«Η μουσική μιλάει μόνο στο μυαλό»



Μετά το επίζηλο απωανατολίτικο Νομπέλ Laurear of the Kyoto Prize, κορυφαίο βραβείο της πόλης του Κιότο και της Ιαπωνίας γενικότερα, ακολούθησε στις 17 Οκτωβρίου 1988 η βράβευση της συνολικής μουσικής προσφοράς του πρωτοπόρου ευπατρίδη, συνθέτη και αρχιτέκτονα Ιωάννη Ξενάκη με το Prix du Conseil International de la Musique, ύψιστη διάκριση της UNESCO. Ακολουθεί λίαν συντόμως η βράβευσή του με το Νομπέλ των Τεχνών Polar Music Prize from the Stig Anderson Music Prize Fund of the Royal Swedisce Academy of Music, το οποίο παρέλαβε ο ίδιος από τη Σουηδική Ακαδημία Μουσικής στις 30 Μαΐου 1999. Ο αιώνας που φεύγει συγχωρεί και τιμά τους άσπονδους επαναστάτες του!


­ Επιτρέψτε μου να μη σας πλήξω με αυστηρώς μουσικολογικού τύπου ερωτήσεις…


«Παρακαλώ. Ρωτήστε με ό,τι θέλετε». (Βολεύεται καλύτερα στην πολυθρόνα, μαζεύει το σακάκι του, σταυρώνει τους καρπούς των χεριών του, θα μπορούσαμε όντως να μιλήσουμε για τα πάντα ή απλώς να αστειευτούμε με το τίποτε, να ανταλλάξουμε διευθύνσεις και να αποχαιρετιστούμε.)


­ Πού νιώθετε ξένος, κύριε Ξενάκη;


(Απαντά αντανακλαστικά, με χαμηλή αργόσυρτη φωνή σε έναν μάλλον ασυνήθιστο για συνέντευξη προσωπικό τόνο.) «Παντού…».


­ Παντού;


«Ναι, παντού… (Σηκώνει το βλέμμα του από το πάτωμα, με κοιτάζει πλαγίως, σχεδόν χαμογελάει.) Σας φαίνεται παράξενο αυτό;».


­ Οχι, καθόλου. Απλώς, για να είμαι ειλικρινής, μάλλον την περίμενα αυτή την απάντηση. Θέλω να πω, μήπως παραείναι εύκολη απάντηση;


«Καθόλου. Είναι η αλήθεια. Είναι απλώς όλη η αλήθεια…». (Κοιτάζει λίγο έξω προς τη θάλασσα, σιωπά, δείχνει τόσο τρωτός, τόσο απολύτως διαφορετικός από τη μουσική του, και όμως ίσως εδώ είναι το κλειδί, αυτό που πρέπει να είναι τελικά το νόημα του έργου του, η ευθύτητα, η τέλεια έλλειψη δόλου, μια ντόμπρα υπερέκθεση χωρίς κανέναν δισταγμό, κανένα πρόσχημα, καμία υστεροβουλία, κανέναν φόβο, πλην της πάλης με τον εσωτερικό λογοκριτή.)


­ Πώς και αισθάνεστε έτσι;


«Δεν ξέρω. Ετσι έχω συνηθίσει».


­ Μήπως το επιδιώξατε και ο ίδιος αυτό;


«Οχι. Δεν το επιδίωξα. Δεν το επιδίωξα καθόλου αυτό. Ούτε και το όνομά μου, Ξενάκης, έχει καμία σχέση με το ότι αισθάνομαι ξένος…». (Γελάμε, το πρόσωπό του ανθίζει.)


­ Πολιτικά έχετε ακόμη λόγους να τοποθετείτε τον εαυτό σας στον μαχητικό κομμουνιστικό χώρο, κοινοβουλευτικό ή μη;


«Μπα, όχι… Δεν νομίζω. (Δείχνει σαν να περνούν από μπροστά του δεκάδες πρόσωπα, εικόνες μιας σκληρής, ανεξίτηλης εποχής, το πρόσωπό του σκοτεινιάζει, ανάλαφρα, όμως γενναιόδωρα.) Ιδέες προδόθηκαν, άνθρωποι προδόθηκαν. Και πρόδωσαν… Οι καιροί αλλάζουν. Κι εμείς αλλάζουμε. Είναι φυσικό. Ολα είναι αλλιώτικα τώρα. Τότε έκανες έτσι (κάνει ήρεμα μια κίνηση, προτάσσοντας το στήθος του και ανοίγοντας τα χέρια) και σε γάζωναν σφαίρες. Σκεφτείτε το λίγο. Σας είναι εύκολο να μεταφερθείτε σε έναν τέτοιο κόσμο; Ασφαλώς διατηρώ συμπάθεια προς την Αριστερά, αλλά ώρες ώρες το πνίγω και αυτό το συναίσθημα, το καταπολεμώ, προσπαθώ να το σβήσω, να το αδρανοποιήσω, με κουράζει, έχει παλιώσει πια…». (Κοιτάζει κάπου απροσδιόριστα, χωρίς καμία προσμονή στο βλέμμα του, με έναν τρόπο λες και τα πάντα είναι ξαφνικά εξίσου πιθανά, μετά η ματιά του επιστρέφει στην απόλυτη οικειότητα, αποψύχεται, γλυκαίνει.)


