Ενας γερμανός ποιητής στην καβαφική Αλεξάνδρεια



Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη» στο ξενοδοχείο «Cecile» στην Αλεξάνδρεια τον Φεβρουάριο του 1986, όταν ο γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους πήγε εκεί αποφασισμένος να ανακαλύψει τα ίχνη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Εργαζόταν τότε στη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία και στο ταξιδιωτικό γραφείο τον υποχρέωσαν να υπογράψει μια υπεύθυνη δήλωση ότι δεν επρόκειτο να ζητήσει αποζημίωση. Το άλλοτε λαμπρό «Cecile», όπου κατέλυε ο Lawrence Durrell, ήταν πια ένα ερείπιο. Η κάμαρα ήταν γεμάτη κατσαρίδες και από τη βρύση έτρεχε νερό στο χρώμα της σκουριάς. Αλλά ο Γιόαχιμ Σαρτόριους έμεινε μία εβδομάδα, όσο ακριβώς είχε προγραμματίσει. Από τα τέσσερα παράθυρα του δωματίου είχε θαυμάσια θέα στη θάλασσα. «Από κάτω έρχονταν οι φωνές κάτι εργατών που γλεντούσαν», άραβες μεθοκόποι και μαυλίστριες χορεύτριες όλη τη νύχτα στο μπαρ του «Cecile». Ολα ξεπεσμένα, όμορφα.


Ο Σαρτόριους γεννήθηκε στη Βαυαρία το 1946. Από νωρίς ακολούθησε νομαδική ζωή. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος στην Υπηρεσία Αναπτυξιακής Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών, ο ίδιος επί πολλά χρόνια στέλεχος του γερμανικού διπλωματικού σώματος. Σπούδασε στον απέραντο κόσμο: γυμνάσιο στην Τύνιδα, baccalaureat στο Μπορντό, νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Μόναχο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στη Νέα Υόρκη, έπεσαν στα χέρια του τα καβαφικά ποιήματα που είχαν μεταφράσει στα αγγλικά ο Edmund Keeley και ο Γιώργος Σαββίδης. Η εκλεκτική συγγένεια υπήρξε ακαριαία. Θυμήθηκε τα εφηβικά χρόνια του στο Lycee de Carthage στην Τυνησία. Μετά τη βροχή τα παιδιά έπαιζαν στα ερείπια της Καρχηδόνας, βουτούσαν τα χέρια τους στη λάσπη και έβγαζαν αρχαία νομίσματα. Τι μένει από το παρελθόν, τι μένει από τον έρωτα, επρόκειτο να γίνουν τα δύο βασικά θέματα και της δικής του ποίησης.


Ενα δύσκολο εγχείρημα


Η εξερεύνηση της καβαφικής Αλεξάνδρειας αποδείχτηκε δύσκολο εγχείρημα. Οι μόνες ελληνικές επιγραφές που σώζονται ακόμη είναι το «Αθήναιον» και το «Ζαχαροπλαστείον Παστρούδη», οι υπόλοιπες μόλις και διαφαίνονται κάτω από τις αραβικές, τα ονόματα των δρόμων έχουν αλλάξει έκτοτε τέσσερις φορές. Σε ένα βιβλιοπωλείο ανακάλυψε τυχαία τη φωτοτυπική ανατύπωση του βιβλίου «Alexandria. Α History And Α Guide» του Ε. Μ. Forster με έναν παράλληλο κατάλογο των γαλλικών και αραβικών ονομάτων των αλεξανδρινών δρόμων. Τα υπόλοιπα ανέλαβε ένας γέρος αμαξάς. Κάτω από τη λάσπη, πίσω από τις νέες προσόψεις, άρχισαν να λαμπυρίζουν τα ίχνη του έλληνα ποιητή, το καφενείο όπου σύχναζε, η μικρή αναμνηστική πλάκα στην οδό Λέψιους, λίγα έπιπλα ακόμη στο ελληνικό προξενείο, τα σοκάκια στο λαϊκό προάστιο Αταρίν, «οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας». Αργότερα στη Γερμανία ο Σαρτόριους θα εξελιχθεί σε μανιώδη συλλέκτη σπάνιων καρτ ποστάλ. Αποκλειστικό θέμα τους: η Αλεξάνδρεια στις αρχές του αιώνα.


