Το 1816 ο 17χρονος Ονορέ εγκαταλείπει τη Νομική στη Σορβόννη για μια φτωχική σοφίτα χάριν της συγγραφικής τέχνης. Στο Παρίσι, πόλη 2 εκατομμυρίων κατοίκων, δοκιμασμένη από αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, η συγγραφή μπορούσε να προσφέρει χρήμα, δόξα, εξουσία. Στη γαλλική, πρώτη μεταξύ των γλωσσών, ενισχυμένη με το σφρίγος των νέων ιδεών του μετεπαναστατικού κόσμου, οι επιφυλλίδες είχαν απήχηση στο πλατύ κοινό, όπως σήμερα οι επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια ακατάβλητης προσπάθειας, γράφοντας μυθιστορήματα της σειράς χωρίς να υπογράφει καν, ωσότου το 1829 ο Μπαλζάκ αγγίξει την επιτυχία. Στον σκληρό ανταγωνισμό, όπου όλα τα ρομαντικά θέματα είχαν αξιοποιηθεί, απέδωσε συστηματικά μια ολόκληρη κοινωνία, τους νόμους και τους αδυσώπητους μηχανισμούς της: περίπου 2.000 χαρακτήρες από τον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κόσμο, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, παιδιά του δρόμου, παπάδες και γιατροί που εξομολογούν τις αμαρτίες του πνεύματος και της σάρκας, στη μεγαλούπολη ή στην επαρχία, διαπλέκονται μεταξύ τους σε άπειρους συνδυασμούς, αναλώνουν καθένας τη ζωή του στην ένταση των παθών. Επί 20 χρόνια, ως τον αιφνίδιο θάνατό του στο αποκορύφωμα της δόξας, ο Μπαλζάκ έγραψε συνολικά 90 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, πέντε θεατρικά έργα: άμεσα, επίκαιρα, αποτελεσματικά, έπεισαν τους αναγνώστες που πολλαπλασίαζαν τις πωλήσεις των εφημερίδων. Φανατικοί, σήμερα ακόμη διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν τα έργα του στο σύνολό τους, βυθίζονται στον πλασματικό του κόσμο αποκομίζοντας εμπειρία και πληροφορίες, μολονότι τα θέματά τους κρίθηκαν συχνά παρατραβηγμένα, προσβλητικά για τα χρηστά ήθη: η απουσία του καλού φάνταζε περισσότερο ακόμη καθώς προέκυπτε άδηλα από τα γεγονότα.


Η πόλωση των λογοτεχνών


Εν τω μεταξύ η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος. Τότε όμως (1830-1850) ο πληθυσμός της δεν υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο και η Αθήνα, πρωτεύουσα από το 1834, τις 30.000 κατοίκους. Σε ολόκληρη τη χώρα το οδικό δίκτυο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, οι πολιτειακοί θεσμοί ατελείς, οι κοινωνικές δομές αδιαβάθμητες. Πώς λοιπόν θα μπορούσε ένα έργο που απευθύνεται σε μια οργανωμένη και ώριμη κοινωνία, την ανατέμνει, τη σχολιάζει και τη χλευάζει, να αφορά το ελληνικό κοινό και με ποιους όρους; Μια ελίτ λογίων και γλωσσομαθών επέλεγε με διδακτικά και θεματικά κριτήρια συνάφειας ορισμένα έργα της ευρωπαϊκής γραμματείας, που μεταφράζονταν και τυπώνονταν στα ισχυρά κέντρα του μείζονος ελληνισμού πριν ακόμη από το ’21. Γύρω στο 1850 επιχειρείται συνειδητά ο συγχρονισμός των ελληνικών γραμμάτων με την ευρωπαϊκή γραμματεία και κυκλοφορούν φιλολογικά περιοδικά. Μεταφράζονται έργα της Σάνδη, του Μεριμέ, έπειτα του Μυσέ και του Ουγκό σε αυτοτελείς εκδόσεις. Παράλληλα κυκλοφορούν κατά κόρον, προς τέρψιν του κοινού, μυθιστορήματα δευτέρας και τρίτης διαλογής. Η πρώτη γενιά των μειζόνων γάλλων ρομαντικών προσλαμβάνεται δηλαδή ταυτόχρονα με τις νεότερες ρεαλιστικές και νεοκλασικές τάσεις, καθώς το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα συντονίστηκε ευκολότερα με μικρογραφίες της φύσης και των αισθημάτων στο τοπίο της επαρχίας ή με τον εξωτισμό ­ ιστορικό, γεωγραφικό, είτε απλά τον πολιτισμικό εξωτισμό των Μυστηρίων του Παρισιού. Δυσκολεύτηκε όμως να παρακολουθήσει τις μεγάλες ευρωπαϊκές ανησυχίες, την αγωνία των επιστημών και της προόδου του αστικού κόσμου, την αντανάκλαση των κοινωνικών φαινομένων στον ιδιωτικό και στον εσωτερικό βίο των ανθρώπων, όπως θαυμαστά τις ερμήνευσε το συμπαγές κεντρομόλο οικοδόμημα της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Η ευρωπαϊκή λογοτεχνία παγιδεύτηκε λοιπόν ανάμεσα στον άτεγκτο διδακτισμό αφενός και στην ελεύθερη αγορά του βιβλίου, με την επιπόλαιη, ναρκισσιστική οικείωση των εσπερίων ηθών αφετέρου. Το έργο του Μπαλζάκ, περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο, είναι δείκτης αυτής της πόλωσης που το σημάδεψε ως σήμερα.


Τη δεκαετία του 1860 παρουσιάζονται ελληνικά δύο εκλεκτές μεταφράσεις: οι Αθλιοι του Ουγκό υπό Ι. Σκυλίσση και το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου υπό Ροΐδου, διδακτικό ως προς το ύφος και ελληνοκεντρικό ως προς τη θεματολογία, που επιχειρεί να θεραπεύσει το γεγονός ότι «… ετράπημεν εις ακαίρους μυθιστορημάτων μεταφράσεις (…), των δε κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων τα έργα μένουσιν εισέτι άγνωστα πολλοίς, ως ξένων γλωσσών απείροις». Στον πρόλογό του ο Ροΐδης επισημαίνει την έλλειψη μεταφράσεων του Μπαλζάκ που αρχίζουν να δημοσιεύονται την επόμενη δεκαετία. Ποια όμως όψη του τεράστιου έργου επικρατεί; Από ποια άκρη ξεκινά η πρόσληψή του στην Ελλάδα; Ο 40ετής ετεροχρονισμός με τον οποίο η γαλλική πεζογραφία προσεγγίζει το ελληνόφωνο κοινό περιπλέκει τις κοινωνικές, εκδοτικές, αναγνωστικές διαφορές. Η απόδοση της αλλότριας πραγματικότητας αποτελεί συχνά γρίφο ανεξιχνίαστο για τον έλληνα αναγνώστη και τη γλώσσα μας. Και αν το Παρίσι είχε στα κοινά ρομάντζα γραφικό χαρακτήρα που κινούσε το εξωτικό ενδιαφέρον των αδαών, στο έργο του Μπαλζάκ η διείσδυση στο εσωτερικό του κοινωνικού οργανισμού, στις ανθρώπινες επιπτώσεις των φαινομένων, δεν είναι εύληπτη. Θα κατασπαραχθεί λοιπόν από τις προκαταλήψεις.