­ Ως Ελλην της Διασποράς έχετε καθόλου την αίσθηση ότι ζείτε κάπου ανάμεσα στους πολιτισμούς, σαν ναυαγός στο νησί της ιδιωτείας, παρέα με τους αγγέλους και τους δαίμονές σας;


(Το σκέφτεται λίγο, έχει ασφαλώς το σπάνιο για καλλιτέχνη χάρισμα να παραμένει χαλαρός την ώρα ακριβώς όπου διαφαίνεται ότι για όλα είναι δυνατόν να τον ρωτήσουν, εκτός από τα μυστικά της τέχνης του, την ίσως ύστατη δοκιμασία τού να διυλίζεις ή και να χάνεις εντελώς τον εαυτό σου μέσα στο έργο χάρη μιας διαδικασίας που σε ξεπερνάει και σε χρησιμοποιεί σπαταλώντας απόκρυφα κάθε ικμάδα σου.) «Εχω γαλλική υπηκοότητα, οι δάσκαλοί μου στις Σπέτσες ήταν Αγγλοι, αλλά η καταγωγή μου είναι ελληνική και αυτό που κρατάω 100% ακέραιο μέσα μου είναι η αρχαία σκέψη και φιλοσοφία της Ελλάδας. Η καρδιά μου και το μυαλό μου είναι εκεί. Στον Πλάτωνα, στον Ανακρέοντα, στον Ομηρο, στη Σαπφώ… Μελέτησα πολύ τους αρχαίους ως την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Από ‘κεί και πέρα όμως… τίποτε!».


­ Πιστεύετε ότι εμείς οι Ελληνες σας γνωρίζουμε πραγματικά, σας καταλαβαίνουμε; Οτι, ενστικτωδώς έστω, βρισκόμαστε πιο κοντά στη δουλειά σας από οποιονδήποτε άλλον; Δικαιούμαστε να βρισκόμαστε πιο κοντά στη δουλειά σας και μπορούμε να…


«Μπα, όχι. (Μαζεύεται στο κάθισμα.) Εχω και εγώ τόσο πολλά χρόνια να έρθω εδώ! Εχουμε χάσει επαφή… Δεν έχουμε; Μάλιστα, να, μου κάνει φοβερή εντύπωση η ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, ας πούμε. (Ξανακοιτάζει έξω, αυτή τη φορά τον κλοιό των πολυτελών ξενοδοχείων.) Είναι μια πόλη προηγμένη πια. Δεν τη θυμάμαι έτσι. Είναι πολύ ευρωπαϊκή. Διαθέτει λάμψη. Σαν το Παρίσι… Μπα, πιο φρέσκια από το Παρίσι. Πιο μοντέρνα μου φαίνεται. Το Παρίσι γέρασε. Με την Αθήνα δεν ξέρω τι γίνεται… Αλήθεια, τι γίνεται με δαύτη;».


­ Εχετε σκεφτεί ποτέ τη διασημότητα σαν ένα είδος αιμορραγίας σε θάλασσα με καρχαρίες;


«Ναι, ίσως, αν και… όχι ακριβώς. Εξάλλου, χμμμ, οι καρχαρίες είναι κατά βάθος καλοί άνθρωποι σε σχέση με τους καρχαρίες ανθρώπους!». (Γελάει δυνατά.)


­ Η μουσική δεν είναι και κάτι αισθησιακό, ένας κόσμος δονήσεων, ένα ερέθισμα σωματικό, έξω από το φάσμα των ιδεών;


«Οχι, θα διαφωνήσω. Η μουσική μιλάει μόνο στο μυαλό. Στην αντίληψη, στον νου, στη σκέψη…».


­ Γράφοντας και ακούγοντας μουσική, τη δική σας μουσική, έχετε εικόνες στο μυαλό σας;


«Οχι».


­ Πώς σχολιάζετε τον αφορισμό του John Cage ότι η τέχνη είναι απλώς ένας τρόπος να γκρινιάζουμε;


«Α, ο καημένος ο Cage, τον είχα γνωρίσει βέβαια, είχαμε συζητήσει. Προσπαθούσε να αποκτήσει επαφή με τον κόσμο, με το ευρύτερο κοινό, έξω από αυτό της μοντέρνας τέχνης, μέσα από τέτοιου είδους αφορισμούς. Δυστυχώς, το έργο του διαρκώς τον πρόδιδε. Δεν είχε ποτέ ανάλογο ενδιαφέρον με τα λεγόμενά του».


