Η αγωνία του Μεσοπολέμου
«Ε λοιπόν: σε μιαν εποχή όπου όλη η αρετή είναι ν’ ακουμπάει ο ένας στον άλλον πλάτη με πλάτη, όχι για την αλληλεγγύη αλλά για τη συναλλαγή, σε μιαν εποχή όπου αρετή είναι η δειλία, εγώ τουλάχιστο στάθηκα ολομόναχος κι ολόρθος. Η έννοια της ηθικής είναι σχετική, σχετική κ’ η έννοια της τιμής. Η έννοια του αντρισμού όμως είναι απόλυτη.
Να ο απόλογός μου».
(Αφηγητής-ήρωας. «Μυστική ζωή», 1957)
Ο Αγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907. Ο πατέρας του ήταν για αρκετά χρόνια δήμαρχος της πόλης. Ο Αγγελος, μοναχοπαίδι, με ιδιαίτερα ασθενικό οργανισμό, εξελισσόταν σε ένα λεπτό, ευγενικό αλλά και υπερευαίσθητο άτομο. Από παιδί γοητεύτηκε από τους θρύλους και την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, που μιλούσαν για δόγηδες και μπαρμπερίνους. Ετσι πολλούς από αυτούς θα χρησιμοποιήσει αργότερα στα έργα του, όπως στην «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» (1945) τον Νικηφόρο Σγουρό, το «ευγενικόπουλο», ή την «Κυρά τ’ Αναπλιού», Μαρία ντ’ Ανγκιέν, στο θεατρικό «Νύχτα στη Μεσόγειο» (1957).
Οταν στα 1915 η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, επειδή ο Δημήτριος Τερζάκης εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων, ο Αγγελος ζει από κοντά τα γεγονότα μιας ταραγμένης εποχής. Ο ίδιος σημειώνει στον «Απρίλη», έργο με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία: «Το συγγενολόι στα ενενήντα τοις εκατό, βενιζελικό. Δαχτυλοδειχτούμενοι οι «βασιλικοί» και μ’ αυτούς είχαμε κόψει την καλημέρα».
Το 1922 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών που ήταν ένα «καζάνι που έβραζε». Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι γενικότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονταν δημιουργούσαν ένα κλίμα ιδιαίτερα ασφυκτικό για τους νέους λογοτέχνες. Ο Τερζάκης διάβασε φυλλάδια, μπροσούρες, κοινωνιολογικές αναλύσεις, αμφιταλαντεύτηκε και χωρίς, όπως παρατηρεί, να το καταλάβει βρέθηκε «στη βαλτωμένη στρατιά της μεσοπολεμικής αγωνίας».
Στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων ο Τερζάκης μελέτησε σε βάθος όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την ξένη λογοτεχνία. Ο Κν. Χάμσουν, ο Μ. Γκόρκι, ο Α. Τσέχωφ, ο Φ. Ντοστογέφσκι, ο Ερρ. Ιψεν αποτελούν μερικούς από τους δημιουργούς στους οποίους αναφέρεται συχνά στο έργο του. Παράλληλα και στα χρόνια που ακολούθησαν ο συγγραφέας παίρνει θέση, μέσα από άρθρα του σε περιοδικά της εποχής, σχετικά με ζητήματα της λογοτεχνίας, λογοτεχνικά ρεύματα διατυπώνοντας απόψεις για το μυθιστόρημα, το ρεύμα του ρεαλισμού κτλ. Υποστηρίζει ότι στην εποχή του Μεσοπολέμου στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη το μυθιστόρημα ήταν υποδουλωμένο στην παράδοση του ρεαλισμού. Μόνο η Αγγλία με τους Joyce, Lawrence, Huxley, Woolf κ.ά. είχε χειραφετηθεί από τους προγόνους και αναζητούσε ανήσυχη καινούργιους δρόμους. Γι’ αυτό εκεί υπήρχε άνθηση του μυθιστορήματος.
Στη δεκαετία του ’30 οι ιδεολογικές ζυμώσεις είναι έντονες και οι αντιπαραθέσεις συχνές. Ο Αγγελος Τερζάκης, αν και προερχόταν από την αστική τάξη, είχε διατυπώσει αρκετές φορές την κριτική του στάση: «Ο αστισμός στην πνευματική και κοινωνική ζωή του είχε σταθεί πάντα ένα καθεστώς υποκρισίας και διανοητικής στενότητας». Δεν δίστασε να ασκήσει κριτική ακόμη και στον Θεοτοκά για τον φιλελευθερισμό του. Διαφωνούσε όμως και με τον μαρξισμό, επειδή τον φόβιζε ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου». «Ο ίδιος θήτευα εσώτερα σ’ έναν σοσιαλισμό άλλον, ελεύθερο, ανεξίθρησκο, όχι οργανωμένο σε στρατό, καθώς ο δικός τους». Μακριά από φανατισμούς και ιδεολογικές διαμάχες, αντίθετος σε κάθε δόγμα, όπως φαίνεται και στο δοκιμιακό του έργο, κομματικά ανένταχτος και απόλυτα συνεπής στάθηκε ο Τερζάκης σε όλη του τη ζωή. Πεποίθησή του ήταν ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα για τον πνευματικό άνθρωπο είναι ο φανατισμός. Και καθώς μέσα από το σύνολο του έργου του διαφαίνεται η άρνησή του για την πολιτική και τους πολιτικούς, διατυπώνει την ακόλουθη άποψη για τους διανοουμένους: «Ηγεσία του κόσμου μια μόνο μπορεί να ειπωθεί: η κατά τόπους ανεξάρτητοι διανοούμενοι που διαφωτίζουν την κοινή γνώμη, κρατούν σ’ εγρήγορση τις συνειδήσεις, καταγγέλλουν, ξεσκεπάζουν το παιχνίδι των υπονομευτών της ειρήνης, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς».
Μέσα από τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά του έργα αλλά και τα στοχαστικά του δοκίμια φανερώνεται η υπαρξιακή του αγωνία και το τραγικό νόημα της ζωής, που οφείλονται «στο δραματικό, πιεστικό αίσθημα ενός ασύμπτωτου ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο».
Ο Αγγελος Τερζάκης ανήκει στους «συγγραφείς-εργάτες της πένας», ασχολήθηκε δηλαδή ολόκληρη τη ζωή του με το γράψιμο και κέρδισε τα προς το ζην από αυτό. Αφησε πίσω του αξιόλογα πεζογραφικά έργα, όπως «Η μενεξεδένια πολιτεία» (1937), «Ταξίδι με τον Εσπερο» (1946), «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» (1945), «Δίχως Θεό» (1950), που γνώρισαν πολλές εκδόσεις. Παράλληλα με τα άρθρα-δοκίμια που δημοσίευε σχεδόν ανελλιπώς κάθε Τετάρτη στο «Βήμα» από το 1947 ως το 1979 κρατούσε μια συνεχή, ουσιαστική επικοινωνία με τους αναγνώστες. Ποτέ δεν προσπάθησε να κολακέψει τη γνώμη των επιστολογράφων του, αλλά στάθηκε πάντα αντικειμενικός και ανυποχώρητος. Στις διαφωνίες και στις κρίσεις του κινήθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα μαχητικό που το διέκρινε η σοβαρότητα. Ποτέ δεν έγινε αλαζονικός και «απάνθρωπος». Κύριο χαρακτηριστικό τού στοχασμού του ήταν η ιδεολογική συνέπεια και σταθερότητα. Ποτέ δεν παρεξέκλινε από τις προσωπικές του αξίες και γι’ αυτό πολλές φορές δεν δίστασε να καταγγείλει, δημόσια, καθεστώτα πολιτικά και θρησκευτικά.
Σε μια εποχή όπου ο κόσμος μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς έργα που η πρόσληψή τους είναι αρκετά εύκολη γνωρίζουν μεγάλη εκδοτική επιτυχία για να ξεχαστούν αργότερα. Το έργο ενός στοχαστή, όπως ήταν ο Αγγελος Τερζάκης, παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος εκείνων των αναγνωστών τους οποίους δεν απασχολεί το εντυπωσιακό και επιφανειακό, αλλά σταθερά αναζητούν το ουσιώδες και ποιοτικό. Το ημερολόγιο του πολέμου
Το ημερολόγιο του Αγγελου Τερζάκη παρέμενε άγνωστο ως πρόσφατα. Ως εκ τούτου δεν συμπεριλήφθηκε στο αρχείο Α. Τερζάκη που δημιούργησε ο Βάιος Παγκουρέλης με τη συνδρομή του γιου του συγγραφέα Δημήτρη. Το σημειωματάριο το ανακάλυψε σε ένα συρτάρι στο διαμέρισμα του Τερζάκη (στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου) η εγγονή του Λουίζα Τερζάκη. Περιέχει αποσπάσματα από ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε ο Αγγελος Τερζάκης στο πολεμικό μέτωπο (γραμμένες με μολύβι) και, εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της κατοχής και της απελευθέρωσης, οπότε και διακόπτεται απότομα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (γραμμένες με μελάνι στο ίδιο σημειωματάριο και ως συνέχεια των σημειώσεων από το μέτωπο).
Το ημερολόγιο πρόκειται να δημοσιευθεί ολόκληρο στη «Νέα Εστία» (χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα 1999 στον Αγγελο Τερζάκη). Στο «Βήμα» προδημοσιεύονται σήμερα ορισμένα αποσπάσματα, τα οποία επέλεξε ο Δημήτρης Τερζάκης.
