«Γεγονός μοναδικό στην ιστορία του ελληνισμού» χαρακτηρίζει ο Σεφέρης σ’ ένα κείμενό του, γραμμένο γαλλικά το 1941, την καταστροφή του 1922 (Δοκιμές Γ’, 63).


Πράγματι η Μικρασιατική Καταστροφή, πέρα από την οικονομική, πολιτική και κοινωνική αναστάτωση που προκάλεσε η αναγκαστική μαζική άφιξη ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων σε μια νεοσύστατη Ελλάδα τεσσεράμισι εκατομμυρίων κατοίκων, είχε ως επιπλέον αποτέλεσμα, επαχθέστερο ίσως, τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό στον χώρο της παιδείας και της ιδεολογίας.


Ξαφνικά, για πρώτη φορά το 1922, οι μεγάλοι ιδρυτικοί μύθοι του ελληνικού κράτους, όσοι αποτελούσαν τις απόλυτες σταθερές και της επίσημης ιδεολογίας και της λαϊκής φαντασίας, αναιρούνται, χρεοκοπούν από τη μια μέρα στην άλλη. Γιατί είτε πρόκειται για τον πόλεμο της Τροίας και την ωραία Ελένη, είτε για το χρυσόμαλλο δέρας και τους Αργοναύτες, για τα κατορθώματα του Μεγαλέξαντρου ή γι’ αυτά του Διγενή Ακρίτα, στην ουσία πρόκειται πάντοτε, στη διάρκεια των αιώνων, για το ίδιο πράγμα: Ενας ήρωας (ή μια στρατιά), φορέας των ελληνικών αξιών, φεύγει προς Ανατολάς, στη Μικρά Ασία, όπου, μετά από μακροχρόνιο αγώνα, επιβάλλει την ελληνική αντίληψη του κόσμου και επιστρέφει νικητής ή εγκαθίσταται τροπαιούχος.


Η προαιώνια, η μυθική αυτή τάξη των πραγμάτων αντιστράφηκε το 1922. Οχι τόσο γιατί μια ελληνική στρατιά επέστρεφε από τη Μικρά Ασία νικημένη και ταπεινωμένη, αλλά γιατί πίσω της ξερίζωνε τους εκεί εγκατεστημένους από την αρχαιότητα συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, πράγμα που δεν είχε συμβεί ούτε με την τουρκική παρουσία εκεί από τον 11ο κιόλας αιώνα, ούτε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ούτε και με αυτή την οθωμανική αυτοκρατορία των πέντε αιώνων.


Το αίσθημα του πρόσφυγα


Με τον ξεριζωμό του 1922, με τη φυγή χωρίς δυνατότητα επιστροφής, το καυτό θέμα του νόστου, συμφυές με τον ελληνισμό, η αρχή και ο λόγος των ιδρυτικών μύθων του, αποβαίνει εκ των πραγμάτων βασανιστικά προβληματικό. Ολοι οι έλληνες συγγραφείς, καθώς και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της βρέθηκαν μπροστά σε αυτό το ιδεολογικό αδιέξοδο. Αυτός που, όπως λίγο-πολύ έχει γίνει γενικά παραδεκτό, καλύτερα ίσως απ’ όλους ενσάρκωσε, και σφράγισε τρόπον τινά με τον θάνατό του το 1928, αυτό το αδιέξοδο ήταν ο Καρυωτάκης.


Κατόπιν μια σειρά από κείμενα, γραμμένα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ή λίγο μετά τον πόλεμο, με θέμα τους τον οδυσσειακό μύθο (Επισκοπόπουλος, Καζαντζάκης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος), όταν δεν διασύρουν τη μορφή του ήρωα, αλλοιώνουν, υπονομεύουν ή γελοιοποιούν την επιστροφή του στην Ιθάκη. Μ’ έναν λόγο, η Μικρασιατική Καταστροφή άλλαζε τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους θεμελιακούς μύθους του ελληνισμού, απέναντι στην αρχαιότητα γενικά και απέναντι στον Ομηρο ειδικότερα.


Η μελέτη του σεφερικού (προπολεμικού) έργου από αυτή τη σκοπιά, με κριτήριο δηλαδή τις ιδεολογικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, υπαγορεύεται από τον ίδιο τον ποιητή, όπως μπορούμε να συναγάγουμε από όσα γράφει σε ένα γράμμα του στον Τ. Μαλάνο, τον Μάιο του 1944: «… το γεγονός που μ’ επηρέασε το περισσότερο απ’ όλα τα άλλα είναι η Μικρασιατική Καταστροφή. (…) Ισως σε φωτίσω αν προσθέσω ότι από δεκατριών χρόνων δεν έπαψα να είμαι πρόσφυγας».


