Η νεανική ηλικία των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς συνδέθηκε με την ανάγνωση της σεφερικής ποίησης, μέσω της οποίας οι περισσότεροι ήρθαν σε επαφή με τον μοντερνισμό. «Κι η ικανοποίηση ήταν μεγάλη καθώς ανακαλύπταμε τους καινούργιους εκφραστικούς τρόπους, εμείς που από τα μικράτα μας είχαμε τραφεί με τον παραδοσιακό στίχο και τους τρόπους του» ομολογεί το 1986 ο Κλείτος Κύρου. Παρά τη θετική σε γενικές γραμμές υποδοχή της σεφερικής ποίησης, δεν είναι λίγες οι φορές που μεταπολεμικοί ποιητές εξέφρασαν ζωηρές επιφυλάξεις τόσο για την πρόθεση του Σεφέρη «να ισολογίσει μορφές του παρελθόντος προς το παρόν, να στοιχήσει την ελληνικότητα προς τη σύγχρονη Ευρώπη» (Γιάννης Δάλλας, 1961) όσο και για την «ακαδημαϊκή» πρόσληψη του έργου του από τη φιλολογική κριτική (Νάνος Βαλαωρίτης, 1986).
Μολονότι ευάριθμοι μεταπολεμικοί ποιητές έλκουν την καταγωγή τους από τον Σεφέρη σε επίπεδο ιδεολογίας και ποιητικής, η ευρύτερη απήχηση του νομπελίστα ποιητή ήταν καθολική και αδιαμφισβήτητη. Ανάμεσα στους λίγους μεταπολεμικούς ποιητές που φανερώνουν άμεσα τη σεφερική τους επίδραση συγκαταλέγεται κύρια ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος και μερικότερα ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο οποίος σε συνεργασία με τον Τάκη Σινόπουλο πειραματιζόταν γράφοντας ποιήματα με σεφερικό τρόπο, όπως λ.χ. το ποίημα «Αδης» που ο Σινόπουλος συμπεριέλαβε στην πρώτη ποιητική συλλογή του (Μεταίχμιο, 1951). Αμφιλεγόμενη σε προσωπικό επίπεδο, αλλά συγχρόνως βαθιά δημιουργική στους τομείς της ποίησης και της λογοτεχνικής κριτικής αποδείχθηκε η σχέση του Σινόπουλου με τον σεφερικό λόγο. Και αυτό γιατί ο Σινόπουλος, αφού κατάφερε να ξεπεράσει την ποιητική του μαθητεία στον Σεφέρη και απομακρύνθηκε από τα εξωτερικά γνωρίσματα, έχοντας όμως αφομοιώσει τον σεφερικό τόνο, έγραψε ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματα της ώριμης περιόδου του. Απόδειξη της δημιουργικής σχέσης του με τη σεφερική ποίηση αποτελούν οι στίχοι του Νεκρόδειπνου (1972): «κι όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση «μεγάλο μαύρο φως» / Το χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα», χαραγμένοι στα ίχνη από το «Αγγελικό και μαύρο φως» της Κίχλης (1947) του Σεφέρη.
Αναγνωστάκης και Κατσαρός
Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί ποιητές παρακολουθούν συστηματικά και δείχνουν αισθητή προτίμηση στη γλώσσα και στους εκφραστικούς τρόπους της σεφερικής ποίησης. Οσο και αν η ιδεολογική τους οπτική θέλει την ποίηση συνδεδεμένη με την κοινωνική λειτουργία, εκείνοι φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα αφομοιώνουν πολλά από τα συστατικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., το γεγονός ότι ο Θανάσης Κωσταβάρας συνδιαλέγεται με σεφερικούς στίχους για να εκφράσει ένα από τα κυρίαρχα συναισθήματα της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, την αγωνία του «επιζώντος»: «Θα ‘ρθει μια μέρα που θα μπορέσουμε να τους δώσουμε τη γαλήνη; / Θα μπορέσουμε και μεις και κείνοι καθώς είπε κι ο ποιητής/ να ησυχάσουμε κάποτε; / Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» («Ο μακρινός δρόμος», 1963). Αρρητη και υπαινικτική, η ποιητική απήχηση του Σεφέρη είναι διάχυτη στα περισσότερα ποιήματα των Εποχών 2, 3 (1948-1951) του Μανόλη Αναγνωστάκη και στην Εκατόνησο (1971) του Πάνου Θασίτη. Η απήχηση αυτή εντοπίζεται κυρίως στους εκφραστικούς τρόπους, στη γλώσσα, στους συμβολισμούς, αλλά και στον νηφάλιο κοινωνικό προβληματισμό, όπως βλέπουμε, π.χ., στον στίχο του Αναγνωστάκη: «Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη» («Η αγάπη είναι ο φόβος…»), που ανακαλεί στη μνήμη μας τους στίχους του Σεφέρη: «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα» («Τελευταίος σταθμός»). Σχεδόν πάντα όμως οι μεταπολεμικοί ποιητές φροντίζουν να κρατούν τις αποστάσεις τους στον ευαίσθητο τομέα της ιδεολογίας, καθώς τα περισσότερα ποιήματά τους διεκδικούν μαχητικό ρόλο ιδεολογικής παρέμβασης και αντιστρατεύονται τον ελπηνορικό τύπο ανθρώπου. Αντίθετα στην παθητικότητα του ανθρώπου «που πηγαίνει κλαίγοντας» στο ποίημα «Αφήγηση» (1940) του Σεφέρη, ο Δάλλας επιμένει σε αντισυμβατικές μορφές δράσης: «Εκείνος πήγαινε σφυρίζοντας κάτω απ’ την κάννη των πολυβόλων» (Ανατομία, 1971). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Μιχάλης Κατσαρός βάλλει ειρωνικά κατά του προσωπείου «Στράτης Θαλασσινός» του Σεφέρη, το οποίο αντιπαραβάλλει με τον «Φώτιο», δυναμικό δικό του προσωπείο: «Φυσικά ήταν ο Φώτιος Σταματόπουλος / όχι σαν τον Στράτη Θαλασσινό / του Γεωργίου Σεφέρη / κάποιο άλλο μάτι φοβερό» («Φώτιος», 1980).