5.4.41
Συναντώ, ώρα 9.30 της νύχτας, τον Αγγελο τον Προκοπίου. Φεγγαροβραδιά! Βολτάρουμε και συζητούμε για τον πόλεμο, για το μέλλον, για την παλληκαριά. Μου διηγιέται, μέσες άκρες, την προχτεσινή του περιπέτεια, στο παρατηρητήριο, που πήγανε να του κάνουνε «τραπέζι» ο Κωστάκης κι ο Ζαρονίκος. Το εχθρικό πυροβολικό τούς έβαλε. Μου λέει πως γλύτωσαν από τρίχα. Ο Κωστάκης διατηρούσε την ψυχραιμία του, ένα ύφος πολεμάρχου, μα ήτανε κίτρινος και κρατούσε σφιχτά στα χέρια τις Γραφές. Εβλεπες πως κι αυτός ο ίδιος τάχε χάσει και αντλούσε δύναμη από κάπου αλλού, κι όχι από μέσα του.
Ο θάνατος, του λέω κι εγώ του Προκοπίου, είναι κάτι με το οποίο ο άνθρωπος δεν αναμετριέται σαν ίσος προς ίσον, με το ίδιο ανάστημα. Η παλληκαριά είναι ζήτημα ποσοτικής αντοχής, κι από τον ένα ως τον άλλον άνθρωπο δε διαφέρει παρά μόνο κατά βαθμό.
Ο ηρωισμός, λέει ο Προκοπίου, είναι ζήτημα παραφοράς.
Οπως η αυτοκτονία, συμπεραίνω εγώ, πράξη απογνώσεως, όταν δεν είναι απλή αφροσύνη.
Και του διηγούμαι τη φορά που με πολυβόλησαν κι ένιωθα τον εαυτό μου παγωμένο, πως δε θάχε τη δύναμη να τραβήξει το πιστόλι. Αντιπαράβαλα τις δυο εικόνες, τη φανταστική του εαυτού μου αμυνόμενου κατά αεροπορικής επιδρομής και την πραγματική, όπου το πράμα συνέβη. Κι είδα πως η φαντασία δε μπορεί να δημιουργήσει παρά μονάχα την εικόνα κι όχι την ακριβή αίσθηση.
Αντρεία, λέω, είναι όταν έχεις ν’ αντιπαλαίσεις σώμα με σώμα, σαν ίσος (ποιοτικά) με ίσον, μ’ έναν άνθρωπο. Οχι όμως κι όπου ο αέρας γύρω σου γεμίζει θάνατο ύπουλο, κρυφό, ατσάλι αναμμένο που βιτσίζει.
Τι παρηγορητικό, τι λυτρωτικό πράμα να μιλάς μ’ έναν άνθρωπο ψυχικά συγγενικό σου, σαν τον Αγγελο τον Προκοπίου!
Μόνος μου σε λίγο, καθώς τρώω, συλλογίζομαι πως ο Μπερνάρ Σώου, που ανέλαβε στον «Ανθρωπο και τα όπλα» να ξεμασκαρέψει τον ηρωισμό, δεν το πέτυχε, διότι δεν παρατήρησε σωστά, αγνά, αλλά με κοροϊδευτική προκατάληψη. Του ξέφυγε το τραγικό στοιχείο κι η κτηνωδία που κρύβεται στον πολεμικόν ηρωισμό.
16.4.41
Προχτές είχε έρθει ο Κατράκης [;;]. Φάγαμε το μεσημέρι μαζί, κι ο Προκοπίου. Τ’ απομεσήμερο καθόμαστε οι δυο μας στο πεζούλι της εξώπορτας της Δ.Π. [Διεύθυνση Πυροβολικού] και κουβεντιάζουμε. Προσπαθώ να τον τονώσω. Συγκινούμεθα για την Ελλάδα.
Μιλώντας μου για τον πόλεμο κάνει, χωρίς βέβαια να το ξέρει, μια σελίδα μεγάλου συγγραφέα.
Σ’ αυτόν τον πόλεμο [βράζει], μου λέει, με την αγωνία της όλη η Φύση. Βλέπεις τα πουλιά που κάθονταν ήσυχα στα δέντρα, τις σαύρες που λιάζονταν και ξάφνου [μια] πόρτα, ένα βλέμμα, αναταράζονται, τρομάζουν. Τα πουλιά, γεράκια, αητοί, φτερουγίζουν και χτυπούν φεύγοντας τρομαγμένα τον αέρα με τα μεγάλα τους φτερά.
Φαίνεται πως διατάχθηκε γενική υποχώρηση. Το είπε ο Μαυρογιάννης από το τηλέφωνο στον Ποντίκα. «Επτά της νυκτός».
Το πρωί μάθαμε πως το μέτωπο ευθυγραμμίστηκε. Υποχώρησε «με μεγάλη επιδεξιότητα» το Γ’ Σώμα. Το Βερολίνο χτες το βράδι ανήγγειλε κατάληψη της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης και της Κορυτσάς.
Ο Μαυρογιάννης λέει στο Δεττοράκη από το τηλέφωνο: «Οχι, γενική θα είναι». (Η υποχώρηση φυσικά.)
Χτες λιακάδα και ζέστη. Σήμερα βροχή πάλι, μονότονη, και ψύχρα.
Χτες σημείωσε ζωηρή δράση η εχθρική αεροπορία. Βομβάρδισαν το Κοράτζι.
Η διαταγή της γενικής υποχώρησης δόθηκε.
Μεγάλη Εβδομάδα για την Ελλάδα.
Στο νου μου στριφογυρίζει επίμονα ο μονόλογος του Οθέλλου:
Εχε γεια, ασκέρι φτεροστόλιστο!..
Καίω τα επιστολόχαρτα του Βασιλικού Θεάτρου, δυο τεύχη της «Νέας Εστίας» για να μην τα βρουν οι Ιταλοί.
Ατμοσφαίρα ενός σπιτιού υπό μετακόμιση.
Πληροφορίες πως ετοιμάζονται αποβάσεις στα παράλια της Ηπείρου.
Τα παιδιά κλαίνε. Εκνευρισμός. Τους επιβάλλουμε σιωπή. Ολοι μιλούνε χαμηλόφωνα, όπως στον προθάλαμο αρρώστου.
Στα τελευταία μου χαρτιά, που καίγονται («Νέα Εστία»), ένας τίτλος ποιήματος:
Πίνδος. Αντιστέκεται λίγο, μαυρίζει, οι φλόγες την κυρίεψαν, χάθηκε.
Ωρα 7 μ.μ. Καθώς πάω στο δωμάτιό μου να πάρω την καραβάνα μου για φαΐ ακούω κρότο τρακτέρ στο δρόμο. Κοιτάζω. Πυροβολαρχία που υποχωρεί.
Η πόρτα μου ανοίγει. Μπαίνει ο γερο-σπιτονοικοκύρης, ζυγώνει στ’ άλλο παράθυρο και, σκυφτός, κοιτάζει κι αυτός.
Τ’ είν’ αυτό; μου λέει.
Δεν ξέρω, του απαντώ.
Είναι κι’ άλλος στρατός, πολύς, που έρχεται ξοπίσω.
Πού;
Ελα ‘δώ.
Με βγάζει στο χαγιάτι και κοιτάζω. Η υποχώρηση αρχίζει. Πυροβολαρχίες κατεβαίνουν, τρακτέρ, άλογα, πεζοί.
Είναι κι άλλοι δυο στο χαγιάτι, η σπιτονοικοκυρά κι ένας ξένος. Η γυναίκα με κοιτάζει αμίλητη, σα με βουβή μομφή. Νιώθω τον εαυτό μου ντροπιασμένο που κάνω τον κουτό. Μασώντας τα λόγια μου γυρίζω πίσω, παίρνω την καραβάνα και φεύγω.
Στις βρύσες του χωριού, κάμποσοι ντόπιοι στέκονται κάτω από τη βροχή και κοιτάζουνε βουβοί την ελληνική υποχώρηση.
Τα στήθια φουσκώνουν από βαθύτατο στεναγμό: Αχ, Ελλάδα, κακόμοιρη Ελλάδα…
Ενα μπουλούκι νέοι βγαίνουν από την πόρτα του στρατηγείου. Τρεις άλλοι ήρθανε στη Δ.Π. ζητώντας αυτοκίνητο. Ολοι θέλουνε ν’ ακολουθήσουν τον ελληνικό στρατό. Τ’ αντικρυνά του γραφείου κορίτσια κλαίνε.
Αιώνια ελληνική προσφυγιά!
Ο Προκοπίου μούπε πως θα φύγουμε τα μεσάνυχτα.
Βρέχει, βρέχει, βρέχει. Ο κάμπος είναι θολός, πνιγμένος στην καταχνιά της βροχής.
Κι ο θρήνος του χαρτιού φουντώνει. Οι γυναίκες, στην αυλή, φωνάζουν. «Να φύγουμε, να πάμε μαζί τους, να πεθάνουμε στα χέρια τους», λέει η μια. Μια άλλη, σε μένα.
Καλησπέρα, μαύρη καλησπέρα.
Ο Θεός είναι μεγάλος, της λέω.
Ο Θεός είναι φευγάτος.
22.4.41
Στις 19 τ’ απόγεμα και στις 20 ολημέρα βομβαρδισμός των γύρω από τη Λίμνη (Ζαραβίνα). Ο τρόμος, χτες, 21, το πρωί στις επτά, μέσα στον ύπνο μου, μια γυναικεία φωνή:
Ειρήνη, Ειρήνη!..
Ο Κοσμάς με ξυπνάει. Μου λέει πως μιλούν έξω γι’ ανακωχή.
Κατεβαίνουμε και μαθαίνουμε τα νέα: Πρωτοβουλία των τριών σωματαρχών και του Δεσπότη Ιωαννίνων.
Μα… πάλι αεροπλάνα, κατά τις 10, και πάλι βομβαρδισμοί όλη μέρα. Τι συμβαίνει; Αγωνία.
Περιμένουμε τους Γερμανούς. Κατά τους όρους της συνθήκης πρόκειται να έρθουν να πάρουν τις θέσεις μας στην Κακαβιά για να παρεμβληθούν ανάμεσά μας και στους Ιταλούς. Η Αθήνα, στο μεταξύ, ρίχνει μ’ επιμονή το σύνθημα πολέμου μέχρις εσχάτων.
Οι Γερμανοί δεν έρχονται. Αγωνία. Τους περιμένουμε στις 11.50. «Ευτυχώς» φτάνουν τ’ απόγεμα στις 7. Κατεβαίνουμε στο δρόμο και τους βλέπουμε. Μηχανοκίνητη φάλαγγα σ’ αραιή τάξη. Είναι θηρία νέοι ως εκεί πάνω, σοβαροί και ξανθοί, σαν κάτοικοι άλλου πλανήτη. Ο επισμηναγός Ξανθόπουλος διώχνει τους φαντάρους γιατί ντρέπεται για τα χάλια τους. Αγανάκτησή μας.
Οι πρώτοι Γερμανοί που βλέπω είναι τρεις που γράφουν σε μια πινακίδα σήματα καθοδηγητικά για τους δικούς μας που ακολουθούν.
Η Αθήνα, σήμερα, μας αποκαλεί προδότες. Βρισκόμαστε εκτός νόμου. Επαναστάτες!
Σήμερα το πρωί, ξαφνικά, διαταγή να φύγουμε. Αναστάτωση. Ολα ετοιμάζονται ταχύτατα και ξεκινούμε.
Μονή Βελάς. [;] Τοποθεσία εξαίσια, όλο γαλήνη. Το μοναστήρι είναι στην απότομη πλαγιά και μπροστά, απέραντος, ο κάμπος.
Καταυλιζόμαστε στον θάλαμο του δευτέρου πατώματος. Κατά τις 4.30, ενώ είμαι ξαπλωμένος, ο Γάθης: Να είμαι ανά πάσαν στιγμήν έτοιμος. Μπορεί να φύγουμε αυθημερόν. Με καθησυχάζει. Πρόκειται να πάμε στα Γιάννενα, να φροντίσουμε για την αποστράτευση.
Η Αθήνα; Τι θα γίνει με την Αθήνα;
[2ο μέρος]
22.9.44
Παράδοξη ατμοσφαίρα σήμερα, από το πρωί. Κάτι κυκλοφορεί στον αέρα χαρούμενο, βιαστικό, που φτερουγίζει.
Καθώς πήγαινα στην «Εστία Λογοτεχνών» να πάρω τη ζάχαρη και τη μαρμελάδα, είδα γεμάτους τους τοίχους προκηρύξεις. Χρωματιστές, με τα εθνικά χρώματα, που τις διαβάζουνε κάτι έφεδροι χωροφύλακες. Στη γωνιά του Πολυτεχνείου άλλες: Ραδιοφωνικό δελτίο, Καθημερινά Νέα. Μεγάλο μπουλούκι άνθρωποι μαζεμένοι που διαβάζουν. Κοντοστάθηκα κι εγώ. Κι αυτή με τη φωτογραφία του Ζέρβα, χοντρού, με πυκνά γένεια, σαν αρχιμαντρίτης. Καθώς ξεκινώ πάλι βλέπω να πηγαίνει μπροστά ο Μόρντο με το γιο του. Δυσκολογνώριστος, το κεφάλι του κουρεμένο, μικρούλι, αυγουλωτό, άθλιο. Τον προφταίνω και μου διηγείται… Καθώς πάμε να προχωρήσουμε από τη σκιάδα του κέντρου που βγάζει στην οδόν Ηρακλείου, άνθρωποι τρέχουνε προς το μέρος μας. Γυρίζουμε πίσω.
Στην «Εστία Λογοτεχνών», ο Λιβαδάς, καθισμένος σταυροπόδι πάνω στο γραφείο, μου λέει: «Το πολύ στις αρχές της άλλης βδομάδας (είναι σήμερα Παρασκευή). Εχουνε μπει πολλά παιδιά στην Αθήνα. Αν κάνουν ένα μπλόκο στα σπίτια, θα βρούνε πολλούς χωρίς ταυτότητες». Την ώρα που πάω να φύγω μου ζητάει εμπιστευτικά τη διεύθυνσή μου κι ύστερα: «Καλά. Θα… λάβεις γράμμα μου»…
Ολοι κάτι περιμένουν. Τ’ απόγεμα οι διαδόσεις οργιάζουν. Βγαίνω με το Μίμη περίπατο και, στην οδό Μάρνη, βλέπω τρεις-τέσσερους σταματημένους να κοιτάζουνε τον ουρανό. Είναι πολύ ευδιάκριτο, ένα άσπρο σημάδι. Αλεξίπτωτο; αναρωτιόνται.
Από ιατρείο του Νικόπουλου. Μας λέει για τις διαδόσεις, κάποιο τηλεγράφημα που θεωρείται προβοκάτσια. Στο Πάρκο είμαστε με τον Ιωσηφίδη. Γυρίζοντας, ο Μπαστιάς, στο μπαλκόνι του. Κατεβαίνει με το Γιάννη. Κάνουμε λίγα βήματα μαζί, ως την οδό Πατησίων. Κι αυτός μου λέει για τις διαδόσεις: «Λένε πως ο αγγλικός στόλος είναι… στις Φλέβες. Αστεία πράματα. Πάντως είναι στα νησιά».
Στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου ο Ντίνος Αντωνόπουλος κι η Ρίτα. Γελούνε, μα είναι ανήσυχοι.
7 η ώρα στης Μαρίας Αλκαίου που είναι άρρωστη από νεφρά. Εμένα ρωτούν τι γίνεται.
Η Λουίζα, στο σπίτι, μου λέει πως είδε μπροστά στα γραφεία της Λουφτχάνσα να φεύγουνε Γερμανοί. Ο Εβέρμπελ [;]. Μια Γερμανίδα έκλαιγε. Και για τις προκηρύξεις, το ρολόι που δείχνει παρά δύο λεπτά.
Μετά το φαΐ ο Γιώργος Καρύδης. Αυτός τα πιστεύει όλα. Οι Εγγλέζοι έρχονται.
«Ακαριαίως» λέει το τηλεγράφημα προς τον υποστράτηγο φρούραρχο Σπηλιωτόπουλο.
Νύχτα. Διαβάζω το «Ρουντίν» του Τουργκένιεφ.
1.10.44
Η ζωή έγινε αφόρητη. Από το πρωί σήμερα, Κυριακή, σ’ όλα τα σημεία της Αθήνας γίνονται μάχες. Θεωρητικά, η ώρα κυκλοφορίας είναι ως τις 6 μ.μ. Ουσιαστικά όμως αναγκάζεσαι να περιοριστείς πολύ νωρίτερα, σχεδόν από το πρωί. Το να πας από δω (Βάθη) στην οδόν Πιπίνου π.χ. έχει γίνει παράτολμη περιπέτεια. Κάθε που βγαίνουμε από το σπίτι αποχαιρετιόμαστε, μισο-αστεία μισο-σοβαρά. Δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω. Από τις 11 σήμερα μαζεύτηκα στο σπίτι. Η μάχη είχε αρχίσει περί την Ομόνοια από το πρωί νωρίς. Τ’ απόγεμα είτανε μέτωπο κανονικό, εν δράσει. Το βράδι καιγόταν ο τόπος. Επαναληπτικά, περίστροφα, πολυβόλα, όλμοι… Αρχισε και να μπουμπουνίζει, πέσανε κάνα-δυο κεραυνοί, κι έτσι η ατμοσφαίρα της φρίκης κορυφώθηκε.
Ολάκερη τη μέρα έβρεχε, έπαυε, ξανάβρεχε.
Τώρα είναι 11 η ώρα της νύχτας κι έξω ακούγονται αδιάκοποι σχεδόν πυροβολισμοί, περίστροφα, όπλα, χειροβομβίδες. Μοιάζουνε κοντά, στου Μπουραντά, γωνία Αβέρωφ και Αχαρνών. Μα κι αλλού, γύρω, παντού.
Κι η απελευθέρωση δεν έρχεται. Πικρή απογοήτευση κι εκνευρισμός του κόσμου. Ο λόγος του Τσώρτσιλ φάνηκε απαισιόδοξος. «Και μερικοί μήνες του 45»… Ο Παπανδρέου όμως, στο δικό του λόγο, φάνηκε αισιοδοξότερος για μας: «Η τελευταία φορά που μιλώ από έδαφος ξένο». Ο Γιώργος ο Καρύδης έρχεται τ’ απόγεμα, την ώρα που ζωγραφίζω σκηνικά για το κουκλοθέατρο, και μου το λέει. Το είχα ξανακούσει, μα δεν το πολυπίστευα. Η βεβαίωση από τον Καρύδη με χαροποιεί.
Ο Μιμάκος δυσκολεύεται να κοιμηθεί ο καϋμενούλης. Ακούει τους πυροβολισμούς από το κρεββατάκι του κι ανησυχεί. «Τ’ είναι, μπαμπά;». Και στη μαμά του: «Ρίχνουν, Φαβιέρου»… Τι χρωστάνε τα δόλια τα παιδάκια;
Ωστόσο η αξία της ανθρώπινης ζωής ξέπεσε στο ελάχιστο. Κάθε τόσο ακούγονται σκοτωμοί, κι η αίσθηση είναι ελάχιστη, σχεδόν από συνήθεια.