Οι πρώτες μεταφράσεις



Το 1869 δημοσιευόταν στην «Πανδώρα» πόνημα μακροσκελές «Περί του γαλλικού μυθιστορήματος και της επιρροής αυτού επί τα εν Ελλάδι ήθη» του Κ. Α. Ζανετάκη Στεφανοπούλου, καθηγητού της γαλλικής, μύδρους πνεόντος κατά «της βυρονείου σχολής» και «των νεωτέρων μυθιστορημάτων… ων η χορεία ουδέποτε έπρεπε να παρασταθή προ των οφθαλμών έθνους νέου, ευθίκτου και φιλοκαίνου». Ενώ τα σπουδαιότερα μεταφρασμένα έργα του 1850, εξαιρουμένου του Ουγκό, δεν υπερβαίνουν σε πωλήσεις τα 1.000 αντίτυπα, είναι «κατεπείγον να αντιστρατευθώμεν εις την ολεθρίαν επιρροήν του ξένου μυθιστορήματος, δημιουργούντες το εθνικόν μυθιστόρημα», για το οποίο ο κ. καθηγητής οραματίζεται «τιμίας και ερασμίας γυναίκας, και θέματα από την ιστορία του ημετέρου βυζαντινού κράτους και του ιερού ημών αγώνος του 1821, εις το βάραθρον της ασελγείας δύο τουλάχιστον αιώνες ευρωπαϊκής γραμματείας κατακρημνίζων».


Σε αυτή την πολύ αρνητικά φορτισμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημοσιεύονται αποσπάσματα από τις Φιλοσοφικές Μελέτες του Μπαλζάκ και η πρώτη αυτοτελής έκδοση της νουβέλας Adieu στην Ερμούπολη της Σύρου (1870). Θα ακολουθήσουν Σκηναί επί της πολιτικής ζωής (1872) και Η φυσιολογία του γάμου (1876), αντιμυθιστορηματικό έργο, το οποίο περιέχει εν σπέρματι ολόκληρο τον μυθιστορηματικό κόσμο του Μπαλζάκ, αποτελεί δε κατακλείδα της νεότητας και θεμέλιο του οικοδομήματος της δημιουργικής του ωριμότητας. Πολλά σημεία του μπαλζακικού στοχασμού συναντούν τη σύγχρονη σκέψη σε αυτό το έργο, που έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων στη χώρα μας, αφού υπήρξε μία από τις πρώτες μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες του συγγραφέα στη δική του. Αίρεται κατ’ αρχήν ο ανταγωνισμός υποκειμενικής φαντασίας και αντικειμενικής αλήθειας: η λογοτεχνία δανείζεται πολλά στοιχεία από την επιστήμη, την οποία διαδίδει στο πλατύ κοινό. Γι’ αυτό η αφηγηματική γραφή ευχαρίστως παραχωρεί τη θέση της στο πληροφοριακό, επεξηγηματικό ύφος. Επειτα ο Μπαλζάκ εισηγείται για πρώτη φορά στη Δύση με τόση σαφήνεια, ένταση και απήχηση την ιδέα μιας σεξουαλικής αγωγής, μιας επιστήμης της ηδονής, χάρη στην οποία και μόνο, πιστεύει, είναι δυνατή η ευτυχία του εγγάμου βίου. Αναλύει λοιπόν την «πολιτική του γάμου» και εξηγεί πώς η βία των διαπροσωπικών σχέσεων μπορεί να αμβλυνθεί χάρη στην αγωγή των κοριτσιών. Η ιδέα όμως ότι έτσι η γυναίκα θα ικανοποιεί καλύτερα το ιδεώδες νομίμων και ανόμων εραστών στρέφει πάνω του τα βέλη του μισογυνισμού αλλά και του φεμινισμού της εποχής.


Η εναντίον του πολεμική


Ας γευθούμε μερικά αφοριστικά αποφθέγματα από το κεφάλαιο «Συζυγική κατήχησις», όπου ο κυνισμός της καρτεσιανής λογικής ευνοείται από την καθαρεύουσα της πρώτης αυτής ελληνικής μετάφρασης:


«Ουδόλως απαντώνται πλέον εν τω βίω του ανθρώπου δύω στιγμαί ηδονών ομοίων, καθώς δεν υπάρχουσι δύω φύλλα ακριβώς όμοια επί του αυτού δένδρου.


