Ο Καβάφης είναι μαζί με τον Αργεντινό Μπόρχες και τον Πορτογάλο Πεσσόα ένας από τους τρεις ποιητές της λογοτεχνικής περιφέρειας που, παρότι δεν βρίσκονται εν ζωή, αποτελούν σήμερα σημεία αναφοράς παγκοσμίως. Η φήμη βέβαια του Μπόρχες απορρέει λιγότερο από τα ποιήματά του και περισσότερο από την πεζογραφία του, η οποία όμως είναι πεζογραφία ποιητικής φύσεως: και ο Μπόρχες, όπως ο Καβάφης, κάνει ποίηση με τα μέσα της πρόζας, μιας πρόζας που φορά ένα επιπλέον προσωπείο, εκείνο του δοκιμιοφανούς λόγου. Οι όροι για τη σύγκριση της διεθνούς απήχησης του Καβάφη με εκείνη του Μπόρχες προσφέρονται βέβαια μόνο για αναλογικές μετρήσεις. Και τούτο γιατί ο Καβάφης είναι ποιητής μιας ασθενούς γλώσσας, ασθενούς όχι μόνο με την έννοια ότι η ελληνική μιλιέται από λίγα μόνο εκατομμύρια ανθρώπων, αλλά και επειδή, όπως λέγεται ­ και λέγεται σωστά ­ είναι γλώσσα ανάδελφη, ενώ ο Μπόρχες γράφει στη δεύτερη περισσότερο ομιλούμενη γλώσσα του δυτικού ημισφαιρίου, σε μια γλώσσα που ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των λατινογενών γλωσσών (γι’ αυτό και τον χαρακτηρισμό του ως συγγραφέα της περιφέρειας τον χρησιμοποιώ ως έναν βαθμό καταχρηστικώς). Η λογοτεχνία που γράφεται στην ισπανική γλώσσα έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες μετάφρασης και απήχησης απ’ ό,τι η γραφόμενη στην ελληνική, αφού η μελέτη της στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία αποτελούν έναν σημαντικότατο δίαυλο διάδοσης της λογοτεχνίας μιας ξένης χώρας, γίνεται περισσότερο εκτεταμένα απ’ ό,τι η μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και αφού η κατά πολύ ευρύτερη διάδοση της ισπανομάθειας την κάνει να έχει ευκολότερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.


Οι ποιητικοί δρόμοι


Περισσότερο πρόσφορη είναι η παραβολή της απήχησης του Καβάφη με εκείνη του Πεσσόα, γιατί η πορτογαλική, παρότι πολύ λιγότερο ασθενής απ’ ό,τι η ελληνική και καθόλου ανάδελφη, θα μπορούσε να θεωρηθεί μη ισχυρή γλώσσα σε σύγκριση με τις μείζονες ισχυρές. Ο Πεσσόα είναι αντικείμενο ενδιαφέροντος, πιστεύω, περισσότερο για την ποιητική τακτική του και λιγότερο για την ίδια την ποίησή του. Είναι κυρίως η χρήση πολλαπλών ποιητικών προσωπείων, των πολλών λογοτεχνικών ετερωνύμων του, όπως ονομάζονται, και ο ιδιόμορφος βίος του, εκείνα που δημιούργησαν τον μύθο της ποίησης του Πεσσόα, που είναι περισσότερο μύθος του προσώπου του ποιητή Πεσσόα, ενώ ο μύθος του Καβάφη είναι διαμορφωμένος με την αντίστροφη φορά: ξεκινάει από τη μυθοποίηση της ποίησής του για να επεκταθεί και στο πρόσωπο του ποιητή. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Γιατί η ποίηση του Πεσσόα είναι ποίηση σπουδαία μόνο γιατί αναπαράγει με μεγάλη δεξιοτεχνία ποιητικούς τρόπους παραδεδομένους ή κοινούς μοντερνιστικούς.


Η ιδιοτυπία της βρίσκεται στη χρήση, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετικών τεχνοτροπιών, από τις οποίες όμως καμία δεν ανοίγει, όπως η ποίηση του Καβάφη, έναν ουσιαστικά καινούργιο ποιητικό δρόμο.


Αν λάβουμε, λοιπόν, υπόψη τους υλικούς όρους παραγωγής αυτού που ονομάζουμε απήχηση, μπορούμε να πούμε ότι η γενική απήχηση του Καβάφη, αναλογικά, δεν είναι μικρότερη από την απήχηση του Μπόρχες, ενώ η απήχησή του στους ποιητές είναι μεγαλύτερη σε απόλυτους αριθμούς: τα ποιήματα που έχουν γραφεί για το έργο και για τη μορφή του Καβάφη είναι περισσότερα από εκείνα που έχουν γραφεί για το έργο και για τη μορφή του Μπόρχες. Το γεγονός ότι ο Καβάφης ολοκλήρωσε το έργο του πενήντα χρόνια πριν από τον Μπόρχες δεν καθιστά τη σύγκριση χρονικά ευνοϊκή γι’ αυτόν, όταν σκεφτεί κανείς ότι οι δύο συγγραφείς γίνονται γνωστοί εκτός των ορίων της γλώσσας τους την ίδια εποχή, τη δεκαετία του 1960 (αν η χρονική παράμετρος ευνοεί κάποιον, αυτός είναι ο Μπόρχες που ζει ως το 1987: οι ζωντανοί συγγραφείς προκαλούν το ενδιαφέρον περισσότερο απ’ ό,τι εκείνοι που έχουν πεθάνει πριν από μισόν αιώνα). Οσο για τη σύγκριση της απήχησης του Πεσσόα (που πέθανε το 1935) με εκείνη του Καβάφη, η δεύτερη είναι ασφαλώς μεγαλύτερη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Πεσσόα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένα γοητευτικό λογοτεχνικό περίεργο. Υπάρχουν πολλοί ξένοι λάτρες των ετερωνύμων του, όμως αμφιβάλλω αν κάποιος από αυτούς μπορεί να εκστασιαστεί διαβάζοντας μεταφράσεις των ποιημάτων του.


Γοητεία από τα παλιά


Μια ακόμη σύγκριση, αυτή τη φορά με έναν ποιητή του λογοτεχνικού κέντρου, δεν μου φαίνεται άτοπη. Μπορούμε να παραβάλουμε τη διεθνή απήχηση της ποίησης του Καβάφη από το 1960 έως σήμερα με την απήχηση του ποιητικού έργου του Ελιοτ κατά τη διάρκεια της ακμής της (από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τον θάνατο του Ελιοτ, το 1965). Δεν θέλω βέβαια να πω ότι η απήχηση του Καβάφη στην εποχή μας είναι ίδια με εκείνη του Ελιοτ στη δική του εποχή (δεν πρέπει να ξεχνάμε σε ποια γλώσσα έγραφε ο Ελιοτ, τη σημασία του έργου του για τη διαμόρφωση του ποιητικού μοντερνισμού, και τη σημασία του ποιητικού μοντερνισμού για την ιστορία της ποίησης της νεότερης εποχής). Ωστόσο νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι, όπως ο Ελιοτ είναι ο κύριος εκπρόσωπος της μοντερνιστικής ποίησης, ο Καβάφης είναι ­ το επιβεβαιώνει ο τόμος των ξένων καβαφογενών ποιημάτων, για τον οποίο μίλησα σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου ­ ο αντιπροσωπευτικότερος ποιητής της εποχής μας, που ονομάζεται μεταμοντέρνα εποχή. Δεν λέω ότι είναι ο αντιπροσωπευτικότερος ποιητής της μεταμοντέρνας ποίησης, γιατί ποίηση μεταμοντέρνα με την έννοια η οποία να τη διαφοροποιεί ουσιωδώς από τη μοντερνιστική ποίηση δεν πιστεύω ότι υπάρχει ­ δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει: η ποίηση είναι ακριβώς το αντίθετο της έννοιας του μεταμοντέρνου. Γι’ αυτό και η εποχή μας παρουσιάζει την ιδιοτυπία ­ ιδιοτυπία ειρωνική ­ να εκφράζεται ποιητικά με τρόπους που εκδηλώνουν όχι το πνεύμα της αλλά την αντίθεση (υπονοούμενη ή και άμεση) προς το πνεύμα της. Η ποίηση της εποχής μας είναι ακόμη ποίηση μοντερνιστική, εκτός αν την ονομάσουμε μεταμοντέρνα (ονομασία ανεπιτυχής) για να τη διακρίνουμε από εκείνη της πρώτης φάσης του μοντερνισμού.


Ο Καβάφης είναι, αν όχι ο γνωστότερος, ο γοητευτικότερος ποιητής της εποχής μας· και είναι ταυτόχρονα αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν the poet’s poet, δηλαδή ο ποιητής που θαυμάζουν περισσότερο οι ποιητές ­ πράγμα αξιοσημείωτο όταν σκεφτούμε ότι ποιητές των ποιητών είναι συνήθως οι «δύσκολοι» ποιητές, που δεν γοητεύουν το ευρύτερο κοινό. Η σημασία της απήχησής του σε σύγκριση με εκείνη του Ελιοτ γίνεται μεγαλύτερη, αν συνυπολογίσουμε δύο ακόμη στοιχεία που καθιστούν την ποίηση του Καβάφη φαινόμενο, απ’ όσο γνωρίζω, μοναδικό· πρώτον ότι, ενώ η εκτός των ορίων της αγγλοφωνίας γοητεία της ποίησης του Ελιοτ απορρέει ως επί το πλείστον από το πρωτότυπο, ή και από το πρωτότυπο, η εκτός Ελλάδος γοητεία του Καβάφη ασκείται αποκλειστικά διαμέσου της μετάφρασης, συχνά μάλιστα μέσα από μια διπλή διαμεσολάβηση, αφού πολλές μεταφράσεις του γίνονται από μιαν άλλη μετάφραση (συνήθως από την αγγλική)· δεύτερον ότι η γοητεία αυτή πηγάζει από μια ποίηση που είναι χρονικώς παλαιά. Η ποίηση του Ελιοτ έφερνε κάτι το καινούργιο στην εποχή της. Η ποίηση του Καβάφη φέρνει κάτι το καινούργιο σε μια μεταγενέστερη εποχή.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας της Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.