Σήμερα το πράμα παραφούντωσε όμως. Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο κακό. Από μέρα σε μέρα, σταθερά, χειροτερεύει. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Αύριο πρωί έχω Συμβούλιο και το συλλογίζομαι πως θα χρειαστεί να διαπλεύσω το κέντρο της Αθήνας…
11.15. Εξω γίνεται πάλι μάχη. Πώς θα κοιμηθούμε, έχοντας εκτεθειμένα τα κεφάλια μας, πίσω από παράθυρα ισογείου;
Τα τρόφιμα όλα, τρεις-τέσσερις μέρες τώρα, τα έχουνε κρύψει. Ενα τσιγάρο 50.000.000.
3.10.44
Τραβάμε πλησίστιοι προς ένα είδος χειμώνα του 41, και χειρότερο. Τα τρόφιμα που είχανε κρυφτεί κάπου μια βδομάδα ξαναφάνηκαν από χτες σε τιμές απίθανες, 28 δισεκ. το λάδι ή το ξύγκι. Σήμερα, όπως και το 41, βρέθηκα χωρίς δεκάρα. Το Ταμείο του Θεάτρου δεν έχει ούτε ένα εκατομμύριο να δανειστώ. Με τη λίρα της «Στοργής» στο πορτοφόλι κουβαλήθηκα από τις 8.30 το πρωί στο Γενικό Λογιστήριο να παρακαλέσω τον Εξαρχάκη να μου τη χαλάσει. Ως τις 10 δεν είχε έρθει. Εφυγα νικημένος. Ολη την ημέρα δεν έχω τσιγάρο. Βρέχω με νερό κάτι ξερά φύλλα καπνό που είχα πάρει από τη μητέρα μου, καπνό που έβαζε για να διατηρεί τα ρούχα, κομμένον ποιος ξέρει πριν από πόσες δεκαετίες, και πασχίζω να καπνίσω τσιμπούκι.
Κι οι Εγγλέζοι δεν έρχονται. Οχι, δεν έρχονται… Γιατί λοιπόν από ενάμιση μήνα τώρα μας παραγγέλνουν διαρκώς πως η στιγμή της απελευθέρωσης έφτασε; πως δεν απομένουν παρά ημέρες; ώρες; Γιατί ο Παπανδρέου γράφει στα μανιφέστα του «να ευαγγελιζόμαστε χαρά μεγάλη», πως «μιλάει για τελευταία φορά από ξένο έδαφος»; Μας κοροϊδεύουν; Ο κοσμάκης έχει τρομερά εκνευριστεί, είναι τραγικά πικραμένος. Επιτέλους αυτό καταντάει επιπολαιότητα εγκληματική. Βασανίζουν ένα λαό δυστυχισμένο τόσο, τον φαρμακώνουν μ’ αδιάκοπες απογοητεύσεις. Καλλίτερα να μην έλεγαν τίποτα και να μας άφηναν στο σκοτάδι μας ως τη στιγμή που θάρχονταν αν ποτέ έρθουν… Το αστείο είναι πως ο Ράλλης φαίνεται ο πιο απογοητευμένος απ’ όλους. «Αν έρθουν… Πράγμα για το οποίο αρχίζω ν’ αμφιβάλλω πια», μας είπε χτες.
Απόψε, μετά το φαΐ, κοιτάζαμε παλιές φωτογραφίες, η Λουίζα, ο Μίμης, η Αφρω κι εγώ. Απόρησα για τη μεταβολή που έχουνε πάθει τα μούτρα μου. «Εσένα σ’ έφαγε το Βασιλικό Θέατρο», μου λέει η Λουίζα και ξαφνικά καταλαβαίνω κι εγώ πόσο δίκιο έχει. Αχ, πρέπει να λυτρωθώ, πραγματικά, απ’ αυτό. Αλλιώς είμαι εξοφλημένος. Και, το χειρότερο, αρχίζω τώρα να υποπτεύομαι πως ο αγώνας μου είτανε μια φριχτή ματαιοπονία, μια θυσία άσκοπη.
Καιρό τώρα, δεν μπορώ καθόλου να γράψω. Μου λείπει το κέφι, η αγάπη της δουλειάς μου. Πού είναι οι παλιοί ενθουσιασμοί, οι νεανικές εκείνες συγκινήσεις για την Τέχνη μου, που με ζωογονούσαν και με παρηγορούσαν;
8.10.44
Τα βάσανά μας σώνονται. Φαίνεται πως την Τετάρτη θα γίνει η παράδοση της Αθήνας. Οι Γερμανοί κοντεύουνε να λείψουν από την Αθήνα. Δε βλέπεις πια καθόλου πεζούς. Η Γερμανική Πρεσβεία, η Τηλεφωνική Εταιρεία φρουρούνται από ρωμιούς. Το Λονδίνο αναγγέλ[λ]ει σήμερα την απελευθέρωση του Αναπλιού. Προχωρούν προς τα πρόθυρα της Κορίνθου οι Αγγλοι.
Το βράδι, 7 η ώρα, μαζεύτηκαν σπίτι μας ο Γκίκας, ο Χρυσόγελος, ο Καρύδης, ο Σταύρος, η Γκίκαινα, η Ολγα, ένας νέος άγνωστός μου. Ο κουνιάδος της Κοντσάτας έφερε το ραδιόφωνό του κι ακούσαμε. Πήραμε πάλι στις 9 και στις 10.
Ο Γιώργος ο Θεοτοκάς σήμερα το πρωί. «Να ιδούμε τώρα πώς ο σοσιαλισμός θα συνδυασθεί με την ελευθερία». Σοφή κουβέντα. Περιμένει όμως το υπόδειγμα και τη λύση από τη Γαλλία. Είναι η παλιά προσήλωση του Γαλλοθρεμμένου Ελληνα στα πρότυπα που γνώρισε και που τον γαλούχησαν.
Αύριο πρωί Συμβούλιο. Θάναι άραγε το τελευταίο; Είθε!
14.10.44
Τρεις ημέρες «λευτεριάς» ούτε μια στιγμή χαράς.
Στις 12 του μηνός (Πέμπτη), το πρωί, ντυνόμουνα για να πάω στο γραφείο μου όταν η Λουίζα μού λέει: «Κάτι τρέχει έξω!». Βγαίνει η Αφρω και γυρίζει λέγοντας: «Ερχονται, λέει, οι Εγγλέζοι». «Καλά, τους λέω, θα ντυθώ και θα βγω να ιδώ». Ντύθηκα, βγήκα, κι είδα τα σπίτια [;;;] Χαλκοκονδύλη, συνέχεια, να σημαιοστολίζονται. Ο κόσμος έτρεχε προς την Ομόνοια χωρίς να ξέρει τι τρέχει και τι θέλει. Ξαναμπήκα στο σπίτι κι ενώ έβγαζα να τους αφήσω λεπτά για ψώνια με πήρανε τα κλάμματα. «Κάνετε το σταυρό σας, παιδιά μου», τους λέω, «γιατί ξανάδαμε τη σημαία μας κρεμασμένη». «Γιατί κλαις, μπαμπά;» με ρωτάει ο Μιμάκος. «Αμα μεγαλώσεις, παιδί μου», του απαντώ, «θα καταλάβεις γιατί κλαίω».
Στο Θέατρο. Φωνάζω να σημαιοστολίσουν. Ο Χριστόφορος ο Ταβουλάρης δε βρίσκεται πουθενά. Ανεβαίνω στο φροντιστήριο και παίρνω μόνος μια μεγάλη σημαία. Κατεβαίνω στο Θέατρο λέγοντας να την κρεμάσουν. Και τότε γίνεται το συμβολικό: Ενώ ο Λιδωρίκης είχε έρθει [κοντά;], ο Καρούσος πιάνει το πανί της σημαίας λέγοντας: «Μια στιγμή!». Και προσθέτει: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι κείνο που έφερε την απελευθέρωση είναι το ΕΑΜ. Λοιπόν πρέπει να γράψουμε πάνω στη σημαία ΕΑΜ». Αντιρρήσεις του Λιδωρίκη. Τον βάζουνε μπροστά. Εγώ, σε λίγο, προσπαθώ να τους συνετίσω, φωνάζοντας κατά μέρος την Παΐζη και τον Καρούσο. Τίποτα. Αρχίζει η στάση τους να γίνεται αυθάδης και προκλητική. Από κείνη τη στιγμή τα πράματα παίρνουνε κατήφορο. Τα συνεργεία ράβουνε με κόκκινη κλωστή πάνω στις σημαίες το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ. Ανάρτηση της σημαίας, λόγος του Γληνού, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επί σκηνής λόγος του Καρούσου. Πάλι το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ακρίτας [;]. Ψυχρός. Στους δρόμους προεκλογική κίνηση, ΕΑΜ, ΚΚΕ, ΕΛΑΣ.
Πουθενά η Ελλάδα.
Δεύτερη μέρα: Παρελάσεις. Τα ίδια και χειρότερα. Η Γαλανού μπροστά – μπροστά στη Λυρική Σκηνή.
Τρίτη μέρα. Ακόμα χειρότερα. Πάλι η Γαλανού. Κι ο Παπάς, κι άλλοι. Στο θέατρο τέλεια βαναυσότης. Εχω δέκατα. Ξυπνώ στις 5.30 κι η Λουίζα έρχεται κατενθουσιασμένη. Είδε τους Εγγλέζους και τους Ελληνες που έρχονταν από την οδό Πειραιώς.
Τώρα, νύχτα, 10.20. Στους δρόμους, έντονη προεκλογική κίνηση. ΚΚΕ. Μια διαδήλωση του ΕΔΕΣ με το σύνθημα: «Ε-λλά-δα Με-γά-λη». Χειροκροτήματα και φωνές της γειτονιάς που επαναλαμβάνει τα ίδια.
Η κυρία Πολυξένη Κ. Μπίστα είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, συγγραφέας του βιβλίου «Γυναικεία προσωπογραφία στο πεζογραφικό έργο του Αγγελου Τερζάκη» (εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1998).