Η άρνηση προς τους πατέρες
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος της ποιητικής πρόσληψης του Σεφέρη είναι η ειρωνεία, την οποία οι μεταπολεμικοί ποιητές πολλές φορές επιστρατεύουν για να εκφράσουν κύρια την ιδεολογική και, εμμεσότερα, την αισθητική τους αμφισβήτηση. Λεπτές αποχρώσεις ειρωνείας και υποδόρια σατιρική διάθεση στο λυρικό ποίημα του Νίκου Καρούζου «Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές» (1961), αναδεικνύουν τη διαφορά βλέμματος ανάμεσα στους δύο ποιητές. Στο σεφερικό σκηνικό του κάστρου της Ασίνης «με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη» ο Καρούζος αντιπαραθέτει την εαρινή Ασίνη, μέσα στο ζωικό σφρίγος της οποίας η αναζήτηση του αλλοτινού βασιλιά καταντά γραφική: «Ποιον βασιλέα ζητούσες απ’ την ερημιά / τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ / στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;». Ορισμένες πάλι φορές ο σατιρικός τόνος γίνεται αμεσότερος, αγγίζοντας τα όρια της παρωδίας. Με αυτό το πνεύμα το δίστιχο «Argumentum» (1983) του Θασίτη: «Πρωί βράδυ βουρτσίζει τα δόντια του. / Αυτό, τον πείθει πως ζει», διαλέγεται με το δίστιχο ποίημα του Σεφέρη: «Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί / πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου» (1940). Αντίθετα με το χιουμοριστικό σχόλιο του Θασίτη, ο Δάλλας στο πεζόμορφο ποίημα «Ο κύριος ΡΥΑΡΕΞ (περιδιάβαση)» σκιαγραφεί μια καρικατούρα του διπλωμάτη ποιητή και του φιλολογικού επιμελητή του Γ.Π. Σαββίδη: «Τότε τον είδα ν’ αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον γνώρισα. Ηταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης κύριος Ρυαρέξ και πίσω του ο πιστός του υπογραμματέας με μια μούρη σαν μπουλντόκ που μετακόμισε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξαντλημένος από τόση ονειροφαντασία κι έμπνευση» (Αποθέτης, 1993). Το κείμενο του Δάλλα, με αφορμή το ποίημα «Στα περίχωρα της Κερύνειας» (1955), ασκεί έντονη κριτική στην απολιτική ποιητική στάση του Σεφέρη, γιατί, αν και η ποιητική συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος Γ’ είναι αφιερωμένη στην Κύπρο, δεν γίνεται η παραμικρή νύξη για τα σύγχρονά της κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.
Οι μεταπολεμικοί ποιητές έδρεψαν τους καρπούς του νεωτερικού λόγου μέσα από την ποίηση του Σεφέρη και αφομοίωσαν επιλεκτικά όσα διδάγματα τους πρόσφερε το έργο του πρόγονου ποιητή. Ως διάδοχη δυναμική γενιά εκδήλωσαν σε πολλούς τομείς την άρνησή τους στους πατέρες, αναζήτησαν και βρήκαν σε άλλους προπάτορες τις βαθύτερες πνευματικές τους συγγένειες. Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη και η ποίηση του Κ. Π. Καβάφη στάθηκαν για τους περισσότερους δίαυλος επικοινωνίας με την παράδοση, πρότυπο και αντικείμενο μαθητείας. Αντίθετα η πολυπραγμοσύνη του συγγραφικού έργου (δοκίμιο, πεζά κείμενα, ημερολόγιο κ.ά.) του Σεφέρη λειτούργησε ως «βάρος περιττό». Τόσο οι κοινωνικές επιταγές της μεταπολεμικής εποχής όσο και η ιδιοσυγκρασία της πλειονότητας των μεταπολεμικών ποιητών συνέβαλαν στην υποτίμηση του ρόλου του poeta doctus. Η υποτίμηση αυτή αφορούσε πρώτιστα τον Σεφέρη όχι μόνο γιατί έχαιρε μεγάλης ακαδημαϊκής προβολής, αλλά και γιατί οι μεταπολεμικοί ποιητές σε μεγάλο βαθμό σχημάτισαν την, μάλλον δικαιολογημένη, εντύπωση ότι αυτού του τύπου οι πνευματικές επικυριαρχίες επισκίαζαν τη δική τους ποιητική κατάθεση στα ελληνικά γράμματα.
Η κυρία Δώρα Μέντη είναι διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας.