σύγχρονό τους κοινωνικό χώρο. Επίσης ο Σεφέρης άφησε το στίγμα του τόσο ενεργά και σε τέτοιο βάθος στον μεταγενέστερό του ποιητικό λόγο, ώστε η επίδρασή του στους νεότερους διαμεσολαβήθηκε και από ποιητές των ενδιάμεσων γενεών, όπως π.χ. ο Τάκης Σινόπουλος. Παραφράζοντας έναν γνωστό σεφερικό στίχο, θα λέγαμε ότι τα λόγια των ποιητών της γενιάς του ’70 είναι παιδιά πολλών ανθρώπων.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.