Εάν υπάρχωσι διαφοραί μεταξύ μιας και ετέρας στιγμής ηδονής, ο ανήρ δύναται να ήναι πάντοτε ευδαίμων μετά της αυτής γυναικός.


Η επιτηδεία αντίληψις των αποχρώσεων της ηδονής, η ανάπτυξις, η νέα διατύπωσις, η πρωτότυπος έκφρασις αυτών αποτελεί την μεγαλοφυΐαν του συζύγου.


Μεταξύ δύω όντων άτινα δεν αγαπώνται, η μεγαλοφυΐα αύτη εστίν ακολασία, αλλ’ αι θωπείαι ών προΐσταται ο έρως ουδέποτε εισίν ακόλαστοι.


Η αγνοτέρα έγγαμος γυνή δύναται να ήνε επίσης η ηδυπαθεστέρα.


Η εναρετωτέρα γυνή δύναται να ήνε άσεμνος εν αγνοία αυτής.


Η πρόκλησις ηδονής, η υπόθαλψις, η ανάπτυξις, η αύξησις, η διέγερσις, η ικανοποίησις αυτής εστί ποίημα ολόκληρον».



Αυτό το ανάγνωσμα διετέθη μισόν αιώνα αργότερα από το γαλλικό στο ελληνικό κοινό της εποχής. Ποια ήταν η υποδοχή του υπό των «ξένων γλωσσών απείρων», όταν ο καθηγητής της γαλλικής Στεφανόπουλος καταφέρεται με οργήν ιεροκήρυκος εναντίον της «μυθιστορικής» εκείνης γραμματείας, η οποία εικονίζει «το δυσειδές θέαμα της ηθικής αθλιότητος, της πνευματικής νοσηλείας, της πλάνης μικρού τινος πληθυσμού των μεγάλων πόλεων»; Το κοινό αποδέχεται συχνά τα κείμενα που απορρίπτει η κριτική. Ετσι, μετά τη γνωστή πολεμική του εναντίον της ελληνικής μετάφρασης της Νανάς του Ζολά (1879), ο Αγγελος Βλάχος, μεταφραστής ήδη του Λαμαρτίνου, επανέρχεται το 1883 στην κριτική των εσπερίων αφηγηματικών ηθών με ηπιότερους τόνους, εκφράζοντας τη θέση του με έργα. Δεν απορρίπτει, προτείνει. Και ενώ ο Ροΐδης συνιστούσε τη μετάφραση μυθιστορημάτων με αισθητικά και διδακτικά κριτήρια, ενώ ο τυφλός φανατισμός του καθηγητού της γαλλικής αποδεχόταν μόνο ηθικά και εθνικά κριτήρια, ο Βλάχος ακολουθεί την οδό του μέτρου. Μεταφράζει «το δοκιμώτατον αναμφισβητήτως», «το κάλλιστον… προϊόν του κρατίστου των νεωτέρων μυθιστοριογράφων της Γαλλίας», «το σεμνόν καλλιτέχνημα», την Ευγενία Γρανδέ. Μυθιστορία Ονωρίου Βαλζάκ, «ου μόνον λόγω φιλολογικής αξίας, αλλά και λόγω κάλλους ηθικού». Σε απόσταση από τις κοινωνικές και ηθικές εντάσεις της μεγαλούπολης, στις Σκηνές του επαρχιακού βίου η σεμνή γεροντοκόρη αποδίδει το οδυνηρό αποτύπωμα, την υπερτάτη, την αποσιωποιημένη μορφή των παθών.