Μελετώντας σήμερα τη σεφερική ποίηση δεν θα προδίδαμε, πιστεύω, τις προθέσεις του ποιητή λέγοντας ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το άσκοπο, ανευόδωτο ταξίδι, η αδιάκοπη όσο και μάταιη περιπλάνηση εις αναζήτησιν μιας χαμένης γης, μιας χαμένης αγάπης, μιας χαμένης για πάντα αυθεντικής ζωής «στην άλλη ακρογιαλιά κοντά σε βούρλα και σε καλάμια», μ’ έναν λόγο, όπως έχει ειπωθεί, «ο αδύνατος νόστος», αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα της προπολεμικής θεματολογίας της. Και μόνο ο επαναλαμβανόμενος τίτλος Ημερολόγιο Καταστρώματος μας οδηγεί να θεωρήσουμε ότι τα ποιήματα που περιέχονται στις συλλογές αυτές αποτελούν καταγραφές των όσων συμβαίνουν στο καράβι και σημειώνονται από τον καπετάνιο του και ακόμη, δεδομένης της επαναλήψεώς του, ότι τα ταξίδια του καραβιού αυτού δεν έχουν τελειωμό.


Η αδύνατη επιστροφή


Το Μυθιστόρημα (1934-1935) είναι η κατ’ εξοχήν προπολεμική ποιητική σύνθεση, όπου η μάταιη αυτή αναζήτηση της χαμένης για πάντα «άλλης ακρογιαλιάς» συστηματοποιείται σε μια ιστορία που μπορούμε και την παρακολουθούμε, επειδή στα κύρια επεισόδιά της αναγνωρίζουμε, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, τις περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του (ή, με μια επικάλυψη των μύθων, τους Αργοναύτες, τον Περσέα, τον Αγαμέμνονα). Με την εξής βασική διαφορά: οι συμπεριφορές πάνω στο καράβι δεν πολυθυμίζουν ήρωες και το ταξίδι αυτό, ένα ταξίδι επιστροφής, όπως κάθε τόσο μας υπενθυμίζεται, βαλτώνει σιγά σιγά σε μια ατέρμονα περιπλάνηση, σε σημείο που να ξεχνιέται ως και αυτός ο σκοπός του: η επιστροφή.


Ο Οδυσσέας του Σεφέρη γνωρίζει τις ίδιες περιπέτειες και αντιστέκεται στους ίδιους πειρασμούς με τον ομηρικό Οδυσσέα· διακατέχεται από την ίδια έμμονη ιδέα της επιστροφής, αλλά δεν γυρίζει ποτέ ή, μάλλον, δεν μπορεί, δεν φαίνεται καν να πιστεύει πως μπορεί να γυρίσει ποτέ στο σπίτι του. Ο Οδυσσέας του Σεφέρη, χωρίς να είναι άχρωμος, άβουλος ή αμοραλιστής, υποτάσσεται στην πραγματικότητά του· και η πραγματικότητά του είναι η πραγματικότητα του ναυαγού και του περιπλανώμενου χωρίς ελπίδα επιστροφής. Παρά τον έντονο πάντα πόθο του γυρισμού, χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθειά του, ο σεφερικός Οδυσσέας μοιάζει να το παίρνει απόφαση πως η επιστροφή του, εκ των πραγμάτων, αποβαίνει αδύνατη.


Στο Μυθιστόρημα το ταξίδι του Οδυσσέα τελειώνει στον Αδη. Ο Οδυσσέας κατεβαίνει εκεί, όπως και στην Οδύσσεια, να συμβουλευθεί τους νεκρούς και… μένει μαζί τους, σύμβουλος και αυτός, δυνάμει, μαζί με τις άλλες «αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια», εκείνων «που κάποτε θα ζήσουν», όσων ενδεχομένως μελλοντικώς τύχει να τους θυμηθούν και κατεβούν να ζητήσουν τη συμβουλή τους. Σε αυτούς, ελλείψει τρόπου και δρόμου επιστροφής, οι νεκροί θα έχουν να πουν:


Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.


Ανάλογα είναι, και την ίδια οπτική εξυπηρετούν την ίδια εποχή, και τα ποιητικά μέσα του Σεφέρη. Η χαμένη πια, μετά την καταστροφή, ισορροπία και αρμονία του κόσμου (των παιδικών του χρόνων στη Σκάλα και στη Σμύρνη), η άρτια στη γλώσσα και στο μέτρο ακέραιη μορφή της παραδοσιακής ποίησης που της αντιστοιχούσε είναι πια αδύνατη, ασυμβίβαστη με τη σύγχρονη πραγματικότητα· τώρα τη μορφή αυτή μπορούμε μόνο ή να τη νοσταλγούμε («Ερωτικός Λόγος») ή να την κοροϊδεύουμε (το «Δημοτικό τραγούδι» της Μαλάμως και γενικότερα τα «Κοχύλια, Σύννεφα» της Στροφής).


Αντίθετα το Μυθιστόρημα, όπως το μαρτυρεί και ο τίτλος του, παρουσιάζεται όχι ως έπος αλλά ως μυθιστόρημα, δηλαδή ως έπος μοντέρνο. Σε αντίθεση με τις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας, με τους περισσότερους από 12.000 δακτυλικούς εξαμέτρους, με την απόλυτη σαφήνεια και διαύγεια στην αφήγηση ­ μια ενάργεια παραδειγματική όσο και αναγκαία για την ηρωική, θετική, τελολογική αντίληψη του κόσμου ­, στο Μυθιστόρημα ο οδυσσειακός μύθος θρυμματίζεται σε 24 μικρά ποιήματα με 360 στίχους όλους κι όλους· και, κυρίως, στίχους αποσπασματικούς, σκοτεινούς, γριφώδεις· στίχους ελεύθερους, σε γλώσσα μυστική και συμβολική. Μια γραφή ελλειπτική, μια μορφή σπασμένη, ανάλογη με τη συγκαιρινή της σχετικοποιημένη αντίληψη του κόσμου. Μ’ έναν λόγο, μια μορφή μοντέρνα.


Η πρόταση Σεφέρη


Στη γραμμή του Καρυωτάκη, αλλά με την απόσταση του διανοουμένου (και του διπλωμάτη), ο Σεφέρης δεν κατόρθωσε βέβαια να βγάλει τότε την ελληνική κοινωνία από το αδιέξοδο «της καθ’ ημάς Ανατολής». Πέτυχε όμως αναμφισβήτητα να επανεντάξει λειτουργικά τους μεγάλους μύθους του ελληνισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, ανανεώνοντας την παράδοση χωρίς να αποποιηθεί την αρχαία κληρονομιά. Και ταυτοχρόνως πέτυχε ο μοντερνισμός να μπολιαστεί στην Ελλάδα όχι ως μια (ακόμη) έξωθεν μεταφυτευμένη θεωρία και τεχνική αλλά, όπως και στην Ευρώπη, ως η λειτουργική απόρροια μιας «πληγής», ως η έκφραση μιας ζωτικής έλλειψης, ως η διαρκής αναζήτηση ενός αδύνατου πια νόστου. Στην Ελλάδα, για τον Σεφέρη, ο μοντερνισμός είναι μια ακόμη προσπάθεια να επουλωθεί η «πληγή» του 1922, να μετατραπεί μια ηθική ήττα σε μια αισθητική νίκη.


Από όλες τις στροφές που έγιναν μετά το 1922 ­ όλες αναγκαστικά και σχεδόν μοιραία προς τη Δύση (κομμουνιστικό κίνημα, υπερρεαλισμός: Βάρναλης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, Ελύτης κ.ά.) ­ η Στροφή (1931) του Σεφέρη αποδείχθηκε, κατά τη γνώμη μας, η πιο διορατική ως προς την εξέλιξη και της λογοτεχνίας μας και της ιστορίας μας, όπως τις ξέρουμε σήμερα. Ισως γιατί ήταν η καλύτερα θεμελιωμένη στην παράδοση του ελληνισμού, ίσως γιατί ο ποιητής της είχε γεννηθεί στη Σμύρνη. Κυρίως όμως γιατί ο Σεφέρης πιστεύει ότι στη μεγάλη ποίηση δεν υπάρχει θάνατος χωρίς ανάσταση. Παρ’ όλα τα αδιέξοδα (ιστορικά, κοινωνικά και ποιητικά), ο Σεφέρης, σε αντίθεση με τον Καρυωτάκη, δεν έβγαλε ποτέ από τη ζωή του ούτε από την ποίησή του «το θάμα που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά».


Να τι ακούει να του υπαγορεύει, πολύ νωρίς, σε χρόνο ανύποπτο, και πολύ συνειδητά το άλλο εγώ του: «Ο κύριος Στράτης Θαλασσινός λέει πως, επειδή έχει καταργήσει την απαισιοδοξία, έχει λάβει την απόφαση να δουλεύει για το θαύμα από τώρα. Υποστηρίζει πως τα θαύματα γίνονται (είναι μέσα στη ζωή μας) άμα τα προετοιμάσεις με πολλή υπομονή και αγάπη. (…) Επιμένει πως αυτή είναι η ποιητική του» (Μέρες Β’, 28.1.1932).


Δεν θα τον διαψεύσουν ούτε η ιστορία ούτε η ποίηση. Το «θαύμα» του 1940 θα απαλύνει την ταπείνωση του 1922 και θα γονιμοποιήσει την ποίησή του, ως όραμα πρώτα, με τρόπο αποκαλυπτικό στο τέλος της Κίχλης (1946-1947) και μετά (1953-1955) με τρόπο ιστορικό, ως οργανικό, λειτουργικό στοιχείο της, στα «κυπριακά» του ποιήματα.


Ο κ. Χρήστος Παπάζογλου είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών στο Παρίσι και λέκτωρ στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης.