Την ουσιαστική διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας την ακολούθησε η απομάκρυνση των σοβιετικών και των νατοϊκών πυρηνικών πυραύλων μέσου και μικρού βεληνεκούς από την Ευρώπη με τη συνθήκη του 1989, σύμφωνα με την οποία αποσύρθηκαν και καταστράφηκαν οι πυρηνικοί πύραυλοι SS-20 και Pershing ΙΙ. Υπήρξε όμως μια αλλαγή φιλοσοφίας. Οι πολλές και σταθερές βάσεις που καταργήθηκαν μετατράπηκαν στην ουσία σε κινητές και πιο συγκεκριμένα σε πλωτές. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να μετακινούνται διαρκώς αυξάνοντας τον κίνδυνο για πυρηνικό ατύχημα. Ετσι το πυρηνικό οπλοστάσιο μεταφέρθηκε σε πλοία επιφάνειας, σε υποβρύχια και αεροσκάφη. Για παράδειγμα, οι πυρηνικές κεφαλές του Αράξου Β61 μπορούν τώρα να μεταφερθούν και με F-16. Με την πρόσφατη δημοσίευση του «Βήματος» της 28.11.99, ότι μια πυρηνική νάρκη έπεσε από πυρηνικό πλοίο στον βυθό της θάλασσας κοντά στη Σούδα, το θέμα των πυρηνικών όπλων έρχεται στην επιφάνεια, επιβαρύνοντας τη Μεσόγειο και το Αιγαίο με έναν ακόμη ραδιενεργό κίνδυνο.


Η απώλεια πυρηνικών όπλων και πυρηνικών αντιδραστήρων κατά τη μετακίνησή τους δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Πάνω από 50 τέτοιες περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές και παραμένει άγνωστος ο αριθμός των πραγματικών καταποντίσεων.


Στις 10 Απριλίου 1963 οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχασαν όχι απλά ένα πυρηνικό όπλο αλλά ένα ολόκληρο πυρηνοκίνητο υποβρύχιο. Το αμερικανικό USS Thresher SSN 593 χάθηκε στη διάρκεια αποστολής του και δεν επέστρεψε ποτέ στη βάση του. Μέσα σε αυτό ευρίσκοντο 112 άτομα πλήρωμα καθώς και 17 πολίτες, μεταξύ των οποίων και δημοσιογράφοι. Το πυρηνικό υποβρύχιο έκανε ένα δοκιμαστικό ταξίδι μέγιστης κατάδυσης αλλά και επίδειξης με στόχο να καθησυχάσει την κοινή γνώμη δείχνοντας πως οι πυρηνικοί αντιδραστήρες, ακόμη και οι στρατιωτικοί, ήσαν ασφαλείς και ακίνδυνοι. Αργότερα έγινε γνωστό από αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο συγκεκριμένο υποβρύχιο πως ο αντιδραστήρας του υποβρυχίου παρουσίαζε συχνές βλάβες. Οταν εντοπίστηκε το ναυάγιο, 350 περίπου χιλιόμετρα από τη Βοστώνη, μετρήθηκε ραδιενεργό κοβάλτιο σε μικρές συγκεντρώσεις.


Σύμφωνα με τις επιστημονικές εκτιμήσεις, είναι ακόμη πολύ νωρίς για μια συνολική θεώρηση των επιπτώσεων. Οταν θα αρχίσει η διάβρωση του περιβλήματος και των ράβδων καυσίμου του αντιδραστήρα και θα έχουμε διάχυση του ουρανίου και των άλλων εκατοντάδων ραδιενεργών και μακρόβιων στοιχείων, τότε θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις. Ο μεγάλος λοιπόν κίνδυνος δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί, περιμένοντας ύπουλα τη διάβρωση, η χρονοβόρα διαδικασία της οποίας εξασφαλίζει το άλλοθι των υποστηρικτών των πυρηνικών όπλων, αλλά ταυτόχρονα και την αδιαφορία της κοινής γνώμης, η οποία δεν μπορεί εύκολα να συνειδητοποιήσει έναν μακροπρόθεσμο πυρηνικό κίνδυνο.


Οι συνέπειες γενικά της παρουσίας στη χώρα μας πυρηνοκίνητων και πυρηνικών υποβρυχίων, πλοίων επιφάνειας, αεροπλανοφόρων, ακόμη και αεροσκαφών που μεταφέρουν πυρηνικούς πυραύλους είναι σοβαρότατες και ο κίνδυνος διπλός:


Ολα τα πυρηνικά όπλα που έχουν καταποντιστεί στους βυθούς περιέχουν ουράνιο-235 ή πλουτώνιο-239 σε ποσοστό 100%. Υπάρχουν και μικρές ποσότητες τριτίου το οποίο χρησιμοποιείται για ενίσχυση της εκρηκτικής ισχύος με τη διαδικασία της σύντηξης. Μετά από αρκετές δεκαετίες θα αρχίσει η διάβρωση του μετάλλου που θα την ακολουθήσει η απελευθέρωση των ραδιενεργών αυτών υλών, με αποτέλεσμα τη ραδιενεργό μόλυνση της περιοχής. Η ραδιενέργεια του πλουτωνίου και του ουρανίου δεν θα έχει μειωθεί καθόλου μέσα στα 50 ή 100 χρόνια που θα αρχίσει η διάβρωση. Επιπλέον η περιοχή θα μολυνθεί και τοξικά, λόγω της εντονότατης τοξικότητας του πλουτωνίου. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η τοξικότητά του είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του υδροκυανίου.