Η «Προεισήγησις» του Βλάχου στη μετάφρασή του απηχεί, σχετικά με τις αρετές και τις αδυναμίες του Μπαλζάκ, τη συντηρητική ευρωπαϊκή κριτική. Παρουσιάζει τη Γρανδέ ως το πρώτο δημοσιευμένο έργο του στα ελληνικά, όχι διότι αγνοεί τις προηγούμενες μεταφράσεις, αλλά διότι τις θεωρεί έργα ελαφρά και ανήθικα, ανάξια του συγγραφέα τους. Οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί για τη Φυσιολογία του γάμου, «ατόπου επικουρείου φιλοσοφίας και ανηθικότητος εξάμβλωμα», εξηγούν άλλωστε τους λόγους για τους οποίους οι έλληνες μεταφραστές του Μπαλζάκ άφηναν ως τώρα τα έργα τους ανυπόγραφα. Σε σχέση με την κενόλογη και τυποποιημένη φρασεολογία του Στεφανόπουλου, η ηθική λογοκρισία των ορέξεων του ελληνικού αναγνωστικού κοινού φαντάζει εντονότερη ακόμη από την ικανή γραφίδα του Βλάχου: «Ονθύλευμα παραδοξολογιών ασέμνων και κακοήθων, κενόν μεν πάντως την ουσίαν, συνθηματικόν δε και αυτόχρημα αινιγματώδες την μορφήν, ουδέποτε βεβαίως έπρεπε να καταστή σκεύος εκλογής εις χείρας Ελληνος μεταφραστού, ουδέ να προτεθή εις ψυχαγωγίαν και ηθικήν απόλαυσιν αναγνωστών ανερματίστων, οποίοι συνήθως αποτελούσι την πλειονοψηφίαν των αναγνισκότων ελληνικάς μεταφράσεις γαλλικών μυθιστορημάτων».


Ο Μπαλζάκ αποστειρώνεται από τα τολμηρά θέματα και τις ιδέες. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, υπερτροφικό και ανάπηρο παιδί, ανίκανο να κρίνει, ανώριμο να συμμεριστεί τις αγωνίες της Εσπερίας, καλείται από τους πνευματικούς ταγούς του να περιοριστεί στον σχολικό Μπαλζάκ. Στη συσπασμένη νοσταλγία της ελληνικής επαρχίας, στον επαρχιώτικο κομπασμό των υπό ανάπτυξη αστικών της κέντρων, η Γκραντέ γνώρισε ως σήμερα τις περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις, τις περισσότερες επανεκδόσεις. Με ολόισια τη ράχη ευθυγραμμισμένη στο τιμητικό ράφι μιας μικροαστικής βιβλιοθήκης με λιγοστούς επισκέπτες, «κόρη καθάριος και σφριγώσα, πορφυρούς έχουσα τους βραχίονας και λευκόν μανδήλιον περί τον τράχηλον…» στην αιωνία υπηρεσία της αρετής, ένιωθε ίσως καλύτερα στην αρχαιοπρεπή εκείνη και προβληματισμένη, μα εύρυθμη γλώσσα του λεξικογράφου Βλάχου, που υπογράμμιζε την πλήρη ρήξη του βαλζακικού ρήματος με την πραγματικότητα του κλίματος, της διάθεσης, των ηθών και του πολιτισμού του τόπου μας: «Εν τη χώρα ταύτη, ως και καθ’ όλην την Τουρανίαν, αι ατμοσφαιρικαί περιπέτειαι δεσπόζουσι του εμπορικού βίου. Αμπελουργοί, κτηματίαι, ξυλέμποροι, βυτοποιοί, πανδοχείς, ναυτικοί, πάντες ενεδρεύουσι μίαν ηλίου ακτίνα, τρέμουσι την εσπέραν, κατακλινόμενοι, μη ακούσωσι την επαύριον πρωίαν ότι εγένετο την νύκτα παγετός». Πώς μπορούσε λοιπόν ν’ αγαπηθεί στην Ελλάδα;