­ Υπήρξαν στιγμές στη ζωή σας που νιώσατε τις avant garde του 20ού αιώνα να ηχούν σαν κήρυγμα στην έρημο; Σαν μηνύματα χωρίς παραλήπτη ή ακόμη και σαν νεκρά σήματα χωρίς αποστολέα;


«Δεν την είδα ποτέ έτσι την υπόθεση των πρωτοποριών, γιατί νομίζω ότι ιστορικά ήταν κάτι που έπρεπε κατ’ ανάγκην να συμβεί και συνέβη. Ετσι λοιπόν και εγώ τράβηξα τον δρόμο μου χωρίς να υπολογίσω αν έχει ή δεν έχει απήχηση το έργο μου, αν χάνομαι σε μια έρημο ή στο αυριανό αστικό τοπίο, αν γειτονεύω με άλλους οδοιπόρους ή όχι… Στο έργο μου δεν με απασχολούσε τίποτε έξω από αυτό».


­ Πώς βλέπετε τη σύγκλιση των πολιτισμών με την τεχνολογία ως όχημά της;


«Γεγονός είναι ότι η ανεπτυγμένη τεχνολογία φέρνει σήμερα κοντά τους ανθρώπους, όπως κάποτε έφερε κοντά τους ανθρώπους η ανεπτυγμένη λογική. Ζούμε τη συνέχεια αυτής της πρώτης σύγκλισης».


­ Πώς σας φαίνεται η λαϊκή ηλεκτρονική δημοκρατία του techno, ο πολιτισμός των πιτσιρικάδων;


«Χmμμ, ομολογουμένως αυτό που κάνουν δεν είναι απλώς παιχνίδι, είναι κάτι περισσότερο, όμως δεν είναι ούτε και ένας στέρεος πολιτισμός. Μη νομίζετε. Είναι περισσότερο μια ανταύγεια αυτού που θα μπορούσε να είναι. Μια αντανάκλαση του εφήμερου, της σύγχρονης ζωής της εξαρτημένης από την υψηλή τεχνολογία, της ζωής που κυριαρχείται από την τεχνική. Δηλαδή σε σχέση με τους νέους, για τους οποίους μιλάμε, οι άνθρωποι που κινούνται αυτή τη στιγμή γύρω μας, εννοώ εδώ, μέσα στο ξενοδοχείο, ζουν προφανώς σε ένα κοντινό ως πολύ μακρινό παρελθόν!».


­ Ποια είναι η μεγαλύτερη προσωπική σας κατάκτηση ή, πιο συγκεκριμένα, σε ποιες ιδιότητες του εαυτού σας εστιάσατε όλα αυτά τα χρόνια ακονίζοντάς τες;


«Ειλικρινά δεν το γνωρίζω. Για να σας απαντήσω σε αυτό το ερώτημα θα έπρεπε να είμαι κλινικός ψυχολόγος και δεν είμαι, ούτε υποβάλλω, έστω και ερασιτεχνικά, σε τέτοιου είδους αναλύσεις τον εαυτό μου». (γελάει)


­ Σας καταπιέζει η ευθύνη απέναντι στο ίδιο σας το έργο; Για πολλούς είναι ήδη μια βαριά και δύσχρηστη κληρονομιά, ακόμη και ως γονίδιο στο DNA του επόμενου αιώνα!


«Μπα, όχι, εγώ δεν το βλέπω έτσι. Καθόλου. Αντιθέτως, νιώθω πολύ ελεύθερος, εντελώς αποδεσμευμένος από το έργο μου, από τα πεπραγμένα μου γενικά στο σύνολό τους. Είμαι εξίσου έτοιμος να προχωρήσω ή να οπισθοχωρήσω. Να αποφύγω ή και να ξανακάνω τα ίδια λάθη. Κάνω ό,τι μου αρέσει. Ο,τι μπορεί ακόμη να σημαίνει κάτι για μένα».


­ Ελπίζω να μη γίνομαι οδυνηρός, αλλά μήπως έχετε σκεφτεί ακόμη και το ενδεχόμενο να σωπάσετε εντελώς για ένα μεγάλο διάστημα διδάσκοντας απλώς στον εαυτό σας τη χρήση της σιωπής;


«Πώς, βεβαίως και το έχω σκεφτεί, ίσως όχι τόσο βαθιά (χαμογελάει εγκάρδια), αλλά ναι, σαφώς και έχω σκεφτεί να σταματήσω να γράφω. Με έχει κουράσει που τόσα χρόνια κάνω την ίδια δουλειά, ως συνθέτης ή αρχιτέκτονας».


­ Τι άλλο δηλαδή θα σας άρεσε να κάνετε;


«Να εργαστώ ως μηχανικός!».


­ Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία στο νέο σας επάγγελμα, κύριε Ξενάκη!


«Ευχαριστώ πολύ(Είναι ήδη όρθιος.) Αντίο».