Και ο Γιόαχιμ Σαρτόριους είναι ποιητής του γήρατος. Προηγήθηκαν οι μεταφράσεις του ξένων ποιητών στα γερμανικά: Malcolm Lowry, William Carlos Williams, John Ashbery, Wallace Stevens, Ε. Ε. Cummings. Το 1995 εξέδωσε την πιο πρωτότυπη ποιητική ανθολογία στον γερμανόφωνο χώρο κατά τη δεκαετία του ’90 με τίτλο «Ατλας της Νέας Ποιήσεως». Σε αντίθεση με τα προγενέστερα έργα του είδους, που περιορίζονταν στην παραγωγή της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, εξακτινώνει την αξιανάγνωστη σύγχρονη ποίηση στις πέντε ηπείρους.


Το ποιητικό έργο του


Η πρώτη δική του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1988, όταν ήταν ήδη 42 ετών. Η δεύτερη, το 1992, ξεκινά με τέσσερα ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο «Αλεξάνδρεια», η τρίτη, τέλος, το 1996, κλείνει με ολοκληρωμένο πια τον αλεξανδρινό κύκλο. Τα 15 αυτά ποιήματα θα δημοσιευθούν σε ελληνική μετάφραση στο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού «Ποίηση». Η γερμανική κριτική τα χαρακτήρισε «δείγματα ενός σχεδόν ανατολίτικου αισθησιακού πλούτου» και «λυρικές νεκρές φύσεις», «συμπυκνωμένες εικόνες μνήμης του Καβάφη σε μια γλώσσα όπως ήταν η δική του: πεζολογική και αδιακόσμητη».


Καμβάς του αλεξανδρινού αυτού κύκλου ποιημάτων είναι η αναζήτηση των στιγμών του Κωνσταντίνου Καβάφη, η ανάκτηση ενός χαμένου κόσμου μέσα από φαινομενικά μηδαμινά τεκμήρια: τα ανασκαμμένα διαζώματα της οδού Ροζέττης, τους παλιομοδίτικους ανεμιστήρες στο «Ζαχαροπλαστείον Παστρούδη», μια καρτ ποστάλ με το Ράμλι εν έτει 1903, μια εν παρόδω μαρτυρία της Ρίκας Σεγκοπούλου. Το γενικότερο θέμα αυτής της ποίησης όμως είναι η αγωνία να συγκρατήσει κανείς μέσα από τη μνήμη και το γράψιμο θραύσματα ζωής και ίχνη ερώτων, όταν πλησιάζει πια ο καταποντισμός της ηλικίας. Κατά κόσμον ο Σαρτόριους δεν είναι πια ένας απλός διπλωματικός υπάλληλος, από το 1996 είναι γενικός γραμματέας του Ινστιτούτου Goethe, ένας από τους πιο περιζήτητους πολιτιστικούς παράγοντες στη Γερμανία.


Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τις συναναστροφές ο Σαρτόριους έχει αρχίσει να επισκέπτεται την Ελλάδα: Αθήνα, Υδρα, Πελοπόννησο, Ρόδο. Παράλληλα αρχίζουν να εμφανίζονται στα λογοτεχνικά περιοδικά ποιήματά του γραμμένα στην Ελλάδα, ίσως κρίκοι ενός καινούργιου κύκλου: ο μακροσκελής απολογισμός ενός φθίνοντος βίου για παράδειγμα, με τίτλο «Καθ’ οδόν προς τον τάφο του Κλεοβούλου» ή η «Ενθετική Διακόσμηση» που έγραψε στη Λίνδο και μου πρότεινε να μεταφράσω για «Το Βήμα».


Ενθετική Διακόσμηση


Δεν είναι πλάκα σαρκοφάγου.


Ενα πλοίο γρανιτένιο που στέκεται άδοξο στον βράχο, λαξευμένο και γκριζωπό, δίπλα στο αυλάκι που πάει για την ακρόπολη, σκληρό και γκριζωπό.


Το μεσαίο κατάστρωμα βαθουλωμένο.


Μπορείς να κάτσεις πάνω στον γρανίτη και να παλινδρομήσεις στο παρελθόν, να δεις τα δόρατα, τους πυρσούς, τις αλοιφές, τον αρχέγονο πέπλο που σκέπαζε τα πάντα.


Πρέπει να ήταν όπως σήμερα μπροστά στο μόνιτορ, δίπλα στον πίθο με το χαλύβδινο περίβλημα, που ακτινοβολεί τα πάντα μ’ ένα κλικ, όταν βιβλιοθήκες ανοίγουν χαμηλές στοές στα μάτια σου και χιλιάδες απαντήσεις λαμπυρίζουν ανάμεσα στο μυαλό σου και την πρόσοψη της σελήνης.


Αργότερα θα πουν:


Τα μάτια, κοκάλινα ένθετα, είναι άριστα διατηρημένα.


Περιοδικό «Merkur», τ. 596 (1998)


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι δημοσιογράφος της Deutsche Welle.