Η πρόσληψη του Μπαλζάκ υποτάσσεται έκτοτε σε αυτή τη συντηρητική νοοτροπία. Ατονεί μάλιστα υπό την πίεση των νεοτέρων ρευμάτων της πεζογραφίας που συγγενεύουν και εν μέρει προέρχονται από τη δική του επιρροή. Ακόμη και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Ανθρώπινη Κωμωδία φαντάζει μουσειακό είδος στο μαυσωλείο μιας δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης που επισκέφθηκε τον ελληνισμό χωρίς πραγματικά να ριζώσει. Ετσι, σε επετειακή του ομιλία του 1949 για τα 150 χρόνια του Μπαλζάκ, ο Αγγελος Τερζάκης διατυπώνει την ανησυχία μήπως φανεί «προκλητικά ανεπίκαιρος» μετά τις πρόσφατες δοκιμασίες: «Αισθάνεται κανείς την ανάγκη ν’ απολογηθεί σχεδόν κάθε φορά που, αποσπώντας τη σκέψη του από τ’ άμεσα και κοσμογονικά γεγονότα του καιρού μας, τη στρέφει προς κάποιες αξίες πνευματικές και αδιατάραχτες… Μήπως ­ με μια λέξη ­ προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα».


«Ακρωτηριασμένες» μεταφράσεις


Κάποια στροφή σημειώνεται ωστόσο χάρη στη μαρξιστική διανόηση, που βλέπει στον Μπαλζάκ, παρά τον πολιτικό του συντηρητισμό, έναν τολμηρό ανατόμο του κοινωνικού και οικονομικού αστικού συστήματος. Αυτή την άποψη υιοθετούν ο Μάρκος Αυγέρης και ο Τάσος Βουρνάς, προλογίζοντας τη μετάφραση του περίφημου Peau de chagrin (Το μαγικό δέρμα) από τον Στάθη Δρομάζο, που εγκαινιάζει στη δεκαετία του ’50 το νεότερο κύμα πρόσληψης του Μπαλζάκ στην Ελλάδα: δίχως να απορριφθούν τα καθιερωμένα έργα, δίχως να αναθεωρηθεί ο συντηρητισμός των ηθών του ιδιωτικού βίου, ο κύκλος των έργων που μεταφράζονται διευρύνεται και επανέρχεται το ενδιαφέρον για την αναλυτική προσέγγιση του γάλλου συγγραφέα στα διλήμματα της σύγχρονης συνείδησης. Πολλοί επαγγελματίες μεταφραστές, αλλά και μια πλειάδα συγγραφέων και λογίων (Ν. Βρεττάκος, Γ. Βλαστός, Α. Μοσχοβάκης, Αρης Αλεξάνδρου, Ανδρέας Φραγκιάς, Γιάννης Αγγέλου, Τίτος Πατρίκιος…) απέδωσαν στη γλώσσα μας την Ανθρώπινη Κωμωδία, σημαδεύοντας το πρωτότυπο έργο τους.


Μολαταύτα, η συνθετική της πληρότητα παραδίδεται στο σύγχρονο κοινό ελλιπής, αν όχι ακρωτηριασμένη. Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να ανασυνθέσει τις διάφορες εκδόσεις και μάλιστα σε ένα σύνολο με συμβατή μεταφραστική και αναγνωστική ποιότητα: εκδόσεις παιδικές, βιβλιοθήκη του πνευματισμού ή του σινεμά (για όσα έργα δάνεισαν το θέμα τους σε σενάρια εμπορικών ταινιών), οι αξιόλογες μεταφραστικές προσπάθειες κρύβονται συχνά πίσω από παλιομοδίτικες εκδόσεις και παρωχημένη γλώσσα, φτηνά ριμέικ κρύβουν κάτω από γυαλιστερά εξώφυλλα μια επιπόλαιη προσέγγιση σοβαρών παλαιοτέρων εγχειρημάτων. Τείνει τελικά να συμφωνήσει κανείς με τον Βλάχο στην «Προεισήγησι» της Γρανδέ: «Μετάφρασις έργου οιουδήποτε του Βαλζάκ δεν είνε, ουδέ δύναται να ήνε, αγώνισμα εις το παραχρήμα…».


Η κυρία Μαρία Τσούτσουρα είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.