Η πιθανότητα πυρηνικής έκρηξης θεωρείται πολύ μικρή αλλά όχι και μηδενική, διότι ευνοείται από την παρουσία νερού, που επιβραδύνει αποτελεσματικά τυχόν νετρόνια ώστε να μπορούν να προκαλέσουν αλυσιδωτές σχάσεις. Αν έχει βυθιστεί πυρηνοκίνητο υποβρύχιο ή πλοίο επιφάνειας, των οποίων οι αντιδραστήρες λειτουργούν με εμπλουτισμένο πλουτώνιο ή ουράνιο όχι κατά 3%, όπως οι εμπορικοί αντιδραστήρες, αλλά κατά 95%, τότε η μάζα της πρώτης αυτής ύλης είναι ως και χίλιες φορές μεγαλύτερη αυτής των καταποντισμένων πυρηνικών κεφαλών. Τη διάβρωση του περιβλήματος και των ράβδων καυσίμου του αντιδραστήρα θα την ακολουθήσει η διασπορά και των εκατοντάδων ραδιενεργών στοιχείων που σχηματίστηκαν κατά τη λειτουργία του στρατιωτικού αντιδραστήρα.


Ενα εξίσου σοβαρό πρόβλημα με τον κίνδυνο από τα πυρηνικά είναι και η αδιαφορία της κοινής γνώμης για τους μελλοντικούς κινδύνους, γεγονός που πηγάζει από την έλλειψη σωστής ενημέρωσης. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης των πραγμάτων είναι το εξής γεγονός:


Το τελευταίο διάστημα αναμφισβήτητα έχει εντατικοποιηθεί η αντίδραση της χώρας μας για τη ματαίωση του πρώτου τουρκικού αντιδραστήρα απέναντι από την Κύπρο. Υπάρχουν επίσης φόβοι από την προβληματική λειτουργία των έξι πυρηνικών αντιδραστήρων της Βουλγαρίας. Και ενώ στη μεγάλη της πλειονότητα η ελληνική κοινωνία από τη μία δεν θέλει την εγκατάσταση πυρηνικού αντιδραστήρα στη χώρα μας, από την άλλη η συνεχής διακίνηση πυρηνοκίνητων πλοίων και υποβρυχίων στο Αιγαίο και ο ελλιμενισμός τους σε ελληνικά λιμάνια αφήνουν το σύνολο της κοινής γνώμης αδιάφορο και αυτό γιατί υπάρχει άγνοια της έκτασης και του μεγέθους του κινδύνου που προκαλεί αυτή η δραστηριότητα. Στην ουσία ο κίνδυνος από αυτές τις διακινήσεις αντιστοιχεί με την παρουσία και λειτουργία ενός πυρηνικού αντιδραστήρα μέσα στη χώρα μας. Οι κίνδυνοι ατυχήματος είναι οι ίδιοι ή και ακόμη μεγαλύτεροι σε στρατιωτικό πυρηνικό αντιδραστήρα λόγω των συνθηκών λειτουργίας και του μεγάλου εμπλουτισμού του σε ουράνιο ή πλουτώνιο. Η μόνη διαφορά είναι η σχετικά μικρότερη ισχύς του αντιδραστήρα ενός πλοίου ή αεροπλανοφόρου που κυμαίνεται από 50 ως 160 MW. Αν κανείς προσθέσει και τη ρίψη πυρηνικών κεφαλών στον βυθό της θάλασσας, άλλοτε από λάθος, άλλοτε σκόπιμα, τότε ο κίνδυνος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Γιατί ο πλέον σύντομος και ανέξοδος τρόπος ανανέωσης παλαιού πυρηνικού οπλοστασίου είναι η καταβύθισή του στη θάλασσα.


Συμπερασματικά, μαζί με τη συμφωνία κατάργησης όλων των πυρηνικών δοκιμών που πρόσφατα το αμερικανικό Κογκρέσο αρνήθηκε να επικυρώσει, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η κατάργηση όλων των πυρηνικών όπλων που άλλωστε έχουν αναπτυχθεί και είναι προϊόντα των πυρηνικών δοκιμών. Με αυτή τη συμφωνία θα συνταχθούν και η Κίνα και οι Ινδίες και η πρόσφατη πυρηνική δύναμη, το Πακιστάν. Και αν δεν γίνει αυτό, ενώ πριν από 10 περίπου χρόνια κινδυνεύαμε από τα δύο κυρίως πυρηνικά οπλοστάσια, σήμερα θα κινδυνεύουμε και από τα μικρότερα, τα οποία δεν έχουν υπογράψει καμία συμφωνία δέσμευσης και περιορισμού πυρηνικών όπλων. Η πρωτοβουλία ανήκει στις ΗΠΑ.


Ο κ. Θ. Κ. Γεράνιος είναι επίκουρος καθηγητής του Τομέα Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.