Πόσα χρόνια ζωής έχουν ακόμη οι παλαιότερες πολυώροφες πολυκατοικίες από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Ελλάδα; Οχι, δεν πρόκειται για ένα ακόμη σενάριο καταστροφολογίας: από την άποψη της ασφάλειας, έναντι π.χ. των σεισμών, τόσο οι τεχνικοί που μελετούν και κατασκευάζουν τα κτίρια όσο και η κοινωνία που τα χρηματοδοτεί (η ασφάλεια σχετίζεται και με το κόστος το οποίο η κοινωνία είναι διατεθειμένη να αναλάβει) έχουν κατά κάποιον τρόπο φροντίσει ώστε τα σύγχρονα κτίρια να είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους αρκούντως ανθεκτικά.


Δεν αναφερόμαστε λοιπόν σε ζητήματα σεισμικής επάρκειας των κτιρίων ­ άσχετα από το ότι πρέπει να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση όσον αφορά τις απαραίτητες βελτιώσεις σ’ αυτό τον τομέα. «Αν πρόκειται να κατεδαφιστούν οι πολυκατοικίες για τεχνικούς λόγους, γι’ αυτό δεν θα φταίνε τα μπετά αλλά τα υδραυλικά», σχολιάζει πολύπειρος έλληνας μηχανικός, εννοώντας ότι η «αχίλλειος πτέρνα» μιας πολυκατοικίας είναι τα οικοδομικά και τα μηχανολογικά, και όχι ο φέρων οργανισμός της.


Ωστόσο αναφορικά με τη διάρκεια ζωής ούτε αυτό φαίνεται να είναι το κύριο ζήτημα των κτιρίων: τα πολυώροφα κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα των δεκαετιών του ’50, του ’60 αλλά και του ’70, που κατεδαφίζονται σχεδόν μαζικά πλέον στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία, δεν κατεδαφίζονται για τεχνικούς λόγους ­ επειδή π.χ. «φταίνε τα υδραυλικά τους». Οι τεχνικές ατέλειες των κατασκευών ευθύνονται συνήθως για τη χρόνια επιβάρυνση της ζωής των χρηστών τους αλλά πολύ σπάνια μπορεί να οδηγήσουν από μόνες τους στην κατεδάφιση. Οι κατεδαφίσεις που μόλις μνημονεύσαμε γίνονται για άλλους λόγους: σχηματικά, μπορεί να πει κανείς, επειδή τα κτίρια δεν εξυπηρετούν πια τις ανάγκες για τις οποίες κατασκευάστηκαν.


Το κέρδος της… κατεδάφισης


Στην εποχή μας, που η τεχνολογία έκανε δυνατή τη δραματική μείωση του χρόνου τόσο της ανέγερσης όσο και της κατεδάφισης, η κινητήρια δύναμη βέβαια είναι το κέρδος. Στο Χιούστον του Τέξας ­ όπως και σε πολλές άλλες πόλεις των ΗΠΑ ­ αναφέρεται ότι τα εμπορικά κέντρα, τα μικρά κτίρια γραφείων κτλ. χτίζονται όσο πιο φθηνά γίνεται, αφού αναμένεται ότι σε 10-15 χρόνια θα χρειαστεί να μετατραπούν ριζικά ή να κατεδαφιστούν. Για αυτού του είδους τα κτίρια η επιχειρηματική λογική συνίσταται στη φθηνή κατασκευή και στη γρήγορη πώληση για το μέγιστο άμεσο κέρδος. Η μακροπρόθεσμη λειτουργία και συντήρηση αναλαμβάνεται από τους νέους ιδιοκτήτες που θα συντηρήσουν την οικοδομή ανάλογα με το ύψος των ενοικίων που θα προσελκύσουν. Οταν τα ενοίκια αρχίζουν να μειώνονται, η συντήρηση σταματά, οπότε η ποιότητα αυτών των φθηνά κατασκευασμένων οικοδομών γρήγορα χειροτερεύει. Η κατεδάφιση είναι η συνηθισμένη κατάληξη, προκειμένου να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος οικονομικής αξιοποίησης κτλ.


Αυτά συμβαίνουν στην Αμερική. Στη Δυτική Ευρώπη μεγάλο ποσοστό των κατεδαφιζόμενων υψηλών κτιρίων είναι αυτά που στην Ελλάδα ονομάζουμε «εργατικές πολυκατοικίες». Η ανέγερση αυτών των κτιρίων στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες χαιρετίστηκε ως μεγάλο κοινωνικό και αρχιτεκτονικό επίτευγμα, καθώς πρόσφεραν πρωτόγνωρες ως τότε ανέσεις σε οικογένειες εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα. Πολλά από αυτά τα κτίρια είναι σήμερα «προβληματικές περιοχές», με έντονα συμπτώματα κοινωνικής κατάπτωσης και πολλά κρούσματα ναρκωτικών και εγκληματικότητας ­ οπότε η κατεδάφισή τους λειτουργεί ως «κάθαρση» για τις γειτονικές κοινότητες.


Παρ’ όλα αυτά, η κατεδάφιση των μοντέρνων κτιρίων δεν αφορά μόνο τις «φθηνές» κατασκευές. Στο Τόκιο και στο Χονγκ Κονγκ, όπου το κόστος κατασκευής είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με την εξωφρενικά υψηλή τιμή της γης, κατεδαφίζονται ακόμη και κτίρια που μόλις κατασκευάστηκαν, επειδή π.χ. η αγορά δεν ζητάει πια ξενοδοχεία αλλά κτίρια γραφείων.


Ολα αυτά συνεπάγονται την κατεδάφιση και των ελληνικών πολυκατοικιών; Οχι απαραίτητα. Τίθενται όμως κάποια σοβαρά ζητήματα, όπως αυτό της διάρκειας ζωής των κτιρίων στον σύγχρονο κόσμο. Και όπως λέει χαρακτηριστικά γνωστός άγγλος μηχανικός, «ο λόγος για τον οποίο η συζήτηση για τη διάρκεια ζωής, για την κατεδάφιση ή για τη διατήρηση των σύγχρονων κτιρίων είναι τόσο σημαντική είναι ότι αμφισβητεί τις θεμελιώδεις παραδοχές μας αναφορικά με τον τρόπο που βλέπουμε τα κτίρια».


Τα «μοντέρνα» μνημεία



Το ότι κάποτε θα κατεδαφιστούν οι περισσότερες πολυκατοικίες φαίνεται να είναι η πιθανότερη κατάληξη. Το ζήτημα είναι πότε, ποιες, σε ποιες περιοχές, καθώς και τι είναι αυτό που θα τις αντικαταστήσει ­ αλλά αυτό είναι μία άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση. Για την ώρα ας ασχοληθούμε με μία μόνο από τις πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής της συζήτησης, όχι με τον κανόνα αλλά με τις εξαιρέσεις: τα νέα διατηρητέα, τα μοντέρνα κτίρια που ενδεχομένως «πρέπει» να προστατευτούν ως μνημεία από ενδεχόμενες μαζικές κατεδαφίσεις. Στην Ελλάδα η υπόθεση των «διατηρητέων από σκυρόδεμα» ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή την κατεδάφιση τμήματος του παλαιού εργοστασίου του Fix στη λεωφόρο Συγγρού. Χωρίς ανάλογη δημοσιότητα, αποκαταστάθηκε πρόσφατα η επάρκεια του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα της Δημοτικής Αγοράς Καρδίτσας, ενδιαφέροντος έργου του Μεσοπολέμου. Το έργο αυτό του Δήμου Καρδίτσας είναι από τις πρώτες αποκαταστάσεις της «νέας γενιάς» των διατηρητέων στην Ελλάδα.


Είναι γνωστό ότι τα κτίρια που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα ως τώρα στην Ελλάδα έχουν φέροντα οργανισμό από πέτρα. Οι νοσταλγικοί τόνοι που συνοδεύουν την «επιχείρηση διάσωσης όσων παλαιών κτιρίων διασώθηκαν από την επιδρομή του μπετόν» ­ όπως πολλές φορές χαρακτηριστικά λέγεται ­ θα έκαναν κατ’ αρχήν αδιανόητη την ιδέα να συμπεριληφθούν μεταξύ των διατηρητέων και κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα. Και όμως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης εδώ και μία 30ετία περίπου έχει αναπτυχθεί ισχυρή κίνηση που προωθεί τη διατήρηση και των μοντέρνων κτιρίων.


Στη Βρετανία η αναγνώριση της «σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς» ξεκίνησε από το 1970 με την κήρυξη ως διατηρητέων 50 επιλεγμένων «πρωτοποριακών» κτιρίων της περιόδου 1914-1939, ακολουθώντας τις υποδείξεις του διακεκριμένου ιστορικού της αρχιτεκτονικής sir Nikolaus Pevsner. Από τότε εκατοντάδες κτίρια έχουν προστεθεί στον κατάλογο των «μοντέρνων διατηρητέων». Πρόκειται για κτίρια που σχεδιάστηκαν σύμφωνα με τις αρχές του «μοντέρνου κινήματος» της αρχιτεκτονικής, το οποίο ξεκίνησε στις ευρωπαϊκές χώρες ως πρωτοποριακό και πειραματικό την εποχή του Μεσοπολέμου, για να γίνει η «βίβλος της ορθοδοξίας» με βάση την οποία γινόταν η υλοποίηση της μεγάλης πλειονότητας των κατασκευών ανά την Ευρώπη στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Βέβαια οι αρχές του μοντερνισμού εφαρμόστηκαν με διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα, ανάλογα με το επίπεδο της αισθητικής, τις επιχειρηματικές συνθήκες, το σύστημα παραγωγής, την ποιότητα των διατιθέμενων υλικών και της τεχνολογίας, αλλά παντού υπήρχαν τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα: η τάση για ένα αίσθημα «ελαφράδας», λευκότητας, λεπτών διατομών και γεωμετρικής καθαρότητας, που απέρρεαν από τα καλλιτεχνικά κινήματα του κυβισμού και του πουρισμού και από την εξιδανίκευση του ρόλου της τεχνολογίας ­ η οποία πάντως, ειδικά για τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα και τα υπερωκεάνια που αποτελούσαν το πρότυπο των μοντερνιστών, ήταν πάντοτε πολλές φάσεις μπροστά από την τεχνολογία των κατασκευών. Κατά τα άλλα το οπλισμένο σκυρόδεμα αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν όχημα της διάδοσης του μοντερνισμού, επιτρέποντας τα μεγάλα ανοίγματα για τα παράθυρα, τις επίπεδες στέγες, τους μεγάλους χώρους που δεν διακόπτονται από φέρουσες τοιχοποιίες, κτλ.


Το ζήτημα βέβαια της διατήρησης κτιρίων παλαιότερων εποχών είναι ευρύτερο: η βασική ιδέα που διατρέχει τη φιλοσοφία αυτής της κίνησης αναφέρεται στην ανάγκη για τη διατήρηση στοιχείων της συλλογικής μνήμης, σε συνδυασμό με την ανάγκη για την υποστήριξη μιας αίσθησης συνέχειας της κοινωνίας. Παράλληλα, με τη διατήρηση ορισμένων κτιρίων με ειδικά χαρακτηριστικά ­ αντί της κατεδάφισης ­ συντελείται η διάσωση της ιστορίας της κατασκευαστικής τεχνολογίας, της ιστορίας των αρχιτεκτονικών θεωριών, καθώς και των αισθητικών τάσεων των κτιριακών όψεων. Η έμφαση στην ιστορία καθιστά το κίνημα της διατήρησης το κατ’ εξοχήν όχημα για τη δημιουργία ενός ιδεατού «υπαίθριου μουσείου της ιστορίας των κατασκευών». Είναι αυτονόητο ότι αυτό μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει σε υπερβολές: μια μερίδα του πληθυσμού μπορεί να μην επιθυμεί να ζήσει σε «μουσειακό περιβάλλον». Επιπλέον το ζήτημα της επιλογής ­ δηλαδή ποια κτίρια κρίνονται διατηρητέα ­ έχει προκαλέσει κατά καιρούς μεγάλες αντιδράσεις και έντονες δημόσιες συζητήσεις αλλά το καλό είναι ότι όλα αυτά έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στον προβληματισμό για το είδος των πόλεων όπου οι άνθρωποι επιθυμούν να ζουν.


Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η διατήρηση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Πρέπει παράλληλα να βρεθεί ο τρόπος ώστε «το κτίριο να βγάζει αξιοπρεπώς το ψωμί του». Αυτό είναι και το δυσκολότερο πρόβλημα των «υπερμάχων της διατήρησης».


Πάντως ενώ η διατήρηση των νεοκλασικών στην Ελλάδα αποσκοπούσε κατά κάποιον τρόπο στη διάσωση της ανάμνησης ενός συνολικού τρόπου ζωής που ανήκε πια οριστικά στο παρελθόν δεν ισχύει το ίδιο με τη διατήρηση των σύγχρονων κατασκευών, η οποία αφορά περισσότερο τη διάσωση κάποιων «κορυφαίων ή έστω χαρακτηριστικών στιγμών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής». Τα διατηρητέα νεοκλασικά είναι συνήθως έργα ανωνύμων ενώ τα νέα διατηρητέα είναι έργα συγκεκριμένων επωνύμων ­ και αυτό μάλιστα είναι συνήθως ένα από τα επιχειρήματα για τη διάσωσή τους.


Αντιμαχόμενες απόψεις



Η αλήθεια είναι ότι η διατήρηση κτιρίων από οπλισμένο σκυρόδεμα παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες. Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που η ανέγερση κτιρίων από μπετόν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν μαζική, προκειμένου να καλυφθούν τεράστιες ανάγκες για νέα οικιστική υποδομή (κατοικίες, επαγγελματικοί χώροι, βιομηχανίες κτλ.). Αυτή η τεράστιας κλίμακας κατασκευαστική δραστηριότητα στις κατεστραμμένες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ευρωπαϊκές χώρες συνδυάστηκε σε αρκετές περιπτώσεις με υπερβολικά στενά χρονοδιαγράμματα ανέγερσης, χαμηλούς προϋπολογισμούς και χρήση φθηνών υλικών. Επιπλέον για πρώτη φορά στην Ευρώπη συνέβη σε τόσο πολλούς ανθρώπους να υποβάλλονται σε τόσο ριζικές μεταβολές του τρόπου ζωής σε σχέση με την κατοικία, αφού από τα μονώροφα ή διώροφα σπίτια βρέθηκαν να κατοικούν σε πολυώροφα συγκροτήματα, αποκομμένοι από την παραδοσιακή τους κοινότητα. Ολα αυτά συνετέλεσαν ώστε τα κτίρια από μπετόν να φορτωθούν συλλήβδην όλες σχεδόν τις αμαρτίες της κοινωνικής ζωής και να θεωρηθούν υπεύθυνα για την κακοδαιμονία του περιβάλλοντος των σύγχρονων πόλεων. Βέβαια, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Συγκεκριμένα η κατά βάση δικαιολογημένη αυτή κριτική εστιάστηκε μόνο στα αρνητικά σημεία, διαγράφοντας τα θετικά και λησμονώντας τα τεράστια και πιεστικά προβλήματα που λύθηκαν με τη μαζική ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής περιόδου. Επιπλέον ορισμένες όψεις αυτής της ισοπεδωτικής κριτικής χαρακτηρίζονται από έντονη παρελθοντολογία (π.χ. τι έγινε πριν από 50 χρόνια), χωρίς να συνεισφέρουν στη συζήτηση για το πώς μπορεί να βελτιωθεί το οικιστικό περιβάλλον των σύγχρονων πόλεων.


