Η κοσμοθεωρία ενός δημοκρατικού αριστοκράτη



Οι ειδικοί θεωρούν τον Τοκβίλ έναν από τους σημαντικούς στοχαστές του πολιτικού φιλελευθερισμού ­ και φαίνεται να μην έχουν άδικο. Τίποτα, ωστόσο, δεν προόριζε τον Τοκβίλ στον φιλελευθερισμό. Γεννημένος το 1805, καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που κινδύνευσε να ξεκληριστεί: ο προπάππος του εκτελέστηκε το 1794 από τους επαναστάτες, ενώ λίγο έλειψε να οδηγηθούν στη λαιμητόμο και οι γονείς του, οι οποίοι φυλακίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Παρ’ όλο που ο νεαρός Τοκβίλ μεγαλώνει σε άκρως φιλομοναρχικό περιβάλλον, διαμορφώνει προσωπικές απόψεις για την ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική, καθώς αισθάνεται μια «ακατανίκητη έλξη για τις συνταγματικές ελευθερίες».


Οι πρώτες πολιτικές δοκιμασίες


Η πρώτη εμπράγματη δοκιμασία έρχεται με την Επανάσταση του 1830, όπου ο Τοκβίλ ορκίζεται να υπηρετήσει τον νέο βασιλιά, χωρίς όμως να αισθάνεται οποιαδήποτε συμπάθεια για το καθεστώς. Απομονώνεται έτσι από τους φυσικούς του συμμάχους, χωρίς να μπορεί πραγματικά να αποκτήσει καινούργιους φίλους. Η απομόνωση θα αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικά της ζωής και της σκέψης του Τοκβίλ· ίσως το σημαντικότερο. Γιατί θα βρεθεί ανάμεσα στην αριστοκρατία και τη δημοκρατία, απορρίπτοντας την πρώτη, επειδή είναι ήδη νεκρή, χωρίς να μπορεί να ασπασθεί τη δεύτερη, μια και δεν υπάρχει ακόμη.


Ούτε αριστοκράτης ούτε δημοκράτης, ο Τοκβίλ θα κρατηθεί στην αριστοκρατική αυτή επιλογή σε όλη του τη ζωή και θα δοκιμάσει να σκεφτεί τη δημοκρατία από την άβολη και ευάλωτη τούτη θέση. Στο σημείο αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, βρίσκεται μια από τις παραγωγικές εστίες του έργου του. Ο αγαπημένος του συγγραφέας είναι ο Πλούταρχος, στον οποίο διαβάζει και ξαναδιαβάζει το μεγαλείο και τη δόξα των ηρώων της αρχαιότητας. Σ’ αυτούς στρέφονται οι προτιμήσεις του Τοκβίλ, αλλά οι αρετές τους δεν μπορούν πια να υπάρξουν στη μίζερη και παραδόπιστη αριστοκρατία της εποχής του.


Από την άλλη μεριά, στη δημοκρατία, που μοιάζει όλο και περισσότερο να αποτελεί το νέο καθεστώς στο οποίο καλούνται να ζήσουν οι κοινωνίες, ο Τοκβίλ περιφρονεί την ισοπέδωση, μια και ο ίδιος σέβεται τα μεγάλα πάθη, ακόμη και όταν αυτά είναι επιλήψιμα.


Το ταξίδι στην Αμερική


Στριμωγμένος στη Γαλλία ανάμεσα σε μια κοινωνία που αποχωρεί και σε μιαν άλλη που δεν λέει να εγκατασταθεί, ο Τοκβίλ αποφασίζει να πάει βόλτα. Αλλά ο περίπατος αυτός είναι ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό, μια και τον οδηγεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με τη δηλωμένη περιέργεια να δει από κοντά, με τα ίδια του τα μάτια, τη λειτουργία της δημοκρατίας. Καρπός του ταξιδιού είναι το κλασικό σήμερα έργο «Η δημοκρατία στην Αμερική».


Οι στόχοι του βιβλίου είναι πολλαπλοί: να δείξει σε όλους όσοι στη Γαλλία ονειρεύονται την ιδανική δημοκρατία πώς λειτουργεί μια δημοκρατία στην πράξη. Ακόμη, να αποδείξει στους αντιδραστικούς ότι η δημοκρατία δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αναρχία. Τέλος, να καταλάβει ο ίδιος αλλά και να διαφωτίσει τους συμπατριώτες του για το πώς μια δημοκρατία θεσμοθετεί και, συνεπώς, ελέγχει τα ανθρώπινα πάθη. Εάν, πράγματι, η δημοκρατία είναι το καθεστώς στο οποίο κυριαρχεί η ισότητα για όλους, πώς θεμελιώνεται η ισότητα στην καθημερινή ζωή; Με την τελευταία αυτή απορία, οι αναλύσεις του Τοκβίλ αποκτούν καθολική σημασία, δεδομένου ότι τα ανθρώπινα πάθη είναι παντού τα ίδια και τα ερωτήματα κοινά: η αβεβαιότητα των ανθρώπων για την τύχη τους στην καινούργια κοινωνία, η επιθυμία τους για κοινωνική ανέλιξη, ο φθόνος για ό,τι στέκεται υψηλότερα από τους ίδιους.


Τα πάθη της μεσαίας τάξης


Αυτό που παρατηρεί και επισημαίνει ο Τοκβίλ είναι ότι η αμερικανική κοινωνία, ως κοινωνία δημοκρατική, έχει πετύχει τη θεσμική απονεύρωση των παθών, πράγμα που δεν ισχύει ακόμη στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, τα ίδια πάθη που δημιουργούν συγκρούσεις, ανατροπές και επαναστάσεις στην Ευρώπη, προκαλούν εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας στην Αμερική. Πώς γίνεται αυτό;


Ισως η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η φυσική και ενστικτώδης κατά κάποιον τρόπο κλίση των ανθρώπων στην ευμάρεια και την ευημερία έχει τόσο γενικευτεί στην Αμερική ώστε το μυαλό κατακλύζεται από τη φροντίδα για τις παραμικρές ανάγκες του σώματος και την ικανοποίηση των μικροαπαιτήσεων της καθημερινότητας. Η φροντίδα αυτή στην Αμερική έχει πάρει διαστάσεις πάθους· μόνο που το πάθος αυτό, όπως το υπογραμμίζει ο Τοκβίλ, είναι «στην ουσία του πάθος της μεσαίας τάξης. Ανδρώνεται και απλώνεται μαζί της, γίνεται κυρίαρχο με την επικράτησή της». Ετσι το πάθος για καλοπέραση ορθώνεται σαν καθολική επιταγή, σαν εθνικό όραμα, κάτι σαν Μεγάλη Ιδέα.


Στο γνώρισμα αυτό οφείλονται, κατά πάσα πιθανότητα, οι ευεργετικές συνέπειες που ασκεί ο έρωτας για καλοπέραση στο σύνολο της κοινωνίας. Γιατί ο έρωτας αυτός, τελικά, μπορεί να είναι βασανιστικός και απαιτητικός, δεν είναι όμως ούτε παράφορος ούτε υπερβολικός ούτε, κυρίως, παράλογος: είναι συνετός και μετρημένος. Είναι ολιγαρκής: «να προσθέσει κανείς μερικά μέτρα στο χωράφι του· να φυτέψει λίγα οπωροφόρα δέντρα· να μεγαλώσει κάπως την κατοικία του· με δυο λόγια, να κάνει κανείς κάθε στιγμή τη ζωή του ευκολότερη και βολικότερη· να προλάβει την ανέχεια και να ικανοποιήσει τις παραμικρές ανάγκες του χωρίς προσπάθεια και σχεδόν χωρίς έξοδα». Και αν τα αντικείμενα αυτά μας φαίνονται μικρά, δεν πρέπει να τα υποτιμήσουμε: «η ψυχή μας προσδένεται σ’ αυτά κι έχει καθημερινά τα μάτια της καρφωμένα πάνω τους. Καταλήγουν να της αποκρύψουν τον υπόλοιπο κόσμο και ενίοτε ενθρονίζονται ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Θεό».


Εάν κάποιος πιστέψει ότι η προσήλωση στην ευμάρεια ενδέχεται να δημιουργήσει συγκρούσεις και αταξία, σίγουρα θα αστοχήσει. Αντίθετα, όπως το παρατηρεί ο Τοκβίλ, η ικανοποίηση της ευμάρειας προϋποθέτει όχι μόνο τη διατήρηση της τάξης αλλά και την αστυνόμευση του ήθους. Γιατί τόσο η τάξη όσο και τα χρηστά ήθη είναι πράγματα χρήσιμα στη δημόσια γαλήνη και προάγουν την αποδοτικότητα, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν στην ευημερία. Οταν μάλιστα η τάξη και τα χρηστά ήθη συνδυαστούν με τη θρησκευτική ηθική, τότε η αποδοτικότητα αγγίζει τα όρια του μεγαλείου: «Μπορεί κανείς να ζήσει όσο το δυνατόν καλύτερα σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να αποποιηθεί τις απολαύσεις που υπόσχεται ο άλλος».


Η άποψη περί «έντιμου υλισμού»


Ο Τοκβίλ είναι τουλάχιστον σκεπτικός ως προς τα προηγούμενα επιτεύγματα. Αυτό που προσάπτει στην ισότητα, όπως τούτη ‘δώ έχει πραγματωθεί στην Αμερικανική Δημοκρατία, δεν είναι ότι ωθεί τους ανθρώπους στην αναζήτηση απαγορευμένων απολαύσεων· της προσάπτει, αντίθετα, το γεγονός ότι βουλιάζει τους ανθρώπους στις απολαύσεις που η ίδια κρίνει νόμιμες και επιτρεπτές. Και ο αριστοκράτης Τοκβίλ καταλήγει, ήδη το 1840: «Με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί στον κόσμο ένα είδος έντιμου υλισμού, ο οποίος δεν θα διέστρεφε τις ψυχές αλλά θα τις μαλάκωνε και θα κατέληγε να εκτονώσει χωρίς θόρυβο όλα τους τα ελατήρια». Ισως η παρατήρηση αυτή θα μπορούσε να συμβάλει, έστω πλαγίως, ώστε να εξηγηθούν η ανακούφιση και η απαστράπτουσα ευφορία με τις οποίες οι υπουργοί μας υποδέχονται τελευταία τους αμερικανούς πεζοναύτες και την ηγεσία τους.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.