Το ζήτημα της «νέας γενιάς διατηρητέων» έχει συνδυαστεί διεθνώς και με μια πολύ ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση σχετικά με το αν τα υλικά αλλά και η φιλοσοφία αρχικού σχεδιασμού αυτών των κατασκευών επιτρέπει τη διατήρησή τους.


Από τεχνολογική άποψη η συντήρηση του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα αποτελεί έναν από τους πιο εξειδικευμένους κλάδους της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού. Στη βάση των δυσκολιών βρίσκεται το γεγονός ότι το σκυρόδεμα ως υλικό ευρείας χρήσης έχει δεν έχει ως τώρα ζωή 50-70 ετών ενώ η πέτρα έχει χρησιμοποιηθεί επί χιλιετίες ως υλικό οικοδομών. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το υλικό δεν έχει ακόμη μελετηθεί σε βάθος χρόνου. Εκτός όμως από αυτό, το σκυρόδεμα είναι υλικό ριζικά διαφορετικής φύσης από την πέτρα: πολύ απλοποιητικά μπορεί να πει κανείς ότι το πρώτο είναι προϊόν χημείας ενώ το δεύτερο είναι της φύσης. Αυτό έχει επίπτωση σε πολλά πράγματα: ακόμη και η «πατίνα του χρόνου» που ο Ruskin, άγγλος θεωρητικός της τέχνης του 19ου αιώνα, θεωρούσε ότι γλυκαίνει την εμφάνιση ακόμη και των πιο άχαρων κτιρίων στα γεράματά τους, δεν ισχύει για το σκυρόδεμα, το οποίο από αισθητική άποψη «γερνάει» άσχημα. Αλλά τα τεχνολογικά ζητήματα δεν τελειώνουν εδώ: το ζήτημα της διαχείρισης των μπάζων από μαζικές κατεδαφίσεις κατασκευών από σκυρόδεμα είναι κρίσιμο ­ ακόμη και οι Ιάπωνες που βρίσκονται στην αιχμή αυτής της τεχνολογίας δεν έχουν λύσει ικανοποιητικά αυτό το πρόβλημα.


Κατά τα άλλα υπάρχει ακόμη και μεταξύ των σύγχρονων μοντερνιστών μια ισχυρή θεωρητική τάση υπέρ της κατεδάφισης των κτιρίων από μπετόν μόλις εξαντλήσουν τη χρησιμότητά τους. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, η έννοια της διατήρησης είναι θεμελιακά αντίθετη με τις αρχές του «μοντέρνου κινήματος» της αρχιτεκτονικής, αφού τα κτίρια δεν πρέπει να θεωρούνται μνημεία ή σπάνια αντικείμενα τέχνης αλλά λειτουργικά εργαλεία προορισμένα να εξυπηρετήσουν μόνο τις κοινωνικές ανάγκες ή τις οικονομικές διαδικασίες για τις οποίες κατασκευάστηκαν. Οι υπέρμαχοι της κατεδάφισης ισχυρίζονται ότι είναι οξύμωρο σχήμα να θέλει κανείς να παρατείνει τη ζωή ενός κτιρίου το οποίο σχεδιάστηκε μόνο με λειτουργικά κριτήρια, όταν έχει εκλείψει ο σκοπός για τον οποίο κατασκευάστηκε ­ όπως π.χ. ένα θεραπευτήριο για φυματικούς ή η διατήρηση μιας εργατικής πολυκατοικίας διά της μετατροπής της σε κτίριο γραφείων.


Αυτή την εποχή οι υπέρμαχοι της διατήρησης δίνουν αγώνα για τη διάσωση ενός κτιρίου κοινοτικού κέντρου στο Βόρειο Λονδίνο. Πρόκειται για έργο του αρχιτέκτονα Cedric Price, που θεωρείται ότι ενέπνευσε την αισθητική του μεταγενέστερου Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο ίδιος ο δημιουργός του έχει ετοιμάσει ήδη τη μελέτη κατεδάφισης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Το κτίριο δεν έγινε για να ζήσει αιώνια, αλλά είχε εξ αρχής περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Τώρα που δεν χρησιμοποιείται πρέπει να κατεδαφιστεί».


Η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο περίπλοκη από τις θεωρίες. Τελικά ένα αισθητικά ενδιαφέρον κτίριο που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη ζωή της κοινότητας που το περιβάλλει και επιπλέον προσφέρεται για μια ευφάνταστη προσαρμογή ή αλλαγή των λειτουργιών του ώστε να μπορεί και σήμερα να «βγάζει το ψωμί του» έχει πολλές πιθανότητες να διατηρηθεί και στο μέλλον. Αλλιώς οι τεχνικές της φωτογραφικής αποτύπωσης αλλά και της «virtual reality» έχουν προχωρήσει σήμερα τόσο πολύ ώστε ένα μελλοντικό Μουσείο της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ή της Ιστορίας των Κατασκευαστικών Τεχνικών να μπορεί να συγκεντρώνει όλα τα ενδιαφέροντα στοιχεία των κτιρίων που κατεδαφίζονται. Ενα τέτοιο δυναμικό Μουσείο των Κατασκευών, το οποίο θα λειτουργούσε όχι μόνο ως στατικό εκθετήριο αλλά και ως θεσμός που θα παρακινούσε ή θα στέγαζε εμπνευσμένες δραστηριότητες σχετικές με τη ζώσα ή την παρελθούσα ιστορία των κατασκευών, θα μπορούσε να βοηθήσει τα μέγιστα σε μια δημιουργική συζήτηση για τις ελληνικές κατασκευές και για τις πόλεις.


Σε άλλες χώρες οι σχετικές δραστηριότητες αφθονούν εδώ και πολλά χρόνια. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εν όψει των καταστροφικών γερμανικών βομβαρδισμών, ανατέθηκε σε 300 αρχιτέκτονες υπό τον θεωρητικό της αρχιτεκτονικής John Summerson να εντοπίσουν και να φωτογραφήσουν τα αξιολογότερα ιστορικά κτίρια της χώρας. Χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη κρατική μέριμνα, ανάλογη δουλειά έκανε λιβανέζος αρχιτέκτονας για το ιστορικό κέντρο της Βηρυτού, φωτογραφίζοντας συστηματικά το σύνολο των κτιρίων της περιοχής και διασώζοντάς τα ως ανάμνηση, αφού πολλά από αυτά καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολύχρονου εμφύλιου πολέμου.


Η δημιουργική ενασχόληση με την ιστορία των κατασκευών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία: πριν από μερικά χρόνια έγινε στο Λονδίνο μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση όπου παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για σημαντικά κτίρια παλαιότερων εποχών της βρετανικής πρωτεύουσας. Το θέμα της έκθεσης ήταν: «Ποια θα ήταν η εικόνα της βρετανικής πρωτεύουσας αν αντί για τα συγκεκριμένα μνημειακά κτίρια που κατασκευάστηκαν τη θέση τους είχαν πάρει αυτά που κέρδισαν το β’ ή το γ’ βραβείο των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών;». Σε τέτοια ζητήματα πολύτιμοι είναι ασφαλώς οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να γίνουν αναπλάσεις ολόκληρων περιοχών ­ στα πλαίσια βέβαια της «εικονικής πραγματικότητας».


Δεν αποκλείεται σε κάποιες περιπτώσεις αυτές οι ευγενικές και δημιουργικές αναζητήσεις να εκτραπούν σε ακρότητες, όπως π.χ. όταν ένα κτίριο αντιμετωπίζεται ως φετίχ ή ως η αρχή και το τέλος του κόσμου. Ωστόσο, αλίμονο, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, από άλλου είδους ακρότητες ταλαιπωρούνται συνήθως οι πολύπαθες ελληνικές πόλεις. Από την άλλη, ισχύει ότι αν δεν επιδιώξεις κάτι δεν πρόκειται ποτέ να το αποκτήσεις, αν δεν ψάξεις δεν θα το βρεις. Και αυτό αφορά βεβαίως τόσο την αισθητική όσο και γενικότερα την ελκυστικότητα των σύγχρονων ελληνικών πόλεων.


Ο κ. Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός.